Γιώργος Καφταντζής, Θρήνος για τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Θά ’ρθει η εποχή των δολοφόνων
A. Rimbaud
I
Τον αγγελοπαλίκαρο το Λόρκα τραγουδάω.
Πιστάγκωνα τον σέρνουνε δεμένο
το γιο της γύφτισσας Σελήνης
και του τρυπούν το γένος και τ’ αυτιά
αξούριστοι στρατιώτες.
Τριγύρω λιόδεντρα βογκούν, τσιρίζουν ροδοδάφνες
καθώς πιστάγκωνα τον σέρνουνε δεμένο
και του τρυπούν το γένος και τ’ αυτιά
αξούριστοι στρατιώτες.
II
Πες μου Γρενάδα το κακό πώς έγινε στον κόσμο.
Αυτός ο Ισπανός έκλεισε τα μάτια
γιατί δεν ξέρει πού να πρωτοκοιτάξει
σκύβει κατά το μέσα του και τρομάζει
όλοι περιμένουν να τραγουδήσει
είναι σαν το μοναχικό δέντρο που ξεράθηκε ξαφνικά.
Κι έχει τόσο γλυκά μάτια, τόσο γλυκά.
Είναι σα να λένε στην πορτοκαλιά:
Λύσε μου τα χέρια.
Στο βράχο:
Δώσε μου κουράγιο.
Στον άνεμο:
Πάρε με μαζί σου.
III
Στου μισοσκόταδου τις όχτες
που οι γριές ιτιές του ονείρου
από θλίψη σε θλίψη παραδέρνουν
βλέπω δαφνόφυλλα που πίνουνε τα δάκρυά του
βλέπω λιοτρόπια που μαζεύουν τις κραυγές του
τι θα τις πάρει ο άνεμος να τις σκορπίσει
βλέπω παπαρούνες που γλείφουνε το αίμα του
βλέπω μολόχες που μασούν τις φτέρνες του
γιατ’ είναι βιαστικό τ’ αρχαίο χώμα
κι ορέγεται την ορμή του.
IV
Τώρα πια δε σαλεύουν οι ελιές
δεν ανεβαίνει κανένας ήλιος
τώρα πια δε φουρφουλίζουν τ’ άστρα
δεν αναστενάζει το χαλίκι.
Το αίμα δε σφυροκοπάει πια
με νάρδο και βασιλικό
το μπρούτζινο κυματισμό σου
ζητάς να κρυφτείς κάτω απ’ τα γαρίφαλα
με τα φτερά στο μέλλον απλωμένα.
V
Έπεσες και σταμάτησαν
οι μηχανές και τα ρολόγια
οι άνεμοι έκοψαν το ταξίδι τους
στο αργυρό κρανίο της θάλασσας
σφυροκοπούν με την αστροφεγγιά
οι φοινικιές τα ξίφη τους
τα κορίτσια και οι μέλισσες
κεντούνε τ’ όνομά σου
και μες στις πένθιμες καμπάνες
σε κλαίει μια γριά, δυο γριές
οι γριές όλου του κόσμου.
VI
Η μια στην άλλη τη γενιά θα λέει το φονικό.
Ήσουν ουρανοπρίγκιπας μα πια δεν το γνωρίζεις
αυτό το χάλκινο το φως που έχασε τα φτερά του.
Κι οι τύραννοι, Φεντερίκο, οι τύραννοι
τα δόντια κροταλίζουν
φριχτές, παράφωνες καστανιέτες.
VII
Παπαρούνες χιονίζει στην Ευρώπη
μέρα και νύχτα παπαρούνες
στ’ αμπέλια το σταφύλι ξερωγιάζεται
ο γαλανός αέρας κιτρινοφυλλιάζει
των κοριτσιών τα κυδώνια μαραγκιάζουν
πίσω γυρνούν οι ποταμοί
τα μούσμουλα σπάζουν τα κουκούτσια τους
τρίζουν οι πάγοι οι πολικοί
στριφογυρνούν των πλοίων οι πυξίδες
οι δρόμοι όρθιοι σηκώνονται
οι λεμονιές στύβουν τα λεμόνια
ιδρώνουν αίμα οι φάμπρικες
και τα πουλιά, τα τούνελ, οι τηλέγραφοι
τα δέντρα, τα σκαλιά, οι χωραφόδρομοι
τώρα πια ξεκινούν απ’ την καρδιά σου.
VIII
Μένεις ακίνητος, ακίνητος, ακίνητος
κάτω απ’ αυτό τ’ αδιάκοπο τικ-τακ των αστεριών
ακίνητος, ακίνητος, ακίνητος
μπροστά στην ταραγμένη θάλασσα
με τ’ άσπρα τσαντίρια των αφρών
και τις σταχτιές καμήλες των κυμάτων.
IX
Θάλασσα του νότου
θάλασσα μοναχική
θάλασσα κονταροχτυπημένη
από πράσινους αγγέλους
λίκνιζε το καράβι του ανάλαφρα
μαύρο καράβι που κινάει
απ’ τη Βαρκελώνα
στη Μαύρη Θάλασσα να πάει
σάβανα για πανιά του απλώνει
κι απ’ το πλωριό κατάρτι
δεμένο μ’ ένα παλαμάρι το φεγγάρι
κουνιέται πέρα δώθε, χρυσό ναπολεόνι
μισοφαγωμένο απ’ την πολυκαιρία.
