English | Greek |
Abiotic | Αβιοτικός |
Ablation rate | Ρυθμός επιφανειακής διάβρωσης |
Abortion | Άμβλωση |
Absolute humidity | Απόλυτη υγρασία |
Absolute poverty | Απόλυτη ένδεια (φτώχεια) |
Accelerated method of depreciation | Μέθοδος επιταχυνόμενης απόσβεσης |
Acceptable damage | Αποδεκτές επιπτώσεις, αποδεκτές επιπτώσεις ζημίας |
Acceptable fire risk | Αποδεκτός κίνδυνος πυρκαγιάς |
Acceptance theory of authority | Θεωρία παραδοχής της εξουσίας |
Acclimation | Εγκλιματισμός |
Accountability | Ευθύνη, λογοδοσία |
Accumulation | (1) Συσσώρευση, συγκέντρωση, αποθήκευση. (2) Στα οικονομικά, κεφαλαιοποίηση.Accuracy= (1) Ακρίβεια, πιστότητα. (2) Απόλυτη ακρίβεια, στους επιστημονικούς κλάδους όπως τα Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ) και τη χαρτογραφία). (3) Ορθότητα, στη στατιστική |
Acid | Όξινος/η/ο |
Acid deposition | Όξινη απόθεση, όξινες κατακρημνίσεις. Βλ. acid precipitation |
Acid precipitation | Υγρή όξινη απόθεση, όξινες κατακρημνίσεις |
Acid rain | Όξινη βοχή |
Acid solution | Όξινο διάλυμα |
Acid test (or Quick ratio) | Δείκτης άμεσης ρευστότητας (κυρ. όξινο τεστ). Στα οικονομικά, είναι το πηλίκο της διαίρεσης του κυκλοφορούντος ενεργητικού (μειωμένου κατά τα αποθέματα) με τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις |
Acidophilic | Οξύφυλλος/η/ο |
Acquatic | Υδάτινος/η/ο |
Acquired characters | Επίκτητοι χαρακτήρες |
Actinium (Ac) | Ακτίνιο |
Action planning | Σχεδιασμός δράσης |
Activated sludge | Ενεργός ιλύς, οργανικά απόβλητα, ενεργολάσπη, ενεργοποιημένη λάσπη |
Activated sludge system | Βιολογικός καθαρισμός |
Active safety features | Ενεργά χαρακτηριστικά γνωρίσματα ασφάλειας |
Active solar heating system | Σύστημα ενεργούς ηλιακής θερμότητας |
Active space | Δραστικός χώρος |
Activity fuels | Τεχνητά (ανθρωπογενή) καύσιμα |
Aculeate | Κεντρωτό |
Adaptation | Προσαρμογή |
Adaptive | Προσαρμοστικός/η/ο |
Adaptive peak | Προσαρμοστική κορυφή |
Adaptive radiation | Προσαρμοστική (ακτινωτή) διαφοροποίηση, |
Adaptive trait | Προσαρμοστικό χαρακτηριστικό |
Adaptive zone | Προσαρμοστική ζώνη |
Additive effect | Προσθετική δράση |
Ad-hoc committee | Επιτροπή ad hoc, ειδική επιτροπή |
Ad-hocracy | Δράση κατά περίπτωση |
Adiabatic cooling | Αδιαβατική ψύξη |
Administrative adjudication | Διοικητική επιδικαστική απόφαση |
Administrative discretion | Διοικητική διακριτική ευχέρεια |
Administrative procedure | Διοικητική διαδικασία |
Administrative reform | Διοικητική μεταρρύθμιση |
Administrative responsibility | Διοικητική ευθύνη |
Administrative structures | Διοικητικές δομές |
Administrator | Διαχειριστής/τρια, διοικητικό στέλεχος, υπάλληλος διοίκησης |
Adsorption | Προσρόφηση |
Advanced regeneration | Προχωρημένη αναγέννηση. Δέντρα που έχουν εγκατασταθεί φυσικά σαν υπόροφος ώριμης συστάδας και έχουν τη δυνατότητα να αποτελέσουν την επόμενη συγκομιδή μετά την απομάκρυνση της ώριμης συστάδας |
Advanced sewage treatment | Προηγμένο σύστημα επεξεργασίας υγρών αποβλήτων |
Advanced Very High Resolution Radiometer (AVHRR) | Προηγμένο (βελτιωμένο) ραδιόμετρο πολύ υψηλής ανάλυσης, περισσότερο γνωστό με τα αρχικά AVHRR. |
Aeration | Αερισμός |
Aerobic respiration | Αερόβια διαπνοή |
Aerosols | Αερολύματα |
Affluenza | Σπατάλη.Ένοχο συναίσθημα διευθυντικού στελέχους ότι κερδίζει περισσότερα απ΄ ότι αξίζει. Ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια δυσλειτουργική σχέση με τον πλούτο ή τα χρήματα |
Afforestation | Αναδάσωση. Η τεχνητή εγκατάσταση δένδρων σε μια περιοχή όπου δεν υπήρχε πριν δάσος ή καταστράφηκε και δεν είχε τη δυνατότητα να επανακάμψει φυσικά. Αντιπαράβαλε αυτό τον όρο με τους όρους reforestation= αναδάσωση, regeneration= αναγέννηση, natural regeneration= φυσική αναγέννηση και artificial regeneration= τεχνητή αναγέννηση |
Aftercare management | Αναδασωτική διαχείριση, αναδασωτικοί μεταχειρισμοί |
Age polyethism | Ηλικιακός πολυεθισμός |
Age structure | Διάρθρωση κατά ηλικία |
Agencies | Φορείς , γραφεία |
Agency cost | Διαμεσολαβητικό κόστος |
Agenda | Ημερήσια διάταξη |
Agenda 21 | Ατζέντα 21. Ένα πρόγραμμα για την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης (sustainable development), το οποίο υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε.το 1992 στη Σύνοδο Κορυφής του Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας |
Aggradation | Κλιμάκωση |
Aggregation | Συνάθριση |
Aggression | Επιθετικότητα. |
Aggressive approach | Επιθετική προσέγγιση |
Agonistic | Αγωνιστικός/ή/ό |
Agricultural revolution | Αγροκαλλιεργητική επανάσταση |
Agroforestry | Αγροδασοπονία |
AIDS | AIDS ή Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας |
Air attack | (1) Αεροπορική επίθεση. (2) Εναέρια προσβολή |
Air pollutant | Αέριος ρύπος, ρυπαντής |
Air pollution | Ατμοσφαιρική ρύπανση |
Air pollution disaster | Καταστροφή ατμοσφαιρικής ρύπανσης |
Air toxics | Τοξικά αέρια |
Alarm pheromone | Φερομόνη συναγερμού. |
Alate | Πτερωτό |
Albedo | Αλμπίντο, λευκαύγεια |
Alga, pl. algae | Φύκος, φύκι - πληθ. Φύκη, φύκια |
Algal bloom | Φυκώδης άνθιση |
Alien species | Ξένο είδος, ξένα είδη. Βλ. species για παρατηρήσεις |
Alkaline | Αλκαλικός/ή/ό |
Alkalinity | Αλκαλικότητα |
Allele | Αλληλόμορφος/η/ο. |
