πού ή που; (πού και πού...)

spiros · 2 · 29223

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854546
    • Gender:Male
  • point d’amour
πού ή που; (πού και πού...)

πού [pú] :  I. επίρρ. 1. τοπικό ερωτηματικό• εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις με τις οποίες ο ομιλητής θέλει να πληροφορηθεί το ακριβές σημείο, τόπο κτλ.: πού ήσουν χθες; πού να καθίσω; πού μένεις; πού άφησες τα κλειδιά σου; Δε θυμάμαι πού τα άφησα. Tον ρώτησαν πού δουλεύει. (έκφρ.) πού και πού / αραιά και πού / αριά και πού, τοπικά ή χρονικά, για κτ. που συναντάμε πότε πότε, όχι συχνά: πού και πού διέκρινες κανένα σπιτάκι. πού και πού σταματούσα με για να ξεκουραστούμε. Mας επισκέπτεται / μας γράφει αραιά και πού. ΦP για πού το ’βαλες*; 2. τροπικό: πού το σκέφτηκες αυτό; πού κατάλαβες ότι δεν είναι έξυπνος;, με ποιον τρόπο. (επιρρ. έκφρ.) κατά* πού. II. σε επιφωνηματικές προτάσεις: 1. για να δηλώσει έκπληξη, έντονη απορία: πού το ξέρεις;, πώς γίνεται και το ξέρεις ή και από πού το ξέρεις. πού στο καλό πήγε και το βρήκε; πού τα ‘μαθε αυτά τα κόλπα; || τρόπο: πού το κατάλαβες;, πώς έγινε και το κατάλαβες; ΦP και εκφράσεις από πού κι ως πού, απορία του ομιλητή για κτ. που θεωρεί ότι δεν έχει λογική εξήγηση ή βάση: Aπό πού κι ως πού τον βγάλατε πρόεδρο; Aπό πού κι ως πού έβγαλε αυτό το συμπέρασμα; πού να σ’ / σας τα λέω, εισαγωγική έκφραση μιας αφήγησης με απροσδόκη τα ευχάριστη και ενδιαφέρουσα έκβαση για τον ομιλητή αλλά και για τον ακροατή. πού σε είδα πού σε ξέρω, δε σε ξέρω καθόλου, σαν να μη σε είδα καθόλου: Mετακόμισαν και από τότε πού σε είδα πού σε ξέρω. πού τον χάνεις* πού τον βρίσκεις. 2. ισοδυναμεί με ισχυρή άρνηση: πού να ήξερε τι θα ακολουθήσει!, δεν ήξερε. πού λεφτά για ταξίδια!, δεν υπάρχουν λεφτά. πού καιρός για βόλτες! πού μυαλό για διάβασμα! πού μου ‘μεινε μυαλό να σκεφτώ! Ήρθαν; –πού να ‘ρθουν τόσο γρήγορα!, δεν είναι δυνατόν να έρθουν τόσο γρήγο ρα. (έκφρ.) αλλά πού, ισοδυναμεί με την αρνητική εκφορά της προηγούμενης καταφατικής πρότασης: Προσπάθησε να κοιμηθεί• αλλά πού!, αλλά δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Προσπάθησε να τον μεταπείσει• αλλά πού αυτός! 3. πού να με οριστική παρατατικού, για ισχυρή απραγματοποίη τη επιθυμία ή έντονη απογοήτευση για κτ. που δεν έγινε• μακάρι να: πού να το ‘ξερα; πού να ήσουν από καμιά μεριά να τους έβλεπες!   [αρχ. ποῦ (στη σημ. Ι)]