X
Σε πήγαινε σεργιάνι ένας αρχάγγελος
με πύρινες πλεξίδες
σε πολιτείες γεμάτες βούρκο
γεμάτες άδεια κουτιά κονσέρβες
για να λαξεύεις τ’ όνειρο
με το σφυρί του ανέμου.
Στέγη σκεπασμένη με παγόνια
βουνό βουλιαγμένο στο θειάφι
βασιλική ροδοσταμιά ξεριζωμένη
αγγελόχτιστο κάστρο κουρσεμένο
κοκαλένιο βουερό φλάουτο
σπασμένο στα δυο
ριγμένο δέντρο παντέρημο
με το φιλί της αστραπής στα χείλη.
Φανέρωσέ μου το κορμί σου να τ’ αλείψω
με βελουδένια φεγγαρόσκονη αστραφτερή.
XI
Δεν έχει πια ανάπαψη γι’ αυτόν, δεν έχει.
Λυπητερά χτυπούν των βράχων οι καμπάνες
οι ρίζες όλων των δασών ρουφούν
τη μακρινή σοφία της σιωπής του.
XII
Ο θρήνος μου ρόδο αμάραντο
καρφιτσωμένο σε σταχτί σύγνεφο.
Καλοδεμένο παράστημα
και προσήλια σκέψη
δίχως να βλέπω τις κούφιες κόγχες
με τα ξεχειλισμένα δάκρυα
τους στίχους που απ’ το στόμα σου
κρέμονται μαραμένοι
στον ομφαλό σου σπέρνω
μια μαύρη δαμασκηνιά
και σου πλέκω ένα κάτασπρο
νυχτικό από πυγολαμπίδες.
Ε, φλογερέ Σπανιόλε, που στόλιζες τη γη.
Πού είναι το παιδικό σου πρόσωπο
των στραφτερών μαλλιών σου οι μενεξέδες;
Η νυχτερίδα κρεμάστηκε
βαριά στα ματόφυλλά σου
και τυλιγμένος σφιχτά
τον γκρίζο μανδύα της σιωπής
κοιμάσαι Γκαρθία διάφανε
αηδόνι της Γρενάδας
και ποιος να τραγουδήσει πια
την άμοιρη Ισπανία.
XIII
Καβάλα στη γαλάζια ράχη
του πελαγίσιου ανέμου
πάνω από κίτρινα λιοτρόπια
πάνω από άσπρες εκκλησιές
πάνω από ρόδα κόκκινα
πάνω από πράσινες μυρτιές
καλπάζει μεθυσμένη η μέρα
και στη λιγνή της μπακιρένια μέση
το διάφανο ζουνάρι της βροχής
εφτάφωνο ανεμίζει.
Εκεί, σε φρέσκα κληματόφυλλα
με την ξεσκέπαστη κοιλιά
γεμάτη από κεράσια
ξαπλώνει ακίνητος, βουβός
και γύρω απ’ την όψη του
τη θυελλόμορφη όψη
με το ευγενικό πηγούνι
αλειμμένα λάδι
απ' του φεγγαριού το πιάτο
χιλιάδες λυγερά
χρυσόψαρα κολυμπάνε.
Τι έπαθε αυτός ο Ανταλουτσιάνος;
XIV
Ξελυτρωμένος, Φεντερίκο, είσαι βαθιά στο κάθε τι
με τους συντρόφους της αρχέγονης φωτιάς
των ριζωμένων βράχων και του ανέμου
που πάντα ψάχνει, πάντα τραγουδάει.
Ω, φως που το λουλούδιαζε η ατελείωτη μέρα
σε τόπους δαρμένους από θάνατο
δαρμένους από φθόνο
κανέναν δε φοβούνταν αυτοί όσο εσένα.
Και συ τ’ ανάσκελα στις καταχνιές
τη ρίζα μιας μανταρινιάς μασώντας
στους πεθαμένους μαθαίνεις να ’ναι ανήσυχοι
κάνοντας πιο γρήγορο το σφυγμό τους.
XV
Από λιθάρι σε λιθάρι δέρνεται
ο έφηβος ο ήλιος
και γω ολόρθος και κατάμονος
κάτω απ’ αυτό το άπειρο
που ’ναι γεμάτο θλίψη και σκοπό κρυμμένο
καρφώνω φέρετρο πικρό
κούφιο σαν τον άνεμο
ήσυχο σαν το λάδι.
Με τα μαλλιά σου τα λυτά
στις πεδιάδες των άστρων απλωμένα
ξάπλωσε, γύφτε μου, μοναχοπαίδι
της φτερωτής του μύλου
και πάνω σου θα σκορπίσω
ελιές απ’ την Πελοπόννησο
δάφνη απ’ τη Σικελία
ζάχαρη ουκρανική
καναδικό αραβόσιτο
βύσσινα γιαπωνέζικα
και καρβουνόσκονη απ’ το Κάρντιφ.
Ω, τώρα πια ούτε η φθίση
ούτε και το πετρέλαιο σε φτάνει.
Διαβαίνεις τρομερός κομήτης με τροχιές θριάμβου
κρεμώντας στα κλαδιά του κεραυνού
τους πυρπολημένους στίχους σου.
XVI
Ε, πρωτομάστορα των ουρανών
σου στρώνω το συγνεφοσέντονο
και μου το τσαλακώνεις
φιλντίσι σε ταΐζω και βογκάς
σε μαλαμοκαπνίζω και κρυώνεις.
Ας έρθει εκείνος που σου μοιάζει
να δούμε πόσο πιο μεγάλος στέκεις,
Φεντερίκο.
Από τη συλλογή Ουράνια στάχυα (1952)