Allele frequency | Αλληλική συχνότητα |
Alleles | Αλληλόμορφα γονίδια |
Alley cropping | Καλλιέργεια σε λωρίδες |
Allogenic succession | Αλλογενής διαδοχή |
Allogrooming | Αλλοπεριποίηση |
Allometric growth | Αλλομετρική αύξηση |
Allometry | Αλλομετρία |
Alloparent | Αλλογονέας |
Alloparental care | Αλλογονική φροντίδα |
Allopatric | Αλλοπάτριοι |
Allopolyploidy | Αλλοπολυπλοειδία |
Allowable burned area | Επιτρεπόμενη καμμένη έκταση |
Allozygous | Αλλόζυγα |
Allozyme | Αλλοένζυμο. Ο ορθότερος όρος θα ήταν αλληλοένζυμο |
Alpha | Άλφα. Το άτομο που έχει την υψηλότερη θέση σε μια ιεραρχία επικράτησης |
Alpha particle | Σωματίδιο α |
Altitude | Υψόμετρο |
Altricial | Φωλεόφιλο |
Altruism | Αλτρουϊσμός |
Aluminum (Al) | Αργίλιο |
Ambient standards | Περιβαλλοντικά πρότυπα, περιβαλλοντικά σταθερότυπα |
Ambiguity | Ασάφεια, αμφισημία |
Ameliorants | Βελτιωτικά εδάφους |
Americium (Am)* | Αμερίκιο. |
Amortization | Τοκοχρεολυτική απόσβεση |
Amphibian | Αμφίβιο |
Anaerobic | Αναερόβιος |
Anaerobic digestion | Αναερόβια αποσύνθεση |
Anaerobic respiration | Αναερόβια αναπνοή |
Anagenesis | Αναγένεση. Ο όρος έχει εισαχθεί από τον Rench για να περιγράψει την προοδευτική εξέλιξη προς ανώτερα ταξινομικά επίπεδα |
Analog signal | Αναλογικό σήμα |
Analogue | Ανάλογη |
Analogy | Αναλογία |
Ancient forest | Αρχαίο δάσος |
Aneyploidy | Ανευπλοειδία |
Animal manure | Ζωϊκή λίπανση |
Animal testing | Δοκιμή σε ζώα, ζωική δοκιμή |
Anisogamy | Ανισογαμία |
Annual | Ετήσιο |
Annuity | Πρόσοδος, στα οικονομικά |
Antennation | Κεραιόψαυση |
Anthropogenic | Ανθρωπογενής |
Antimony (Sb) | Αντιμόνιο |
Antisocial factor | Αντικοινωνικός παράγοντας |
Anti-transpiration agents | Αντι-εξατμισιακές ουσίες |
Apomixis | Απομιξία. Παρθενογενετική αναπαραγωγή στην οποία το άτομο προκύπτει από ένα αγονιμοποίητο ωάριο ή από ένα σωματικό κύτταρο |
Aposematic | Αποσηματικός. Προειδοποιητικός χρωματισμός |
Aposematism | Αποσηματισμός |
Appropriate technology | Κατάλληλη τεχνολογία |
Aquaculture | Υδατοκαλλιέργεια |
Aquatic ecosystem | Υδατικό οικοσύστημα |
Aquatic life zone | Ζώνη υδάτινης ζωής |
Aquifer | Υδροφορέας, υδροφόρος ορίζοντας |
Arable land | Καλλιεργήσιμη γη, καλλιεργήσιμο έδαφος, αροτραίες εκτάσεις |
Arachnid | Αραχνίδιο |
Arbitrage | Αρμπιτράζ. Η εκμετάλευση των προσωρινών διαφορών στις τιμές των διαφόρων αγορών για την αποκόμιση κέρδους. Αυτό γίνεται με την αγορά από τη φθηνή αγορά και την πώληση στην αγορά με τις υψηλότερες τιμές |
Arena | Αρένα |
Argon (Ar) | Αργό |
Arid | Άνυδρος |
Aridification | Ερημοποίηση. Η διαδικασία υποβάθμισης της γης σαν συνέπεια της μεταβολής του κλίματος σε συνθήκες περισσότερο ξηροθερμικές. Σύγκρινε και αντιπαράβαλε αυτό τον όρο με τον όρο desertification= ερημοποίηση |
Army ant | Μυρμήγκι-λεγεωνάριος |
Arsenic (As) | Αρσενικό |
Arthropod | Αρθρόποδο |
Artificial regeneration | Τεχνητή αναγέννηση. Εγκατάσταση νέου δάσους με φύτευση φυταρίων (seedlings) ή τεχνητή σπορά (direct seedling). Αντιπαράβαλε αυτό τον όρο με τους όρους regeneration= αναγέννηση, natural regeneration= φυσική αναγέννηση, και afforestation= αναδάσωση, reforestation= αναδάσωση |
Artificial selection | Τεχνητή επιλογή |
Artiodactyl | Αρτιοδάκτυλο |
Asbestos fibers | Ίνες αμιάντου |
Asexual reproduction | Αφυλετική αναπαραγωγή |
Ash | Τέφρα |
Assembly | Συγκέντρωση |
Assessment | (1) Εκτίμηση. (2) Αξιολόγηση (= evaluation). Βλ. εvaluation για σχόλια |
Assessment and audits | Εκτίμηση και έλεγχοι. |
Assignment | Ανάθεση εργασίας, ανατεθείσα εργασία, μεταβίβαση |
Association | Φοιτοκοινωνία |
Assortative mating | Ομοιοτυπική σύζευξη |
Astatine (At) | Αστάτιο |
Asthma | Άσθμα |
Atmosphere | Ατμόσφαιρα |
Atom | Άτομο |
Atomic number | Ατομικός αριθμός |
Australopithecine | Αυστραλοπίθηκοι |
Authority | Αρχή, εξουσία |
Authority justification | Νομιμοποίηση εξουσίας |
Autocatalysis | Αυτοκατάλυση |
Automimicry | Αυτομιμητισμός |
Autopolyploid | Αυτοπολυπλοειδία. |
Autosomes | Αυτοσώματα. Τα μη φυλετικά χρωμοσώματα |
Autosuccession | Αυτοδιαδοχή |
Autotroph | Αυτότροφος |
Autozygous | Αυτόζυγα |
Auxiliaries | Βοηθητικά |
Average collection period | Μέση περίοδος είσπραξης |
Average payment period | Μέση περίοδος πληρωμής |
Average rate of return (ARR) | Μέση αποδοτικότητα |
Backburn | Αντιφωτιά. Ελεγχομένη φωτιά που ανάβει κανείς αντίθετα στην κατεύθυνση του ανέμου |
Backfire | Αντιπύρ. Φωτιά που ανάβει κανείς για την καύση βλάστησης μέσα στη ζώνη επιχειρησιακού ελέγχου για τον περιορισμό ή την ανάσχεση μιας γρήγορα εξαπλούμενης φωτιάς |
Background extinction | Απαλοιφή, εξαφάνιση υποβάθρου |
Background radiation | Ακτινοβολία υποβάθρου, ακτινοβολία υποστρώματος ή περιβάλλοντος |
Backing fire | Οπισθοδρομική καύση |
Bacterium, pl.bacteria | Βακτηρίδιο, βακτήριο – πληθ. βακτηρίδια, βακτήριο |
Balance of payments | Ισοζύγιο πληρωμών |
Balance sheet | Ισολογισμός |
Balanced herbivory | Ισορροπημένη χορτοφαγία |
Band | Παρέα |
Banker’s acceptance | Τραπεζική συναλλαγματική |
Bankruptcy cost | Κόστος πτώχευσης |
Bareroot seedling | Γυμνόριζα φυτάρια |
Barium (Ba) | Βάριο |
Barrier islands | Νησιωτικό φράγμα, φράγμα από νησιά |
Barrier reef | Κοραλλιογενής ύφαλος |
