Βύρων Λεοντάρης

wings · 4 · 5918

wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Βύρων Λεοντάρης (1932-2014)

Γεννήθηκε το 1932 στη Νιγρίτα της Μακεδονίας. Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Σάμο, από όπου καταγόταν, και το 1939 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1952-1956) και εργάστηκε ως δικηγόρος. Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε με την ποίηση, ενώ δημοσίευσε επίσης κριτικά δοκίμια. Πρωτοεμφανίστηκε το 1954 με την ποιητική συλλογή «Γενική Αίσθηση». Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Κριτική», «Εφημερίδα των Ποιητών», «Επιθεώρηση Τέχνης» και άλλα. Το ποιητικό του έργο τοποθετείται στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής ποιητικής γενιάς. Έργα του μεταφράστηκαν στα Γαλλικά, Αγγλικά και Τουρκικά. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Βύρωνα Λεοντάρη βλ. Ζήρας Αλεξ., «Λεοντάρης Βύρων», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986. Πέθανε στην Αθήνα το 2014.

(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Ποιητικές συλλογές:
«Γενική αίσθηση», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα, 1954
«Ορθοστασία», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα, 1957
«Η ομίχλη τού μεσημεριού», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα, 1959
«Ανασύνδεση», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα, 1962
«Ψυχοστασία», εκδ. Προτάσεις, Αθήνα, 1972
«Μόνον διά της λύπης», εκδ. Σημειώσεις, Αθήνα, 1976
«Ψυχοστασία (Ποιήματα 1949-1976)», εκδ. ύψιλον, Αθήνα, 2006

Ποιήματα δημοσιευμένα στο Translatum:

« Last Edit: 08 May, 2022, 17:09:41 by spiros »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
[Από τη συλλογή Γενική αίσθηση (1954)]

Βύρων Λεοντάρης, Στάζει το σπίτι μας

Στάζει το σπίτι μας απόψε, πάλι στάζει.
Σπάνε στο μέτωπό σου οι στάλες και σημαίνουν
το εγερτήριο των λυγμών.
Και να! φουσκώνουνε τα βλέφαρά σου
- φλόκοι τού ονείρου που χτυπούν
στον άνεμο της λύπης - Ξεχειλίσαν
τα μάτια σου - και πού είναι; -
πλημμύρισε το πρόσωπό σου - και πού είναι
τα μάτια σου, πού είναι το πρόσωπό σου;

Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου, και μια θάλασσα το σώμα σου.
Μα εκεί μέσα θα χυθώ,
στα βάθη της μια πολιτεία φωνάζει τ' όνομά σου,
πηδάνε τα γαλάζια φώτα της, χορεύουν
στα σταυροδρόμια οι ελπίδες των μαλλιών σου.
Εκεί σε καρτερεί ένα σπίτι από ελαφρόπετρα,
χτυπούν την πόρτα - μπαίνεις,
στο μέτωπό σου λάμπει
το χαμόγελο της βροχής,
μυρίζουν τα βρεμένα ρούχα σου νύχτα κι αγάπη...

Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου.
Πόσες φορές δεν πέρασα συρματοπλέγματα κι αγκάθια
για να 'ρθω αυτού να δω για λίγο
πόσο γλυκά χτυπά η καρδιά μου μες στα μάτια σου,
για να 'βρω το νερόκρινο το στόμα σου,
επάνω σου σκυμμένος να γυρεύω
τους παιδικούς σεισμούς σου να τρυγήσω...

Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου και μια θάλασσα το σώμα σου.
Μια λίμνη φιλώ, μια θάλασσα αγκαλιάζω,
αιώνες θα μπορούσα αυτού να ναυαγώ
μα αυτός ο ωκεανός τού πόνου μού γλιστρά απ' τα χέρια,
υψώνει το λαιμό του ο τυφώνας και ψηλά
το πρόσωπο της θύελλας αστράφτει!

Στάζει το σπίτι μας απόψε, πάλι στάζει και χτυπούν
στο μέτωπο οι σταγόνες και χτυπούν
μια λίμνη που φιλώ, μια θάλασσα που αγκαλιάζω.
- Πού είσαι; πού είμαι; πού είναι το σπίτι μας;

- Δεν έχουμε σπίτι εμείς,
ποτέ δεν είχαμε σπίτι, ποτέ μια νύχτα αδιάβροχη στον πόνο.
Να 'σαι σίγουρη μονάχα
γι' αυτό που μπορούν να σκεπάσουν οι πλάτες μου
κι αγάπα αχόρταγα
τα μάτια, το στόμα και την τιμή μου.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ψυχοστασία (Ποιήματα 1949-1976) [2006]
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Βύρων Λεοντάρης, Η σκάλα

Κακή εποχή σε ξένο κι άγνωστο σκοτάδι
οι δρόμοι χρόνια τώρα πεθαμένοι και σβησμένα τα σημάδια
κακή εποχή, ανεμόβροχο σπάει τα τζάμια στις ψυχές μας
κι οι σκιές των ανθρώπων μέσα μας φτερούγες τσακισμένες
ένας καιρός ερείπιο
κι η σκάλα που ανεβαίνω πότε να τυλίγεται στα πόδια μου σαν φίδι
και πότε να βυθίζεται σαν βίδα στο μυαλό...

Αθώο ξεκίνημα, μοναχικέ λυγμέ πάνω απ' τη θλίψη
με μολυβένια τώρα τα φτερά
χάνοντας ολοένα ύψος –όπως τόσες
απόπειρες αθανασίας που κατακάθισαν σ' ένα επιτύμβιο χαμόγελο
αθώο ξεκίνημα, πού μ' έφερες, πού μ' έφερες...