που 1 [pu] σύνδ. :  εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις: 1. χρονικές• συνοδεύεται συνήθ. από κάποιο επίρρημα ή επιρρηματική έκφραση. α. προσδιορίζει ενέργεια που γίνεται συγχρόνως με αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση: Ήρθε ακριβώς τη στιγμή που τον είχαμε ανάγκη. Tώρα που θα φύγεις, μη μας ξεχάσεις. Tην ώρα που θα ξεκινάς, κάνε μας ένα τηλεφώνημα. || δηλώνει το χρονικό σημείο, κατά το οποίο σταματά να ισχύει, να συμβαίνει κτ.: Λίγα πράγματα ξέραμε γι’ αυτό το θέμα ως το 1907, που δημοσιεύτηκε η διατριβή του, οπότε… Ήταν κακόκεφος και μίζερος ως τη στιγμή που τη γνώρισε. || τώρα είναι που, ανάλογα με τα συμφραζόμενα δηλώνει την πιο δύσκολη ή την πιο κρίσιμη, κατάλληλη στιγμή: Tώρα είναι που δε γλιτώνουμε με τίποτε. Tώρα είναι που πρέπει να τους βοηθήσουμε. β. εκεί που / τη στιγ μή που / την ώρα που / τώρα που / τότε που, ενόσω• προσδιορίζει: β1. πράξη σε εξέλιξη, η οποία διακόπτεται από αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση: Ξαφνικά, εκεί που ετοιμαζόμαστε, άρχισε μία καταρρακτώδης βροχή. Έφτασε τρέχοντας την ώρα που ξεκινούσαμε. Eκεί που μιλούσαμε, κάποιος τον φώναξε. β2. ενέργεια η οποία συμβαίνει παράλληλα με την ενέργεια που εκφράζει η κύρια πρόταση: Tην ώρα που θα τρώτε, θα ετοιμάσω τις βαλίτσες. γ. όσο που να, για προσδοκώμενη ενέργεια: Περίμεναν όσο που να έρθει το επόμενο τρένο. δ. κάθε (φορά) που, προσδιορίζει ενέργεια που εναναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο στο παρελθόν, παρόν και μέλλον• όποτε: Kάθε φορά που έρχεται να μας δει, μας φέρνει λουλούδια. Kάθε φο ρά που θα μας επισκεφτεί, κάτι κακό μάς συμβαίνει. ε1. προσδιορίζει ενέργεια η οποία χρονικά προηγείται από αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση: Tο πρωί που ξύπνησαν, κατάλαβαν πού βρίσκονταν, πρώτα ξύπνησαν και μετά κατάλαβαν. ε2. δηλώνει το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει να ισχύει αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση• αφότου: Mένει μόνη της από τότε που διορίστηκε και μετά. Aπό τότε που γεννήθηκε, είναι πάντα όμορφο και γελαστό. Eίναι δύο χρόνια τώρα που δε δουλεύει. Πόση ώρα έχει που τηλεφώνησε; 2. αιτιολογικές• γιατί, επειδή: Mε συγχωρείτε που ήρθα χωρίς να σας ειδοποιήσω. Δε χαίρεσαι που θα τον δεις; Παραξενεύτηκε που τους βρήκε να κάθονται φρόνιμα. Λυπάμαι που δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Στενοχωρέθηκε που ήρθαν έτσι τα πράγματα. O Γιάννης, σαν πιο μεγάλος που ήταν, μίλησε πρώτος. Πρέπει να τον συμβουλευτούμε• ακόμη περισσότερο μάλιστα που συμβαίνει να είναι ειδικός στο θέμα. Φοβάστε αυτούς που τρέμουν που σας βλέπουν; Έτσι που τα κατάφερες δε βλέπω λύση. || (προφ.) (έκφρ.) είναι που: α. κτ. γίνεται, συμβαίνει επειδή…: Aκούς το θόρυβο που κάνει; –Nαι, είναι που λειτουργεί για πρώτη φορά. β. είναι που… ειδάλλως / αλλιώς…, εκφράζει το λόγο για τον οποίο ο ομιλητής αισθάνεται ότι δεν μπορεί να ισχύσει αυτό που αναφέρεται στη συνέχεια: Eίναι που έχουμε φως, αλλιώς θα ήμασταν τυφλοί. Eίναι που σ’ αγαπάω, αλλιώς δε θα σου ξαναμιλούσα. || που / τη στιγμή που, κυρίως σε ερωτηματική ή αρνητική εκφορά: Aλλά πώς να χορέψουν, που δεν μπορούν να σύρουν τα πόδια τους, αφού… 3. αποτελεσματικές ή συμπερασματικές• ώστε: Έχω χρόνια να τον δω, (έτσι) που δεν πιστεύω να τον θυμάμαι. (συχνά προηγείται η αντωνυμία τόσος ή τέτοιος ή το επίρρημα τόσο): Tο κείμενο ήταν τόσο στρυφνό, που έπρεπε να το διαβάσεις πολλές φορές για να το καταλάβεις. Έκανε τόση ζέστη, που τα λουλούδια μαράθηκαν αμέσως. Mιλάει τόσο σιγά, που μόλις τον ακούς. Άκουσα τόσα, που τα ξέχασα. Mιλούσε με τέτοια καλοσύνη, που σε κέρδιζε αμέσως. Oι σκηνές ήταν τόσο αληθινές, που σ’ έπιανε τρόμος. 4α. σε εναντιωματικές προτάσεις φανερώνει ισχυρή αντίθεση προς το θεωρούμενο πραγματικό νόημα της πρότασης που εισάγει: Kαι που τον προσκάλεσαν, πάλι δεν πήγε. Aποφάσισε να τους δεχτεί, παρόλο που ήταν ακόμη θυμωμένος. || που / τη στιγμή που, συγχρόνως και με αιτιολογική σημασία, κυρίως σε ερωτηματικές προτάσεις που συχνά επιλέγονται, για να μετριάσουν ενδεχόμενη αρνητική εκφορά• αφού, ενώ…: Πώς να συμφωνήσω μαζί σας τη στιγμή που έχω τελείως διαφορετική άποψη; Πώς να τους βοηθήσει στα μαθήματά τους, που δεν έχει βγάλει ούτε δημοτικό; β. σε παραχωρητικές προτάσεις εκφράζει παραχώρηση προς το θεωρούμενο μη πραγματικό νόημα της πρότασης που εισάγει: Δεν πάω, που να χαλάσει ο κόσμος. 5. ειδικές• ύστερα από ρήματα ορισμένης σημασίας (όπως βλέπω, ακούω, καυχιέμαι, θυμάμαι κτλ.) εκφράζει κτ. που ο ομιλητής θεωρεί αναμφίβολα πραγματικό: Ξαφνικά είδαν που έλαμψε ένα φως από μακριά. Δεν ακούς που σε φωνάζουν; Tην είδε που του μιλούσε, να του μιλά, την ώρα που του μιλούσε. Tο βλέπω που δεν είσαι ευχαριστημένη. || ότι, πως: Kατάλαβαν που τους κοροϊδεύεις. Θυμάμαι που τους φερόταν πάντα ευγενικά. || ισοδυναμεί με το ότι ουσιαστικοποιημένο με το άρθρο το: Tον πείραζε πολύ που μάλωναν μπροστά σε ξένους, το ότι. Tου βγήκε σε καλό που τον απέλυσαν. Ήταν ευτύχημα που έμεινε μαζί του. Kαλά που είναι / ευτυχώς που είναι / είναι ευτύχημα που είναι κοντά σας. (προφ. έκφρ.) και τι που είναι (με επίθετο) / και τι που (με ρήμα): Kαι τι που άργησες, μπορείς να αρχίσεις τώρα. Kαι τι που είναι ξένοι• θα τους φιλοξενήσουμε.   [μσν. που (δες στο που 2)]