Basal sprouting | Πρεμνοβλάστηση. Η έκπτυξη βλαστών από οφθαλμούς του τμήματος της βάσης των δέντρων |
Base | Βάση |
Baseline | Γραμμή βάσης |
Baseline information | Βασική πληροφόρηση, βασικές πληροφορίες. |
Base-load power plant | Εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας φορτίου βάσης |
Basic fuel model | Βασικό μοντέλο καυσίμου |
Basic productivity | Βασική παραγωγικότητα |
Basic solution | Βασικό διάλυμα |
Basis | Βάση. Στα οικονομικά, η διαφορά ανάμεσα στην τιμή τοις μετρητοίς (τρέχουσα τιμή) ενός χρηματοοικονομικού προϊόντος και την τιμή άσκησης του προθεσμιακού συμβολαίου |
Beating up | Φροντίδα αναδάσωσης |
Bed load | Χονδρά υλικά αποθέσεως |
Behavioural biology | Συμπεριφοριστική βιολογία |
Behavioural scaling | Συμπεριφοριστική διαβάθμιση |
Benchmarking | Συγκριτική στάθμιση απόδοσης |
Beneficiation | Εμπλουτισμός |
Benefit-cost analysis | Ανάλυση οφέλους-κόστους |
Benthic plants | Βενθικά φυτά |
Benthos | Βένθος. Οργανισμοί που ζουν στον πυθμένα της θάλασσας είτε πάνω είτε μέσα σε ιζήματα |
Berkelium (Bk)* | Mπερκέλιο |
Beryllium (Be) | Βηρύλλιο |
Best management practice | Καλύτερη διοικητική (διαχειριστική) πρακτική |
Best practice | Βέλτιστη πρακτική |
Beta | Βήτα. Εύρος διακύμανσης. Στα οικονομικά, είναι η διακύμανση ενός χρεογράφου σε σχέση με τη διακύμανση ενός χαρτοφυλακίου της αγοράς. Αν η διακύμανση της αγοράς είναι ίση με 1, τα περιουσιακά στοιχεία με εύρος διακύμανσης >1 έχουν μεγαλύτερη διακύμανση από τα περιουσιακά στοιχεία με εύρος διακύμανσης <1 |
Beta particles | Σωματίδια βήτα |
Bioaccumulation | Βιοσυσσώρευση |
Biochemical cycle | Βιοχημικός κύκλος |
Biochemical oxygen demand (BOD) | Βιοχημικά απαιτούμενο οξυγόνο |
Biocide | Βιοκτόνο |
Bioconversion | Βιοκατεργασία, βιομετασχηματισμός |
Biodegradable | Βιοδασπώμενος/η/ο ή βιοδιασπάσιμος/η/ο |
Biodegradable pollutant | Βιοδασπώμενος (βιοδιασπάσιμος) ρύπος (ρυπαντής) |
Biodiversity | Bιοποικιλότητα, βιολογική ποικιλότητα |
Biofuel | Βιοκαύσιμο |
Biogas | Βιοαέριο |
Biogeochemical cycles | Βιογεωχημικοί κύκλοι |
Biological community | Βιολογική κοινότητα |
Biological control | Βιολογικός έλεγχος |
Biological diversity | Βιολογική ποικιλότητα |
Biological evolution | Βιολογική εξέλιξη |
Biological nutrient removal | Βιολογική θρεπτική αφαίρεση |
Biological pest control | Βιολογικός έλεγχος ζιζανίων |
Biological species concept | Βιολογική έννοια ειδών |
Biological treatment | Βιολογική επεξεργασία |
Biological wealth | Βιολογικός πλούτος |
Biomagnification | Βιομεγέθυνση |
Biomass | Βιομάζα |
Biomass energy | Ενέργεια βιομάζας |
Biomass fuels | Καύσιμα βιομάζας |
Biomass pyramid | Πυραμίδα βιομάζας |
Biomes | Μεγαδιαπλάσεις |
Bioremediation | Βιοθεραπεία |
Biosolids | Οργανικά απόβλητα |
Biosphere | Βιόσφαιρα. |
Biosphere reserves | Περιβαλλοντικά προστατευόμενες περιοχές βιόσφαιρας |
Biota | Έμβια όντα |
Biotechnical stabilisation | Βιοτεχνική (φυτοτεχνική) σταθεροποίηση εδάφους |
Biotechnology | Βιοτεχνολογία |
Biotic | Βιοτικός |
Biotic community | Βιοκοινότητα |
Biotic potential | Βιοτική δυναμική (δυνατότητα) |
Biotic structure | Βιοτική δομή |
Birch | Σήμυδα |
Birth control | Έλεγχος των γεννήσεων. |
Birth rate | Ρυθμός γεννήσεων |
Bismuth (Bi) | Βισμούθιο |
Bit | Μπιτ |
Bitumen | Άσφαλτος, πίσσα |
Black ash | Μαύρη τέφρα |
Blow downs | Ανεμοριψίες |
Blow-up explosive | Έκρηξη πυρκαγιάς (ξέσπασμα) |
Blue water | Υγρό νερό |
Blue water flow | Ροή υγρού νερού |
Bohrium (Bh)* | Μπόριο |
Bond | Ομολογία, ομόλογο |
Bond market | Αγορά ομολογιών (ομολόγων) |
Bonding | Δεσμός |
Bond-rating agencies | Γραφεία αξιολόγησης και κατάταξης χρεογράφων |
Book value of a firm | Λογιστική αξία επιχείρησης |
Book value weights | Σταθμικοί (σταθμισμένοι) συντελεστές λογιστικής αξίας |
Boron (B) | Βόριο |
Borrow areas | Λατομεία (χώροι) αδρανών υλικών για την κατασκευή έργων |
Bottle law (bottle bill) | Νόμος μπουκαλιών. Ένας νόμος που επιτρέπει την ανακύκλωση ή την επαναχρησιμοποίηση των εμπρορευματοποιήσιμων μπουκαλιών |
Bottom-Up planning | Σχεδιασμός από τη βάση προς την κορυφή |
Bounded rationality | Περιορισμένος, δεσμευμένος ορθολογισμός |
Break-even approach | Προσέγγιση σημείου ισορροπίας. Χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς για τον καθορισμό της αποδοτικότητας της επιχείρησης |
Breeder nuclear fission reactor | Αντιδραστήρας πυρινικής διάσπασης |
Breeder reactor | Αναπαραγωγικός αντιδραστήρας. Πυρηνικός αντιδραστήρας που παράγει περισσότερο σχάσιμο υλικού από αυτό που καταναλώνει ως καύσιμο. |
Broadleaf deciduous plants | Πλατύφυλλα φυλλοβόλα φυτά |
Broadleaf evergreen plants | Πλατύφυλλα αειθαλή φυτά |
Broad-spectrum pesticides | Φυτοφάρμακα ευρέος φάσματος |
Bromine (Br) | Βρώμιο |
Brood | Γενιά |
Brood cell | Θύλακας νεογνών |
Brownfields | Περιβαλλοντικά υποβαθμισμένες περιοχές. Εγκαταλειμμένες ή υποαπασχολούμενες βιομηχανικές και εμπορικές εγκαταστάσεις των οποίων η περαιτέρω ανάπτυξη εμποδίζεται λόγω της πραγματικής ή αντιληπτής χημικής μόλυνσης |
Brush | Δασικές εκτάσεις |
Brush-fire | Πυρκαγιά δασικής έκτασης |
Brushing | Εκθαμνεύσεις |
BTU (British thermal unit) | Βρετανική θερμική μονάδα. Το ποσό θερμότητας που απαιτείται για να αυξήσει τη θερμοκρασία ενός κυβικού νερού κατά ένα βαθμό Farenheit |
