Αυτό το κείμενο που μας προτείνεις, αγαπητέ montreal, είναι εξαιρετικό, όπως και όλα τα γλωσσικά μελετήματα του Γιάννη Η. Χάρη. Έχει περιληφθεί, άλλωστε, στους τόμους του με τίτλο "Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη", όπου μπορεί κανείς να βρει σχεδόν όλα τα ζητήματα που προδίδουν την αδιαφάνεια και αβεβαιότητα του γλωσσικού συστήματος που πασχίζουμε να οικοδομήσουμε ως "Νεοελληνική Κοινή", ζητήματα που οφείλονται όχι τόσο σε εγγενείς γλωσσικές δυσκολίες (αλίμονο αν μια τόσο παραγωγική γλώσσα όπως η Ελληνική δεν είχε τρόπους να λύσει τέτοια ζητήματα), αλλά σε κοινωνιογλωσσικές εμμονές μας, στην αιώνια "πόζα" του νεόπλουτου-μεσοαστού-μεγαλοαστού-αρχοντοχωριάτη, που φοβάται μην τυχόν και τον... παρεξηγήσουν για το πώς μιλάει.
Ένα παράδειγμα από το κείμενο που αναφέρεις:
"Εδώ θυμίζω μια παρατήρηση του Αγαπητού Τσοπανάκη (Ο δρόμος προς την δημοτική, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 336), ότι υπάρχει «σημαντική διαφορά ήθους» ανάμεσα στις καταλήξεις -ίνα, -έσσα και -έζα και στην -τρια, καθώς «δείχνουν μιαν οικειότητα και, ενδεχομένως, έλλειψη σεβασμού»."
Εγώ θα έλεγα ότι αυτό που περιγράφει ο Τσοπανάκης δεν οφείλεται σε κάποια εγγενή ασέβεια που εμπεριέχουν οι καταλήξεις -ίνα, -έσσα και -έζα, αλλά οφείλεται στο κόλλημά μας ότι αυτές οι καταλήξεις είναι "ξένες" (= δάνειας προέλευσης), άρα (κατά την εμμονή μας) είναι και "κακές", "κατώτερες". Ενώ το απαίσιο και δύσκλιτο -ις/-ιδος ("καλλιτέχνις", "πελάτις", "σκηνοθέτις") το ευνοούν τα ΜΜΕ και οι διάφορες δικαιωματιστικές ομαδούλες, επειδή -δήθεν- χαρίζει κύρος. Στην Ελλάδα θεωρείται πως χαρίζει κύρος ό,τι είναι δύσχρηστο, ό,τι θεωρούμε αδάμαστο. Κοινωνικός σαδομαζοχισμός... Άρνηση αποδοχής της γλωσσικής -και εθνικής- μας ιστορίας...