τσικνίζω → overgrill meat, overcook meat, eat meat on the grill, eat BBQ meat, eat BBQed meat;
τσικνίζω [tsiknízo] P2.1α μππ. τσικνισμένος : αφήνω το φαγητό στη φωτιά να καεί, με αποτέλεσμα να μυρίσει τσίκνα: Tσίκνισες το φαΐ και δεν τρώγεται. Mυρίζει τσικνισμένο γάλα. || για κτ. που καίγεται και μυρίζει τσίκνα: Tσίκνισε το φαγητό. [τσίκν(α) -ίζω]
ΛΚΝ
τσίκνα η [tsíkna] O25 : μυρωδιά και καπνός: α. από κρέας που ψήνεται· κνίσα: Mας έσπασε τη μύτη η ~ από τις ψησταριές. β. από φαγητό που καίγεται στην κατσαρόλα, όταν τελειώσει το νερό. [μσν. τσίκνα < αρχ. κνῖσα(;)]
ΛΚΝ