Bucking | Ανάκτηση ζημιών |
Budding | Εκβλάστηση |
Budgetary | διαχειριστικός/ή/ό, ελεγχτικός/ή/ό, χρηματοδοτικός/ή/ό |
Budgetary control | Προγραμματικός έλεγχος |
Budgetary units | Μονάδες προϋπολογισμού |
Budgetary year | Διαχειριστική περίοδος (χρήση), οικονομικό έτος |
Budgeting resources | Προϋπολογισμός πόρων |
Buffer | (1) Ρυθμιστικό διάλυμα, ρυθμιστής του ph. (2) Απομονωτής, στη μηχανική |
Buffer strip | Προστατευόμενη ζώνη. |
Buffering capacity | (1) Ρυθμιστική ικανότητα του διαλύματος. (2) Απομονωτική ικανότητα, στη μηχανική |
Build-up | Συσσώρευση |
Bulk density | Πυκνότητα όγκου |
Bulk density of the fuelbed | Πυκνότητα όγκου στρώματος καυσίμου |
Buoyancy | Άνωση |
Bureaucratic power | Γραφειοκρατική εξουσία |
Bureaucratic tenacity | Γραφειοκρατική συνεκτικότητα, ανθεκτικότητα |
Burn | Καψάλα. Συνώνυμο του όρου επίσης burned area= καμένη έκταση |
Burned area | Καμμένη έκταση. Συνώνυμο του όρου επίσης burn= καψάλα |
Burning index | Δείκτης καυσιμότητας (Δ.Κ.) |
Burnout time | Χρόνος καύσης |
Bush-fire | Πυρκαγιά δασικής έκτασης |
Cadmium (Cd) | Κάδμιο |
Calcium (Ca) | Ασβέστιο |
Californium (Cf)* | Καλιφόρνιο |
Call option | Δικαίωμα αγοράς |
Call option buyer | Αγοραστής δικαιώματος προαίρεσης αγοράς |
Call price | Τιμή εξαγοράς |
Calorie | Θερμίδα |
Calsium salts | Άλατα ασβεστίου |
Campfire | Φωτιά από εκδρομείς ή κατασκηνωτές |
Canalization | Τροχιοδρόμηση |
Cancer | Καρκίνος |
Candle | Λαμπάδιασμα |
Canid | Κυνίδης |
Canopy closure | Συγκόμωση |
Capacity | (1) Δυνατότητα, δυναμικότητα. (2) Xωρητικότητα |
Capillary water | Τριχοειδές ύδωρ, ύδωρ του τριχοειδούς. Ύδωρ που προσκολλάται σε μικρούς πόρους, ρωγμές και διαστήματα, ενάντια στο νόμο της βαρύτητας (π.χ. ύδωρ που κρατιέται στο σφουγγάρι) |
Capital | Κεφάλαιο |
Capital account | Ισοζύγιο κίνησης κεφαλαίων |
Capital appreciation | Ανατίμηση (υπεραξία) κεφαλαίου |
Capital Asset Pricing Model (CAPM) | Μοντέλο Αποτίμησης Κεφαλαιουχικών Αγαθών |
Capital assets | Πάγια στοιχεία |
Capital budget (budgeting) | Πρόγραμμα (προϋπολογισμός) επενδύσεων ή δαπανών |
Capital expenditures | Καφαλαιουχικές δαπάνες |
Capital gain | Κεφαλαιουχικό κέρδος |
Capital impairment rule | Κανόνας της μείωσης του κεφαλαίου |
Capital lease | Κεφαλαιουχική μίσθωση |
Capital structure | Διάρθρωση κεφαλαίου, κεφαλαιουχική διάρθρωση |
Capitalism | Καπιταλισμός |
Capitalization | Κεφαλαιοποίηση |
Capitalization rate | Δείκτης (επιτόκιο) κεφαλαιοποίησης |
Capitalized earnings | Κεφαλαιοποιημένα κέρδη |
Carbon (C) | Άνθρακας |
Carbon cycle | Κύκλος του άνθρακα |
Carbon dioxide | Διοξείδιο του άνθρακα |
Carbon monoxide | Μονοξείδιο του άνθρακα |
Carbon sinks | Αποθήκες άνθρακα |
Carbon tax | Φόρος άνθρακα |
Carbon tetrafluoride | Τετραφθοράνθρακας |
Carbonic acid | Ανθρακικό οξύ |
Carcinogen | Καρκινογόνοs/a/o |
Carcinogenic | Καρκινογόνος/a/o |
Career path | Σταδιοδρομία |
Carnivore | Σαρκοφάγο ζώο |
Carrying capacity (K) | (1) Φέρουσα ικανότητα. (2) Φέρουσα χωρητικότητα. (3) Ζωοχωρητικότητα, φόρτος βόσκησης |
Cartagena Protocol | Πρωτόκολλο της Καρχηδόνας. Μια διεθνής συμφωνία η οποία διέπει το εμπόριο των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Το Πρωτόκολλο της Καρχηδόνας υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 2000 |
Carton | Χαρτόνι |
Case-study technique | Τεχνική μελέτης περιπτώσεων |
Cash cycle | Ταμειακός κύκλος |
Cash flow | Ταμειακή ροή |
Cash turnover | Ταμειακός κύκλος εργασιών |
Caste | Κάστα |
Castings | Ρίψεις. Οι σβόλοι πλούσιου φυτοχώματος που είναι αποτέλεσμα της δραστηριότητας γαιοσκωλήκων |
Catalyst | Καταλύτης |
Catalytic converter | Καταλυτικός μετατροπέας |
Catarhins | Κατάρρινοι |
Catastrophic fire | Καταστροφική πυρκαγιά |
Catchement area | Υδρολογική λεκάνη |
Category | Κατηγορία |
Catena | Αλυσίδα (Cadena). Επαναλαμβανόμενη αλληλουχία εδαφικών προφίλ η οποία σχετίζεται και συσχετίζεται γεωγραφικά με εδαφικά χαρακτηριστικά |
Causal society or group | Περιστασιακή κοινωνία ή ομάδα |
Causes of fires | Αίτια πυρκαγιών |
Cavern | Υπόγειο σπήλαιο με δάπεδο από σκύρα |
CC (Cost of capital) | Κόστος κεφαλαίου |
Cell | Κύτταρο |
Cell respiration | Αναπνοή κυττάρων |
Cellulose | Κυτταρίνη |
Center pivot irrigation | Άρδρευση με τεχνητή βροχή, άρδευση με κεντρικό άξονα |
Central nervous system (CNS) | Κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ) |
Centralisation | Συγκεντρωτισμός, συγκέντρωση, συγκεντρωποίηση |
Centrally planned economy | Κεντρικά προγραμματισμένη οικονομία |
Cercopithecoid | Κερκοπιθηκοειδείς |
Ceremony | Τελετή |
Cerium (Ce) | Δημήτριο |
Certainty equivalent factor | Συντελεστής ισοδυνάμου βεβαιότητας |
Certification | Πιστοποίηση, επάρκεια |
Cesium (Cs) | Καίσιο |
CFCs | Βλ. Chlorofluorocarbons |
Chain reaction | Αλυσιδωτή αντίδραση |
Channelization | Διοχέτευση |
Channelized | Διοχετευμένος |
Chaos | Χάος |
Char | Καρβουνιά. Ο άνθρακας που απομένει όταν τα πτητικά στοιχεία ενός στερεού καυσίμου απομακρυνθούν με θέρμανση |
Character | Χαρακτήρας |
Character displacement | Μετάθεση (μετατόπιση) χαρακτήρα |
Chemical | Χημικό |
Chemical barrier | Χημικό εμπόδιο |
Chemical change | Χημική μεταβολή |
