H Βίκυ μού ζήτησε να μιλήσω για τη γνωριμία μου με τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Άλλοι ποιητές (παλιότεροι, της γενιάς μου, νεότεροι) ίσως τον είχαν γνωρίσει καλύτερα αλλά, είτε έχουν φύγει, είτε δεν είναι στο διαδίκτυο για να μας τον περιγράψουν. Θα πω λοιπόν εγώ αυτά που ξέρω, αν και τα ποιήματά του και η τόσο γνωστή (από τα διάφορα αφιερώματα) πράξη της ζωής του είναι πιο εύγλωττα από οποιαδήποτε δική μου αφήγηση.
Ο Μανόλης ήταν πράγματι ο Λευκός Πύργος και το Εφταπύργιο μαζί. Κι αν η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να προσωποποιηθεί, φαντάζομαι ότι θα ήθελε να έχει τη φιγούρα του και τη μορφή του, το ήθος και την αγωνιστικότητά του και, τελικά, τη σιωπή του. Και ως συγκλονιστική περιγραφή της πρόσφατης ιστορίας της, τα ποιήματά του.
Πρώτα-πρώτα, ο Μανόλης ήταν παιδί της πυρίκαυστης καρδιάς της πόλης, της Πλατείας Δικαστηρίων. Όπως ο Τηλέμαχος Αλαβέρας, ο
Γιώργος Ιωάννου (λίγο πιο κει), ο
Γιάννης Καρατζόγλου, εγώ, και αρκετοί ακόμη. Τον γνώρισα το 1971, μόλις γύρισα από την Αγγλία. Είχε τότε, σε ηλικία 46 ετών, τη Βιβλιοθήκη, ένα προοδευτικό βιβλιοπωλείο στη Χρυσοστόμου Σμύρνης, μαζί με μερικά πολύ νέα παιδιά. Περνώντας από το βιβλιοπωλείο μια μέρα, άκουσα να τον φωνάζουν με το μικρό του όνομα και τον ρώτησα, «Είστε, ο Μανόλης Αναγνωστάκης;». Εκείνος μου είπε, «Όχι, όχι, είμαι ξάδελφός του», ενώ τα παιδιά χαμογελούσαν. Μου έδωσε όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και, λίγες μέρες αργότερα, μου ζήτησε συγγνώμη και μου εξήγησε ότι δεν ήθελε να γίνεται πολύς λόγος για κείνον και τα ποιήματά του.
Από τότε με συμβούλευε και με βοηθούσε με κάθε ευκαιρία (εκείνος έμενε στην Π. Π. Γερμανού κι εγώ στη Ζεύξιδος). Στη μεταπολίτευση, ήταν μέλος της επιτροπής πόλης της ανανεωτικής αριστεράς, συντόνιζε τις συνεργασίες των Θεσσαλονικέων ποιητών και πεζογράφων στην Αυγή και ήταν για μερικά χρόνια ο καθοδηγητής μου στην κομματική οργάνωση καλλιτεχνών. Σαφέστατα αντιδογματικός, προσπαθούσε πάντοτε να περάσει μια διαφορετική αντίληψη για την τέχνη και τον πολιτισμό. Όπως έχω αναφέρει και κάπου αλλού στην ανθολογία, το 1976 ο Αναγνωστάκης παρουσίασε τον
Ανέστη Ευαγγέλου, τον
Πρόδρομο Μάρκογλου κι εμένα σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου. Το χαριτωμένο έγινε όταν κάποιος φοιτητής είπε «ο σεβαστός μας Μανόλης Αναγνωστάκης». Ο Μανόλης πετάχτηκε επάνω και διαμαρτυρήθηκε «Ποιος το είπε αυτό, ποιος το είπε αυτό; Όχι και σεβαστός, ρε παιδιά, στον ενικό να μου μιλάτε».
Ο ακτινολόγος γιατρός Μανόλης Αναγνωστάκης, που κάποτε ένας φίλος του τού είχε πει «δεν ήξερα ότι γράφεις και ποιήματα», ήταν πανύψηλος, λίγο γυρτός, με χοντρά γυαλιά και παχύ μουστάκι, ψεύδιζε ελαφρά, ιδίως όταν ήταν θυμωμένος, είχε εκφραστικότατα μάτια και μια παιδική έκφραση στο πρόσωπο, πάντα έτοιμος για καλαμπούρι. Ήταν και γνωστός λάτρης του ποδοσφαίρου.
Με την κάθοδο του στην Αθήνα, ο Μανόλης μάς έλειψε πολύ. Έχοντας εκφράσει με μοναδικό τρόπο την τραγική εποχή του, επέλεξε συνειδητά τα τελευταία χρόνια τη σιωπή. Μια σιωπή διαμαρτυρίας και αξιοπρέπειας, μια πράξη. «Όρθια η πράξη σαν αλεξικέραυνο», όπως είχε πει και ο ίδιος.