Ίλιγγοι και στροφές
τρεκλίσματα μες στους λαβύρινθους
χειρονομίες σακάτισσες
σκέψεις γριές σερνάμενες πιασμένες απ' τους τοίχους
μια υγρασία πανικού ως το κόκαλο κι όλοι γυρεύουν να σωθούν
κρεμιούνται απ' τα καλώδια κι απ' τις φλέβες τους
κυκλοφορούν μ' ένα μαχαίρι στην καρδιά σαν φυλαχτό
κλειδώνουνε τις πόρτες ψάχνονται για τη χαμένη αφή τους
–άλλοι στους τοίχους κολλημένοι κάνουν τα παράθυρα
κι άλλοι τρέχουνε, τους ανοίγουν και πηδάνε στο κενό
και τι μπορούμε εμείς να κάνουμε και τι μπορούμε
μέσα στο στοιχειωμένο αυτό οικοδόμημα
κεριά που σβήνουμε στο βάθος των διαδρόμων
στίχοι που κλαίμε σαν παιδιά στα σκαλοπάτια
γιατί ποτέ ποτέ δε μπορέσαμε να προλάβουμε το έγκλημα
–φτάσαμε πάντα αργά μπροστά στις κλειδωμένες πράξεις
το αίμα κυλούσε πια κάτω απ' τις χαραμάδες
κι η κούραση κι ο φόβος όλο να πληθαίνουν στην ατέλειωτη αυτή σκάλα

Όλες τις μοναξιές τις έζησα
ελπίζοντας και μη ελπίζοντας
όμως τη μοναξιά της τέχνης πώς να την αντέξω
τη σκόνη πάνω στο βιβλίο
τα λόγια που σηκώνονται τις νύχτες σαν αγάλματα
κι ανάβουνε τα φώτα σε αδειανές ψυχές
κι αρχίζουν να χτυπούν στους τοίχους το κεφάλι τους ουρλιάζοντας
–είναι μια κρίση δημιουργίας μόνο ή μήπως είναι
το τέλος, η κατάρρευση της σκέψης, η ερημιά
ανάμεσα σε ανεπανόρθωτα φθαρμένα σύμβολα και εικόνες
που ηχούν σαν κούφιες προσωπίδες

Γιατί δεν είναι μόνο ο χρόνος που μας φθείρει μα κι ο χώρος
σημεία το δείχνουν καθαρά, ο χώρος εκδικείται
παραμορφώνει τις δομές και κατατρώει τα σώματα
σκάβει βαθιά κενά κουφώνοντας μορφές και σωθικά –έτσι κι ο λόγος
φαγώθηκε σιγά σιγά από σιωπές και χάσματα
Τι μέλλει ακόμα να ειπωθεί και ποια η έκφραση μες στη χαμένη ισορροπία;

Είπαμε τόσες φτήνιες, έτσι που 'γινε κι η δημιουργία διαστροφή
και τώρα ετούτη η κούραση δεν είναι σαν τις άλλες
δεν έρχεται απ' το παρελθόν αλλά απ' το μέλλον
όπως η σκόνη αυτή που κατεβαίνει από τα πάνω δώματα
όπως το αίμα αυτό που στάζει από τα πάνω δώματα

–αθώο ξεκίνημα, που μ' έφερες, πού μ' έφερες
Πού να σταθώ να γείρω το κεφάλι μου
να ονειρευτώ το δροσερό κατώφλι...

Από τη συλλογή Κρύπτη (1968)

Πηγή: ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου (εκδ. Παρατηρητής, 1994)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854562
    • Gender:Male
  • point d’amour
Βύρων Λεοντάρης, «Εν γη αλμυρά», υπάρχει κάπου; Με ενδιαφέρει ο στίχος σε έντονη γραφή.

Κατά τα άλλα, περιμαζεύω ψίχουλα-ψυχούλες ποίησης, λίγο πολύ αντενδεικνυόμενα για πρωινό ξύρισμα: «Έναν ολόκληρο θάνατο πώς θα τον περάσουμε;» – «Αλλά η ψυχή πώς να χάσει την ψυχή της;» (Λεοντάρης)· «Αλβανός στο Kολωνάκι, πρίγκηπας στο Μεξικό» – «ζητήσαμε βοήθεια απ’ τον Θεό / κι αυτός μας έστειλε τον θεολόγο» (Λυκιαρδόπουλος)· «Δε γνώρισε βγαίνοντας στο λιμάνι μας τίποτα. / Σα να μην ήταν κάποτε δικός του αυτός ο τόπος / σα να κατέβηκε σε λάθος στάση» (Mαρκίδης)· «Κόσμος με τ’ άλεκτα σ’ αγαπώ τ’ ανείπωτα δεν υπάρχει τώρα». – «Βάρκα που μπάζει από παντού και τα ποντίκια έχουν λακίσει» – «Θαρρείς στα ξένα οι μάνες φοβισμένα πίτσκα νανουρίζουν» (Mέσκος)· «Οι δρόμοι που μας πήρανε σπαρμένοι νάρκες / Κι η Λευτεριά στο μέλλον ανατιναγμένη» – «Ψάχνοντας για στίχους σκόνταψα σ’ ένα λησμονημένο / ποίημα οξειδωμένο απ’ τον καιρό…» (Πορφύρης)· «Έτσι κι εγώ έφτιαξα μιαν αλήθεια που δεν μ’ αναγνωρίζει πια». (Pοζάνης) κλπ. κλπ.
Γ. Π. Σαββίδης : Ψίχουλα-ψυχούλες ποίησης | in.gr

Βύρων Λεοντάρης, «Εν γη αλμυρά».
ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ: Υπερασπίζοντας το «ανείπωτο» στην Ποίηση ή Γράφοντας ποιήματα ως δοκίμια αυτογνωσίας | Fractal



 

Search Tools