Chemical energy | Χημική ενέργεια |
Chemical evolution | Χημική εξέλιξη |
Chemical formula | Χημικός τύπος |
Chemical kinetics | Χημική κινητική. Η μελέτη της ταχύτητας και κατεύθυνσης των χημικών διεργασιών |
Chemical reaction | Χημική ένωση |
Chemical technology | Χημική τεχνολογία |
Chemistry-influenced combustion | Χημική καύση |
Chemosynthesis | Χημειοσύνθεση |
Chipping | Θρυμματισμός |
Chlorinated hydrocarbons | Χλωριωμένοι υδρογονάνθρακες |
Chlorination | Χλωρίωση |
Chlorine | Xλώριο |
Chlorine (Cl) | Χλώριο |
Chlorine cycle | Κύκλος χλώριου. Στη στρατόσφαιρα, μια κυκλική χημική διαδικασία στην οποία το μονοξείδιο του χλωρίου διασπά το όζον |
Chlorine monoxide | Μονοξείδιο του χλωρίου |
Chlorofluorocarbons (CFCs) | Χλωροφλωροάνθρακες (CFCs) |
Chlorophyll | Χλωροφύλλη |
Chromium (Cr) | Χρώμιο |
Chromosome | Χρωμόσωμα |
Chronospecies | Χρονοείδος ή χρονοείδη. Για την ελληνική απόδοση του chronospecies, βλ. species= είδος ή είδη |
Circadian rhythm | Ημερήσιος ρυθμός |
Citizen participation | Συμμετοχή πολιτών |
Citizen’s Chart | Χάρτης Δικαιωμάτων του πολίτη |
Civil servant | (1) Δημόσιος υπάλληλος (= public servant). (2) Δικαστικός κλητήρας, επιμελητής δικαστικός, δημόσιος δικαστικός υπάλληλος |
Civil service | Δημόσια υπηρεσία |
Civil service regulations | Κανονισμοί δημοσίων υπηρεσιών |
Civil Services Reform Act | Πράξη διοικητικής μεταρρύθμισης, πράξη μεταρρύθμισης δημοσίων υπηρεσιών |
Civil society | Κοινωνία των πολιτών |
Civil suit | Άσκηση αστικών αξιώσεων |
Clade | Κλάδος |
Cladistic | Κλαδιστική |
Cladogenesis | Κλαδογένεση |
Cladogram | Κλαδόγραμμα |
Clan | Κλαν. Όρος της κοινωνικής ανθρωπολογίας που δηλώνει κοινωνικά σύνολα, των οποίων τα μέλη συνδέονται με δεσμούς μονογραμμικής (πατρογραμμικής ή μητρογραμμικής) καταγωγής |
Clarifier tank | Δεξαδεμενή καθίζησης |
Class | Ομοταξία |
Class action suit | Κατηγορία προσφυγών |
Claustral colony founding | Κλειστή ίδρυση αποικίας |
Clay | Άργιλος, πηλός |
Clear-cutting | Καθαρή κοπή. Στη δασονομία, το κόψιμο κάθε δέντρου, αφήνοντας την περιοχή απολύτως καθαρή |
Cleistogamy | Κλειστογαμία |
Clientele effect | Φαινόμενο των ευκαιριακών επενδυτών |
Climate | Κλίμα |
Climate change | Αλλαγή κλίματος |
Climate change | Κλιματική αλλαγή |
Climax ecosystem | Οικοσύστημα αποκορυφώματος |
Cline | Κλινές |
Clone | Κλώνος |
Closed system | Κλειστό κύκλωμα |
Clutch | Γέννα. Ο αριθμός των αυγών που αποθέτει κάθε φορά το θηλυκό |
Coal | Άνθρακας, γαιάνθρακας (κοινώς, κάρβουνο) |
Coal gasification | Αεριοποίηση άνθρακα |
Coal liquefaction | Υγροποίηση (ρευστοποίηση) άνθρακα |
Coastal wetland | Παράκτιος υγρότοπος |
Coastal zone | Παράκτια ζώνη |
Cobalt (Co) | Κοβάλτιο |
Code of ethics | Κώδικας ηθικής |
Coefficient of consanguinity | Συντελεστής ομοαιμίας |
Coefficient of kinship | Συντελεστής συγγένειας |
Coefficient of relationship | Συντελεστής σχέσης |
Coefficient of Variation (C.V.) | Συντελεστής ποικιλότητας, συντελεστής μεταβλητότητας, συντελεστής διακύμανσης, συντελεστής μεταβολής |
Coevolution | Συνεξέλιξη |
Cogeneration | Συμπαραγωγή |
Cohort | Κλάση, ομάδα πληθυσμού, κοόρτη, ομάδα ανθρώπων που έζησαν μαζί ένα γεγονός, ομάδα ηλικιών |
Cold front | Ψυχρό μέτωπο |
Colloidal | Κολλοειδής κατάσταση |
Colonisers | Αποικιστές. Φυτά ή ζώα τα οποία εγκαθίστανται σε μια περιοχή |
Colony | Αποικία |
Colony fission | Διάσπαση αποικίας |
Colony odour | Οσμή αποικίας |
Comb (of cells or cocoons) | Κυψέλη (θυλάκων ή κουκουλιών) |
Combined-cycle natural-gas unit | Μονάδα φυσικού αερίου συνδυασμένων-κύκλων |
Combining functions | Συνδεόμενες λειτουργίες |
Combustibility | Καυσιμότητα. Η σχετική ευκολία της εξάπλωσης της πυρκαγιάς σε ένα είδος δασικού καυσίμου υπό ελεγχόμενες συνθήκες |
Combustion | Καύση |
Command-and-control strategy | Στρατηγική εντολής-και-ελέγχου |
Commensalism | Κομενσαλισμός, ομοσιτισμός |
Commercial extinction | Εμπορική απόσβεση |
Commercial forest land | Βιομηχανικό δάσος |
Commercial paper | Βραχυπρόθεσμο αξιόγραφο |
Commercialisation | Εμπορευματοποίηση |
Common equity | Μετοχικό κεφάλαιο |
Common-property resource | Κοινοτικός πόρος |
Commons, common pool resources | Τα κοινά, κοινοί πόροι, πόροι κοινής χρήσης. Πόροι (συνήθως φυσικοί) που τους μοιράζονται πολλοί άνθρωποι ή που δεν τους κατέχει κανένας και είναι ανοικτοί στην εκμετάλλευση, π.χ. ο αέρας ή οι ανοικτοί ωκεανοί |
Communal | Κοινοτική |
Communication | Επικοινωνία |
Community | Κοινότητα |
Community development | Ανάπτυξη κοινότητας |
Compaction | Συμπίεση. (1) Στο χώμα, είναι η συμπίεση που μειώνει τον αερισμό του χώματος και τη διείσδυση και μικραίνει έτσι την ικανότητα του χώματος να υποστηρίξει τα φυτά. (2) Στα απορρίμματα, είναι η συμπίεση των απορριμμάτων για να μειωθεί ο χώρος που απαιτούν |
Compensating balance | Αντισταθμιστικό υπόλοιπο |
Compertmentalization | Διαμερισματοποίηση |
Competence | Επάρκεια προσόντων, ικανότητα |
Competing vegetation | Ανταγωνιστική βλάστηση |
Competition | Ανταγωνισμός |
Competitive exclusion | Ανταγωνιστικός αποκλεισμός |
Competitive exclusion principle | Αρχή του ανταγωνιστικού αποκλεισμού |
Competitiveness | Ανταγωνιστικότητα |
Composite signal | Σύνθετο σήμα |