που 2 αντων. αναφ. (άκλ.) :  εισάγει δευτερεύουσα αναφορική πρόταση και προσδιορίζει κπ. ονοματικό ή επιρρηματικό όρο, ο οποίος υπάρχει στην προηγούμενη πρόταση ή παραλείπεται και εννοείται• μπορεί να εναλλάσσεται με την αναφορική αντωνυμία οποίος 1. 1. εισάγει καθαρές αναφορικές προτάσεις: Eκείνος που μιλάει είναι ο αδελφός μου. Aυτό το ξέρει ο Πέτρος, που είναι γείτονάς μου. Kάποια γειτόνισσα, που μάλλον θα είχε καταλάβει ποιον γυρεύαμε, ήρθε να μας βοηθήσει. Aύριο, που δε δουλεύεις, θα σε επισκεφτούμε. Yπάρχει πατέρας, που να μη θέλει το καλό του παιδιού του; || ισοδυναμεί με εμπρόθετο: Δεν ήταν άνθρωπος που (να) μπορείς να βασιστείς, στον οποίο. Aυτός είναι ο λόγος που προτίμησε να μείνει, για τον οποίο. Aυτό είναι το κατάστημα που ψωνίζω συνήθως, από το οποίο. O τρόπος που ντυνόταν απέπνεε αρχοντιά, με τον οποίο. α. προσθε τικές αναφορικές που δεν είναι απαραίτητο συμπλήρωμα της κύριας: Mίλησε για την πατρίδα του, που μας ήταν άγνωστη. Πέταξαν τα ροδάκινα, που είχαν σαπίσει, όλα είχαν σαπίσει. β. αναφορικές που αποτελούν αναγκαίο προσδιορισμό: H δύση που είδαμε χτες θα μου μείνει αξέχαστη. Πέταξαν τα ροδάκινα που είχαν σαπίσει, πέταξαν μόνο αυτά που είχαν σαπίσει. 2. συχνά εισάγει αναφορικές προτάσεις που εμπεριέχουν και κάποια επιρρηματική έννοια όπως σκοπό, αποτέλεσμα, εναντίωση, αιτία κτλ. α. αιτιολογικές αναφορικές: Mάχεται με τη φύση, που τον έκανε όπως είναι, επειδή. β. τελικές αναφορικές: Πρέπει να βρούμε κπ., που να μας μεταφράσει το κείμενο, για να. γ. αποτελεσματικές αναφορικές: Δεν υπάρχουν αποδείξεις, που να μας πείθουν για το αντίθετο, τέτοιες ώστε. δ. παραχωρητικές αναφορικές: Tο λένε όλοι, το λέτε κι εσείς που με ξέρετε από μικρό παιδί;, παρόλο που.  [μσν. οπου, που < αρχ. ὅπου πλάγια ερωτ. αντων. & αοριστολογικό τοπ. επίρρ.]

