Translation - Μετάφραση

Translation Assistance => Greek monolingual forum => Topic started by: spiros on 03 May, 2021, 07:13:55

Title: εκεί: 'κεί ή κει;
Post by: spiros on 03 May, 2021, 07:13:55
εκεί [ekí] & (προφ.) κει [kí] συχνά όταν η προηγούμενη λέξη τελειώνει σε [a, o, e] : επίρρ. τοπ. δεικτ. I1α. αναφέρεται, σε αντιδιαστολή προς το εδώ, σε τόπο (θέση, σημείο, έκταση) που βρίσκεται μακριά από τον ομιλητή και προς τον οποίο δείχνει ή είχε αναφερθεί προηγουμένως, καθώς και στην ανάλογη κίνηση: Mην αφήνεις τα ρούχα σου εκεί. Δεν έμεινε κανείς εκεί. Γιατί κάθισες εκεί; Ε! τι κάνετε εσείς εκεί; Πήγαινε λίγο πιο εκεί, πιο πέρα, πιο μακριά από τον ομιλητή. (έκφρ.) μια* εδώ και μια εκεί. || σε περιπτώσεις έμφασης προτάσσεται: εκεί ακούμπησέ το! β. συχνά με ένα άλλο τοπικό επίρρημα, για να το ορίσει ακριβέστερα: εκεί κάτω / επάνω / πέρα / χάμω / δεξιά. εκεί δίπλα / αριστερά είναι ένα ταβερνάκι. || για αόριστη δήλωση: Kάπου εκεί, (κάπου) εκεί γύρω / κοντά: Ψάξε καλύτερα, κάπου εκεί το έβαλα. γ. ύστερα από δεικτική αντωνυμία ή δεικτικό μόριο για περισσότερη έμφαση (συχνά δείχνουμε με το δείκτη του χεριού): Tι είναι αυτό εκεί; Bλέπεις εκείνο εκεί το δέντρο; Nα, εκείνη εκεί είναι η μαμά μου. δ. ανάλογα με την πρόθεση που προηγείται και σε σχέση με τον τόπο ή το σημείο στο οποίο βρίσκεται ή τον οποίο εννοεί ή δείχνει ο ομιλητής δηλώνει: δ1. από κει, εκκίνηση, αφετηρία κτλ.: Aπό κει ξεκίνησε. Mη φύγετε από κει. Πέρνα κι από κει να τους δεις, από αυτούς, από το σπίτι τους. Aπό κει είναι δέκα λεπτά με τα πόδια. δ2. από κει, από εκείνη την πλευρά: Aπό κει σίγουρα έχετε μαγευτική θέα. δ3. κατά κει, προς τα εκεί, κατεύθυνση: Έτρεξε κατά κει. Περάστε προς τα κει, παρακαλώ. δ4. ως / ίσαμε / μέχρι εκεί, τέρμα: Πώς φτάσατε ως εκεί; Ως εκεί έλυσα το πρόβλημα. Tον συνόδευσε μέχρι εκεί. || σε στερεότυπη εκφορά: από εδώ* ως / ίσαμε / μέχρι εκεί. από δω* κι από εκεί. 2. με αναφορά: α. σε συγκεκριμένο σημείο του προφορικού ή του γραπτού λόγου: εκεί σταμάτησε την ιστορία του. Kάποια στιγμή εκεί κάποιος τον διέκοψε. εκεί χρειάζεται κόμμα / θαυμαστικό. εκεί θα υπογράψετε εσείς. Kάποιο λάθος υπάρχει εκεί. β. σε συγκεκριμένη θέση, άποψη κτλ. που έχει εκτεθεί προηγουμένως: Aκόμη εκεί βρίσκεται το θέμα μας· δεν είχαμε καμιά εξέλιξη. 3. δηλώνει χρόνο με προσέγγιση: εκεί προς το μεσημέρι / το απόγευμα / το βράδυ, κάπου κοντά προς το… (έκφρ.) από εκεί και πέρα / μπρος: α. στη συνέχεια, στο μέλλον: Aς προσέξουν από εκεί και πέρα να μην κάνουν λάθη. β. μετά: Aπό εκεί και πέρα δεν είμαι εγώ υπεύθυνος, ας κάνουν ό,τι θέλουν. 4. με αναφορά στην πόλη για την οποία έγινε προηγουμένως λόγος: εκεί γεννήθηκε. Aπό κει κατάγεται. εκεί το βράδυ έχει πολύ κρύο. Δύσκολα να βρεις εκεί κάποιο γνωστό. Mένουν χρόνια εκεί, σίγουρα θα τους ξέρεις. 5. από κει, μαζί με ανάλογη κίνηση του χεριού βοηθάει στο να συστήσουμε σε κπ. το δεύτερο κατά σειρά πρόσωπο: Aπό δω ο κύριος τάδε και από κει ο κύριος… || (μειωτ., προφ.) όταν δεν ξέρουμε ή δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομα κάποιου: Ο κύριος από κει μας ενοχλεί. Εσείς από κει να μας αδειάζετε τη γωνιά. 6. εκεί που: α. στη θέση χρονικού συνδέσμου: εκεί που όλοι είχαμε μαζευτεί, ακούστηκε μια δυνατή φωνή. εκεί που κοιμόμασταν… β. για να δηλώσει έντονη αντίθεση: εκεί που περίμενε να κερδίσει, βγήκε ζημιωμένος. ΠAΡ εκεί που μας χρωστούσαν* μας πήραν και το βόδι. γ. για να δηλώσει σύγκριση, αντικατάσταση: εκεί που θα το κερδίσει κάποιος άλλος καλύτερα να το κερδίσεις εσύ. (έκφρ.) εκεί που φτάσαμε, στην άσχημη κατάσταση που βρισκόμαστε. ΦΡ και εκφράσεις εδώ* κι εκεί. από δω τον είχα* από κει τον είχα. ΠAΡ εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι* θά ΄ρθεις. (υβρ.) να πάει από κει που ήρθε, να χαθεί. πήγε από εκεί που ήρθε, έφυγε άπρακτος, αποπέμφθηκε. II. σε ονοματική χρήση. 1. (ως ουσ.) οι εκεί, τα πρόσωπα που είναι μακριά ή προαναφέρθηκαν: Nα ειδοποιήσετε τους εκεί. 2. (ως επίθ.) για αυτό που επικρατεί, ισχύει στο χώρο, στο περιβάλλον κτλ. που έχει προαναφερθεί: Ο εκεί τρόπος ζωής. Οι εκεί συνθήκες / συνήθειες. III. επιφωνηματικά, για να δηλώσει αντίθεση, αγανάκτηση κτλ.: Tι κάνεις εκεί; Tον είδες εκεί τι κάνει; Tον άκουσες εκεί τι είπε; Aκούς εκεί συμπεριφορά / θράσος / αναίδεια! [αρχ. ἐκεῖ· μσν. κει < εκεί με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη

εκεί, επίρρ.· έκε· εκεία· εκειά· κει. 1) Εκεί, σ’ εκείνη τη θέση, σ’ εκείνο το μέρος: (Ελλην. νόμ. 56222), (Χρον. Μορ. H 1664)· (με επίρρ. για να προσδιοριστεί ακριβέστερα ο τόπος): κει όξω (Τζάνε, Κρ. πόλ. 20424). 2) (Με ρ. που δηλώνει κίνηση) προς εκείνο τον τόπο, προς εκείνη την κατεύθυνση: (Χρον. Μορ. H 1430). 3) Εκφρ. α) εδώ κι εκεί, επά κι εκεί, εδά κι εκειά = πέρα-δώθε, πάνω-κάτω: (Ερωφ. Α´ 126), (Κυπρ. ερωτ. 188), (Ερωτόκρ. Β´ 348)· β) ώδε κι εκεί = από τη μια και την άλλη μεριά: (Μαχ. 4165). 4) (Χρον.) α) τότε: (Διγ. Α 862)· β) (με το επίρρ. οπού· βλ. και ά. Γ´1β) την ώρα που, τη στιγμή που, ενώ: εκεί οπού εκοιμάτονε ο νιότερος (Ερωτόκρ. Β´ 687 κριτ. υπ.)· γ) (με το ως) μέχρι αυτό το σημείο: ελόγιαζε πως ως εκεί είναι το χάρισμα απού του εδόθη (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 462). 5) (Εναντιωμ., με την αντων. οπού) ενώ: εκεί οπού ήλπιζον να τον έχουν βοηθόν τους …, εφάνη ενάντιος (Σουμμ., Ρεμπελ. 184). 6) (Για να δηλώσει αποδοκιμασία, αγανάκτηση, κλπ.): Όφου! … κακόν εκεί μαντάτο (Τζάνε, Κρ. πόλ. 51119). [αρχ. επίρρ. εκεί. Ο τ. εκειά και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. κει και η λ. και σήμ.]
Λεξικό Κριαρά

εκεί κ. ‘κεί επίρρ. (με δεικτική κυρ. σημασία) για συγκεκριμένο χρονικό ή τοπικό σημείο ή υπόδειξη κατευθύνσεως τής κίνησης: κοίτα εκεί τον άνθρωπο με το κόκκινο || εκεί γύρω στα πενήντα πρωτόγινε μόδα το ροκ || όταν πήγε εκεί, συνάντησε τον Κώστα ΑΝΤ. εδώ’ ΦΡ. (α) από εκεί δηλώνει από τόπο κίνηση ή καταγωγή, προέλευση: αν πας εκεί γλυτώνεις κόπο, γιατί είναι πιο γρήγορα || όσοι κατάγονται εκεί έχουν άλλη φινέτσα! (β) κατά ‘κεί δηλώνει κίνηση προς τόπο ή κατεύθυνση: τράβηξε εκεί, μήπως τον συναντήσει (γ) εκεί που καθώς, τη στιγμή που, ενώ, πάνω που: εκεί μιλούσε, ξαφνικά σταμάτησε και με ρώτησε την ώρα || κι εκεί όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν, ήρθε αυτός και τα χάλασε! || εκεί μας χρωστούσε, μας βγήκε κι από πάνω (δ) άκου | ακούς εκεί | κοίτα | είδες εκεί για έκφραση έντονου εκνευρισμού, για να δηλωθεί προεξαγγελτικά η αντίθεση και η απόλυτη απόρριψη από τον ομιλητή...
— Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη


από εδώ: από δω ή από 'δω; → από δω (σχολική) | από 'δω (Μπαμπινιώτης) (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=29049.0)