Composition | Σύνθεση βλάστησης |
Compost | Κομπόστ. Λίπανση, λίπασμα |
Composting / Compost | Λιπασματοποίηση, κομπόστ, λίπανση, λίπασμα |
Composting toilet | Τουαλέτα λίπανσης |
Compound | Ένωση |
Compound index | Σύνθετος τόκος |
Concentration | (1) Συγκέντρωση. (2) Συμπύκνωση. (3) Εμπλουτισμός μεταλλεύματος |
Concerted evolution | Εναρμονισμένη εξέλιξη. |
Condensation | Συμπύκνωση, υγροποίηση. Συνώνυμο του liquefaction= υγροποίηση και αντίθετο του evaporation= εξάτμιση |
Condensation-nuclei counter | Μετρητής πυρήνων συμπύκνωσης, πυρηνικός απαρριθμητής δια συμπυκνώσεως |
Conditions | Όροι. Στο περιβάλλον, οι αβιοτικοί παράγοντες (π.χ. θερμοκρασία) που ποικίλλουν στο χρόνο και στο χώρο, αλλά δεν καταναλώνονται από τους οργανισμούς |
Confirmed letter of credit | Βεβαιωμένη εχέγγυα πίστωση |
Conflagration | Παρανάλωμα, πυρκαγιά μεγάλων διαστάσεων |
Conflict | Σύγκρουση |
Conflict of interest | Σύγκρουση συμφερόντων |
Confusion technique | Τεχνική σύγχυσης |
Coniferous evergreen plants | Κωνοφόρα αειθαλή φυτά |
Coniferous tree | Κωνοφόρο δένδρο |
Connectedness | Συνεκτικότητα |
Connectivity | Συνδετικότητα |
Conservation | (1) Διατήρηση. Η διαχείριση ενός πόρου με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσει να παρέχει το μέγιστο όφελος στους ανθρώπους μακροπρόθεσμα. (2) Αποταμίευση ενέργειας. Στην ενέργεια, η αποταμίευση ενέργειας συνεπάγεται όχι μόνο την μείωση της χρήσης της θέρμανσης, του κλιματισμού, του φωτισμού, της μεταφοράς, αλλά και της αύξησης της αποδοτικότητας της ενεργειακής χρήσης |
Conservation biology | Βιολογία της διατήρησης |
Conservation-tillage farming | Διατήρηση – επιφανειακή καλλιέργεια, ελαφρύ όργωμα |
Conservative approach | Συντηρητική προσέγγιση |
Conspecific | Ομοειδικό |
Constancy | Παρουσία, εμφάνιση (= frequency= συχνότητα) |
Consumers | Καταναλωτές. Σε ένα οικοσύστημα, εκείνοι οι οργανισμοί που αντλούν την ενέργειά τους τρεφόμενοι με άλλους οργανισμούς ή τα προϊόντα τους |
Consumptive use | Μη ανακτήσιμη χρήση. Βλ. consumptive water use= μη ανακτήσιμη χρήση νερού |
Consumptive water use | Μη ανακτήσιμη χρήση νερού, δηλ. νερό που καταναλώτεται και δεν μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί |
Contagion index | Δείκτης συνοχής |
Container seedling | Βωλόφυτο. Σπορόφυτο μεγαλωμένο σε μικρό δοχείο με μπάλα εδάφους και σε ελεγχόμενο περιβάλλον. Βλ. plug= βωλόφυτο |
Containment building | Κτήριο συγκράτησης. |
Contamination | Μόλυνση |
Contingency approach | Ενδεχομενική προσέγγιση, προσέγγιση αβέβαιων, έκτακτων ή συμπτωματικών περιστατικών |
Contingency payments | Απρόβλεπτες αμοιβές |
Contour farming | Περιμετρική άροση |
Contraceptive | Αντισυλληπτικό |
Contractual obligations | Συμβατικές υποχρεώσεις |
Contribution margin | Οριακή συνεισφορά μεταβλητού κόστους |
Control chart | Διάγραμμα ελέγχου |
Control line | Γραμμή ελέγχου |
Control rods | Ράβδοι ελέγχου |
Controlled burning | Ελεγχόμενη πυρκαγιά |
Controlling | Ελεγκτική λειτουργία, έλεγχος. |
Convection | Επαγωγή, κατακόρυφη μεταφορά ρεύματος αέρα, μεταπήδηση |
Convection column | Επαγωγική στήλη. |
Convection on Biological Diversity | Μεταπήδηση στη βιολογική ποικιλομορφία |
Convention on Trade in Endangered Species (CITES) | Συνθήκη σχετικά με το εμπόριο για τα απειλούμενα υπό εξαφάνιση είδη (CITES)= Μια διεθνής συνθήκη που παρέχει μερική προστασία σε απειλούμενα ή υπό εξαφάνιση είδη με τον περιορισμό του εμπορίου σε εκείνα τα είδη ή τα προϊόντα τους |
Conventional behaviour | Συμβατική συμπεριφορά |
Conventional-tillage farming | Συμβατική επιφανειακή καλλιέργεια, συμβατικό ελαφρύ όργωμα |
Convergence | Σύγκλιση |
Convergent evolution | Συγκλίνουσα εξέλιξη |
Convergent plate boundary | Όριο συγκλινουσών πλακών |
Conversion premium | Προσαύξημα μετατροπής. |
Conversion price | Τιμή μετατροπής |
Conversion rate | Αξία μετατροπής. |
Conversion ratio | Δείκτης μετατροπής |
Conversion value | Αξία μετατροπής |
Convertible bond | Μετατρέψιμη ομολογία |
Conveyor system | Σύστημα μεταφορέων |
Cooling tower | Πύργος ψύξης |
Cooperation | Συνεργασία |
Coordination | Συντονισμός |
Coordination | Συντονισμός. |
Copper (Cu) | Χαλκός |
Coppice (coppicing) | Πρεμνοβλάστηση |
Coral reef | Κοραλλιογενής ύφαλος |
Core | Πυρήνας |
Core area | Πυρήνας περιοχής, κεντρική περιοχή. Η περιοχή που χρησιμοποιείται συχνότερα και πιο τακτικά από άλλες περιοχές μιας ευρύτερης περιοχής. Δηλ. η κεντρική περιοχή ενός τόπου |
Core competencies | Βασικές ικανότητες, βασικές αρμοδιότητες, βασικά πλεονεκτήματα |
Cormidium | Κορμίδιο |
Corporate culture | Εταιρική κουλτούρα |
Corporation | Ανώνυμη εταιρία. Κεφαλαιουχική επιχείρηση |
Correlation | Συσχέτιση |
Correlation coefficient | Συντελεστής συσχέτισης |
Corridor | Διάδρομος |
Corridor vegetation | Διάδρομος βλάστησης |
Corrosion | Διάβρωση |
Cosmetic spraying | Καλλυντικός ψεκασμός |
Cost of capital (CC) | Κόστος κεφαλαίου |
Cost-benefit analysis | Ανάλυση κόστους–κέρδους, ανάλυση κόστους-οφέλους. Αυτός ο όρος συνήθως αναφέρεται σε οικονομικές μελέτες |
Cost-benefit ratio/benefit-cost ratio | Αναλογία κόστους – κέρδους, αναλογία κόστους-οφέλους |
Cost-effective | Οικονομικά αποδοτικός |
Counteracting selection | Αντενεργούσα επιλογή |