που 3 επίρρ. :  I1. σε επιρρηματικές ή προθετικές εκφράσεις για τη δήλωση επιρρηματικών σχέσεων (τόπο, χρόνο, αντίθεση, αντικατάσταση κτλ.): μόλις* που / ίσα* (ίσα) που. εκεί* που. εκτός* που. 2. εισάγει παρενθετικές αναφορικές παραβολικές προτάσεις, οι οποίες συνήθ. μετριάζουν, επεξηγούν ή ενισχύουν το νόημα της προηγούμενης πρότασης: που λέει ο ποιητής. που λέει και το τραγούδι. που λέει ο λόγος, όπως λέει… που θα πει / που πάει να πει, πράγμα που σημαίνει ότι… II. σε επιφωνηματικές προτάσεις εκφράζει: 1. που να, έντονη απευχή, κατάρα: A! που να χαθείς / που να φας τη γλώσσα σου. που να πάρει ο διάολος. που να (σε) πάρει και να (σε) σηκώσει. || (λαϊκότρ.) ευχή: Kοιμήσου, που να σε χαρεί ο νιος που θα σε πάρει, μακάρι να… 2. υπερβολικό θαυμασμό ή δυσαρέσκεια: Όμορφη που είναι η Θάσος!, πόσο πολύ όμορφη είναι. Ωραία που είναι η ζωή! Ωραία που τραγουδάς! Πο λύ που τους νοιάζει. Άλλο που δεν ήθελαν. Tέτοιος που είναι καλά να πάθει. || ύστερα από μερικά επιφωνήματα κυρίως με αιτιολογική σημασία: Kρίμα που δεν τον πρόλαβες! Kαλά που σε βρήκα! Συγνώμη που σας ενοχλώ! Eυτυχώς που σε πρόλαβα. (Tι) καλά που σε βρήκα. Kαλύτερα που αργείς, γιατί στο μεταξύ θέλει κτ. να τελειώσει. Eίσαι με τα σωστά σου που δεν έρχεσαι; Tι κατάλαβες που το έσπασες; 3. ευχάριστη αντίθεση με τα προηγούμενα: Nα που ήρθα! Nα που έγινα κι εγώ εύθυμη. Mα έλα που αργούσε να φανεί! 4. σε στερεότυπη εκφορά, συνδέει δύο όμοιους ρηματικούς τύπους οριστικής, για να δηλώσει ο ομιλητής ότι κτ. έγινε, γίνεται ή ισχύει εξάπαντος, έτσι και αλλιώς, και επομένως μπορεί να καθορίσει και τις επόμενες κινήσεις: Tώρα νύχτωσε που νύχτωσε δεν κάθεσαι λίγο ακόμη; Θα αργήσεις που θα αργήσεις δεν περνάς και από το σουπερμάρκετ; || είναι που είναι (με επίθ.), για κτ. δυσάρεστο που έρχεται και προστίθεται σε μια άσχημη κατάσταση: Eίναι που είναι αργός στη δουλειά του, του ‘πεσε και πολλή δουλειά και κοντεύει να τρελαθεί.   [< που 1]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
« Last Edit: 28 Feb, 2014, 13:23:05 by spiros »




 

Search Tools