spunk → τόλμη, θάρρος, κουράγιο, ευψυχία, αποφασιστικότητα, τσαγανό, αρχίδια, έναυσμα, προσάναμμα, ίσκα, ήσκα, ύσκα, ευτολμία, ευέξαπτη ιδιοσυγκρασία, σπέρμα, χύσι, χύσια, ψωλόχυμα, παχιά, πηχτή, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι
dnassibian ·
4 · 703