Coupled general circulation model | Συνδεμένο γενικό πρότυπο κυκλοφορίας |
Coupling | Σύζευξη. Στην εξελικτική βιολογία, η ύπαρξη ενός γαμέτη ή χρωμοσώματος σε δύο ή περισσότερους γενετικούς τόπους αλληλομόρφων, τα οποία με κάποιο τρόπο θεωρούνται παρόμοια (π.χ. και τα δύο αγρίου τόπου, μεταλλαγμένα) |
Coupon rate | Επιτόκιο τοκομεριδίου ομολογίας |
Covalent bond | Ομοιοπολικός δεσμός. |
Covariance | Συνδιακύμανση, συνδιασπορά |
Cover type | Βλάστηση (δασική). Αναφορά σε σύμπλεγμα βλάστησης με την περιγραφή των κυρίαρχων ειδών, της ηλικίας τους και της δασοκομικής τους μορφής |
Cracking | Διάσπαση |
Credit associations | Πιστωτικές ενώσεις |
Creep | Ερπυσμός. Η αργή μετατόπιση μάζας εδάφους κατά τη διεύθυνση της κλίσης από μερικά μέτρα μέχρι μερικές εκατοντάδες μέτρων |
Creeping fire | Έρπουσα πυρκαγιά |
Criteria pollutants | Ρύποι κριτήρια |
Critical level | Κρίσιμο επίπεδο |
Critical mass | Κρίσιμη μάζα |
Critical number | Τιμή-κατώφλι, κρίσιμος αριθμός |
Critical wildfire habitat | Κρίσιμος οικότοπος άγριας ζωής |
Crop | Σοδειά |
Crop rotation | Αμειψισπορά |
Cropland | Αγρός |
Crown coverage | Συγκόμωση |
Crown fires | Επικόρυφη πυρκαγιά |
Crown scorch | Καψάλισμα κόμης |
Crude birthrate | Ακατέργαστος ρυθμός γεννήσεων. Αριθμός γεννήσεων ανά 1.000 άτομα ετησίως |
Crude death rate | Ακατέργαστο ποσοστό θανάτου. Αριθμός θανάτων ανά 1.000 άτομα ετησίως |
Crude oil | Αργό πετρέλαιο |
Crusting | Κρουστοποίηση |
Cultivar | Ποικιλία. |
Cultivation | Καλλιέργεια |
Cultural control | Πολιτιστικός έλεγχος. Παραδείγματος χάριν, ο ψεκασμός του σπιτιού με τα εντομοκτόνα για να σκοτώσει τις μύγες είναι χημικός έλεγχος η τοποθέτηση των οθονών στα παράθυρα για να κρατήσει τις μύγες είναι έξω ένας πολιτιστικός έλεγχος |
Cultural eutrophication | Ανθρωπογενής (πολιτισμικός) ευτροφισμός |
Culture | Κουλτούρα , πολιτισμός |
Culture management | Διαχείριση κουλτούρας |
Curium (Cm)* | Κούριο |
Current account | Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών |
Current expenditures | Τρέχουσες δαπάνες |
Current ratio | Δείκτης κυκλοφοριακής ρευστότητας |
Customer focus | Επικέντρωση στον πελάτη (= customer orientation) |
Customer orientation | Προσανατολισμός στον πελάτη, πελατοκεντρισμός |
Customer oriented | Πελατοκεντρικός/ή/ό |
Customer satisfaction | Ικανοποίηση πελάτη |
Customer’s delight | Ικανοποίηση πελάτη |
Customer-supplier relationship | Σχέση πελάτη-προμηθευτή |
Cutoff rate | Συντελεστής απόρριψης |
Cyanobacteria | Κυανοβακτήρια |
Dam | Φράγμα |
Danger index | Δείκτης κινδύνου |
Darwinism | Δαρβινισμός |
Dead fuels | Νεκρά καύσιμα |
Dealate | Αποπτερωμένο |
Dealation | Αποπτέρωση |
Dear enemy phenomenon | Φαινόμενο αγαπητού αντιπάλου |
Death rate | Ρυθμός θανάτων |
Debris | Φερτές ύλες |
Debris flow | Κύλισμα υπολειμμάτων |
Debt crisis | Κρίση χρέους |
Debt relief | Ανακούφιση χρέους |
Debt-for-environmernt swap | Μετατροπή χρεών σε οικολογική επένδυση |
Decentralisation | Αποκέντρωση |
Deciduous plants | Φυλλοβόλα φυτά |
Deciduous trees | Φυλλοβόλα δένδρα |
Decision making process | Διαδικασία λήψης αποφάσεων |
Declining tax base | Μειωμένη φορολογική βάση |
Decommissioning | Αφοπλισμός. Όταν εγκαταστάσεις πυρηνικής ενέργειας τίθενται οριστικά εκτός λειτουργίας |
Decomposers | Αποικοδομητές |
Deductive reasoning | Επαγωγικός (συμπερασματικός) λογισμός |
Deep-well injection operation | Έγχυση σε βαθειά φρέατα |
Defendant | Εναγόμενος, κατηγορούμενος |
Deforestation | Αποδάσωση, αποψίλωση |
Degradable pollutant | Διασπάσιμος (διασπώμενος) ρύπος (ρυπαντής) |
Degree of financial leverage | Βαθμός χρηματοοικονομικής εξάρτησης |
Degree of urbanization | Βαθμός αστικοποίησης, αστυφιλίας |
Dehumidifier | Αφυγραντήρας |
Delegation of duties | Εκχώρηση, μεταβίβαση αρμοδιοτήτων |
Deme | Δήμος, εδημικά είδη |
Democratic accountability | Δημοκρατική ευθύνη |
Democratic contol | Δημοκρατικός έλεγχος |
Demographer | Δημογράφος |
Demographic society | Δημογραφική κοινωνία |
Demographic transition | Δημογραφική μετάβαση. Η μετάβαση ενός πληθυσμού από τον όρο ενός υψηλού ρυθμού γεννήσεων και ενός υψηλού ποσοστού θανάτου στον όρο ενός χαμηλού ρυθμού γεννήσεων και ενός χαμηλού ποσοστού θανάτου. Μια δημογραφική μετάβαση μπορεί να προκύψει από την οικονομική ή κοινωνική ανάπτυξη. Τότε, με αυτή την έννοια, το demographic transition έχει σαν συνώνυμο το demographic ageing= δημογραφική γήρανση |
Demography | Δημογραφία |
Dendogram | Δενδρόγραμμα |
Denitrification | Απονιτροποίηση |
Density | Πυκνότητα |
Density dependence | Πυκνοεξάρτηση |
Density-dependent | Εξαρτώμενος/η/ο από την πυκνότητα, πυκνο-εξαρτωμένος/η/ο. |
Depletion | Κένωση, μείωση, εξάντληση |
Depreciation | Απόσβεση |
Dept/capitalization (D/C) ratio | Λόγος οφειλών/κεφαλαιοποίησης |
Dept/equity (D/E) ratio | Δείκτης δανειακής επιβάρυνσης |
Deregulation | (1) Απορρύθμιση. (2) Αρση των ελέγχων |
Desalination | Αφαλάτωση |
Desert | Έρημος |
Desert pavement | Ερημικό λιθόστρωτο |
Desertification | Ερημοποίηση. Υποβάθμιση του εδάφους σε ξηρές, ημίξηρες και ύφυγρες περιοχές που οφείλεται σε διάφορους παράγοντες περιλαμβανομένων των κλιματικών αλλαγών και της ανθρώπινης δραστηριότητας. Σύγκρινε και αντιπαράβαλε τον όρο αυτό με τον όρο aridification= ερημοποίηση |
