Recent Posts

Pages: 1 2 3 ... 10
1
ojalá supiera
I wish I knew → μακάρι να 'ξερα
2
ojalá supiera → μακάρι να 'ξερα
I wish I knew
3
Ναι, αλλά κοτζάμ τράπεζες, δεν χτύπησε σε κανενός το μάτι τόσα χρόνια; Κανείς δεν κάνει επιμέλεια στο τελικό προϊόν;
4
Πιστεύω ότι η μηχανική μετάφραση και MTPE παίζουν ρόλο... έχουν μπει στη φόρα και οι μονολεκτικές (one-word) μεταφράσεις... μεταφράζουμε πλέον χωρίς συγκείμενο.   
5
Ναι, είναι κάποιο είδος τραπεζοειδούς παραμόρφωσης («τραπεζόγλωσσας», δηλαδή «bankese», όπως λέμε «translatorese») των βασικών κανόνων χρήσης ελληνικών σε διεπαφές χρήστη ή λες όλες να προσέλαβαν τον ίδιο μεταφραστή (ο οποίος δεν θα έχει και πρόσβαση σε συγκείμενο);
6
Παρατηρώ τα ίδια και με άλλες τράπεζες όπως και την Εθνική. «Συνδέομαι» αντί «Σύνδεση», κ λπ. Στην Αγγλική έκδοση της ίδιας σελίδας, χρησιμοποιείται το "Log in".   
7
Αν λάβουμε υπόψη ότι λογικά η μετάφραση θα πρέπει να έχει γίνει από τα ελληνικά προς τα αγγλικά, τότε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η χρήση ρημάτων. Για παράδειγμα:

— Βλέπω όλες τις συναλλαγές
— Ενημερώνω το προφίλ μου

Ορθότερα θα έπρεπε να είναι:

— Προβολή όλων των συναλλαγών
— Ενημέρωση προφίλ
8
unter Hausarrest stellen
place under house arrest → θέτω σε κατ' οίκον περιορισμό, θέτω σε περιορισμό κατ' οίκον, θέτω σε κατ' οίκον κράτηση
9
unter Hausarrest stellen → θέτω σε κατ' οίκον περιορισμό, θέτω σε περιορισμό κατ' οίκον, θέτω σε κατ' οίκον κράτηση
place under house arrest
10
house arrestκατ' οίκον περιορισμός, περιορισμός κατ' οίκον, κατ' οίκον κράτηση

In justice and law, house arrest (also called home confinement, home detention, or, in modern times, electronic monitoring) is a measure by which a person is confined by the authorities to their residence. Travel is usually restricted, if allowed at all. House arrest is an alternative to being in a prison while awaiting trial or after sentencing.
House arrest - Wikipedia

ar: إقامة جبرية; bg: домашен арест; bn: গৃহবন্দি; ca: arrest domiciliari; cs: domácí vězení; da: husarrest; de: Hausarrest; en: house arrest; eo: hejmaresto; es: arresto domiciliario; eu: etxe barruko arrastatze; fa: حبس خانگی; fi: kotiaresti; fr: détention à domicile; he: מעצר בית; hu: házi őrizet; id: tahanan rumah; it: detenzione domiciliare; ja: 軟禁; jv: tahanan omah; kk: үйде қамап ұстау; kn: ಗೃಹ ಬಂಧನ; ko: 가택 연금; ml: വീട്ടുതടങ്കൽ; my: နေအိမ် အကျယ်ချုပ်; nl: huisarrest; nn: husarrest; no: husarrest; pl: areszt domowy; pt: prisão domiciliar; ro: arest la domiciliu; ru: домашний арест; sh: kućni pritvor; simple: house arrest; so: seetee guri; sv: husarrest; ta: வீட்டுக் காவல்; tr: ev hapsi; uk: домашній арешт; vi: quản thúc tại gia; zh_yue: 軟禁; zh: 軟禁
Pages: 1 2 3 ... 10
Search Tools