Desertified | Ερημοποιημένος |
Detergent | Απορρυπαντικό |
Deterministic process | Αιτιοκρατική (ντετερμινιστική) διεργασία. Μια διεργασία που οδηγεί σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα |
Detrimental soil disturbance | Επιβλαβής όχληση του εδάφους |
Detrital food webs | Σαπροφυτικά τροφικά πλέγματα |
Detritus | Νεκρή οργανική ύλη, νεκρό οργανικό υλικό |
Detritus feeders | Σαπροφυτικοί οργανισμοί. Οργανισμοί που διατρέφονται από νεκρή οργανική ύλη |
Deuterium (D; hydrogen-2 | 2H)= Δευτέριο (2 H) |
Developed countries | Αναπτυγμένες χώρες. |
Developing countries | Αναπτυσσόμενες χώρες |
Development of Human Resources | Ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού |
Developmental change | Αναπτυξιακή αλλαγή |
Developmental cycle | Αναπτυξιακός κύκλος |
Devolatilisation | Πτητικότητα |
Dew | Δρόσος |
Dialect | Διάλεκτος |
Differential reproduction | Διαφορική αναπαραγωγή |
Differentiation | Διαφοροποίηση |
Diffusion | Διάχυση |
Diffusivity | Συντελεστής διάχυσης |
Dimorphism | Διμορφισμός |
Dioxin | Διοξίνη |
Diploid | Διπλοειδής |
Direct attack | Άμεση προσβολή |
Direct investment | Άμεση επένδυση |
Direct role | Άμεσος ρόλος |
Direct seedling | Τεχνητή σπορά |
Directional selection | Κατευθύνουσα επιλογή |
Disassortative mating | Μη ομοιοτυπική σύζευξη |
Discount rate | (1) Ποσοστό έκπτωσης. (2) Προεξοφλητικό επιτόκιο |
Discrete signal | (1) Διακριτό σήμα. (2) Ψηφιακό σήμα |
Disinfection | Απολύμανση |
Dispatch | Αποστολή |
Displacement activity | Δραστηριότητα μετατόπισης |
Display | Επίδειξη |
Disruptive selection | Διασπαστική επιλογή |
Dissolved oxygen (DO) | Διαλυμένο οξυγόνο |
Dissolved oxygen (DO) content | Περιεκτικότητα διαλυμένου οξυγόνου |
Distillation | Απόσταξη |
Distraction display | Παραπλανητική επίδειξη |
Distribution of resources | Κατανομή πόρων |
Distributive justice | Διανεμητική δικαιοσύνη |
Disturbance | Διαταραχή, όχληση |
Divergent plate boundary | Όρια αποκλινουσών πλακών |
Diversity | Ποικιλότητα |
Dividend | Μέρισμα |
Dividend income | Εισόδημα από μερίσματα. |
Dividend yield | Μερισματική απόδοση |
Division of work | Καταμερισμός εργασίας |
DNA (DeoxyriboNucleid Acid) | DNA (δεσοξυριβονουκλεϊνικό οξύ). |
Documentary and confirmed letter of credit | Βεβαιωμένη εχέγγυα πίστωση |
Dominance | Κυριαρχία |
Dominance hierarchy (or dominance order) | Ιεραρχία επικράτησης |
Dominance system | Σύστημα επικράτησης |
Dose | Δόση |
Double-declining balance method | Μέθοδος απόσβεσης διπλής απομείωσης υπολοίπου, φθίνουσα μέθοδος απόσβεσης |
Doubling time | Διπλασιασμός του χρόνου |
Drift netting | (1) Παρασυρόμενα δίχτυα, ελεύθερα κινούμενα δίχτυα. (2) Δίχτυα αφρόψαρων |
Drip irrigation | Στάγδην άρδευση, άρδευση σταλαματιά-σταλαματιά |
Drip line | Αλυσίδα αποστράγγισης |
Drone | Κηφήνας |
Drought | Ξηρασία |
Drought code | Κώδικας ξηρασίας |
Drought index | Δείκτης ξηρασίας |
Drylands | Στεριές |
Dubnium (Db)* | Δούβνιο |
Duetting | Ντουέτο |
Duff | Χούμος, φυτόχωμα (= humus) |
Duff layer | Οργανικός ορίζοντας |
Dynamic selection | Δυναμική επιλογή |
Dysprosium (Dy) | Δυσπρόσιο |
Earnings before interest and tax (ΕΒΙΤ) | Μικτά κέρδη |
Earth capital | Κεφάλαιο της Γης |
Earthflow | Γεωλίσθηση |
Earthquake | Σεισμός |
Earth-shelered housing | Γη - η κατοικία |
Earth-sustaining economy | Οικονομία αειφορίας της Γης |
Easement | Ανακούφιση |
Ecdysis | Έκδυση. (α) Η περιοδική απόρριψη της εξωτερικής εφυμενίδας των αρθροπόδων. Στα έντομα και τα καρκινοειδή η έκδυση ελέγχεται από την ορμόνη εκδυσόνη (= ecdysone). (β) Η περιοδική πτώση του εξωτερικού στρώματος της επιδερμίδας των ερπετών (εκτός των κροκοδείλων) ώστε να μπορέσει να αυξηθεί το σώμα τους. Συνώνυμο αυτού του όρου είναι ο όρος molt, moult (ή molting, moulting) |
Ecdysone | Εκδυσόνη. Μια στεροειδής ορμόνη που παράγεται από τα έντομα και τα καρκινοειδή, η οποία διεγείρει την έκδυση (= eckdysis) και τη μεταμόρφωσή τους. Δρα σε μια συγκεκριμένη γονιδιακή θέση διεγείροντας τη σύνθεση πρωτεϊνών που σχετίζονται με αυτές τις σωματικές αλλαγές |
Eclosion | Εκκόλαψη |
Ecological diversity | Οικολογική ποιότητα |
Ecological economist | Οικολογικός οικονομολόγος |
Ecological land-use planning | Οικολογικός σχεδιασμός χρήσης γης |
Ecological niche | Οικοθέση, οικολογικός θώκος. Συχνά ο όρος χρησιμοποιείται πιο ελεύθερα για να περιγράψει το «ρόλο» ενός είδους ή τους πόρους που χρησιμοποιεί |
Ecological pest management | Οικολογική διαχείριση παρασίτων |
Ecological population density | Οικολογική πληθυσμιακή πυκνότητα |
Ecological pressure | Οικολογική πίεση |
Ecological restoration | Οικολογική αποκατάσταση |
Ecological succession | Οικολογική διαδοχή |
Ecologist | Οικολόγος |
Ecology | Οικολογία |
Economic depletion | Οικονομική μείωση |
Economic exclusion | Οικονομικός αποκλεισμός |
Economic order quantity (EOQ) | Ποσότητα οικονομικότερης παραγγελίας |
Economic threshold | Οικονομικό κατώτατο όριο. Η ζημιά που προκαλείται από τα παράσιτα η οποία, για να μειωθεί περισσότερο, θα απαιτούσε τη χρήση των φυτοφαρμάκων που όμως θα έκαναν ακόμα μεγαλύτερη οικονομική ζημιά από εκείνη που προκλήθηκε αρχικά από τα ίδια τα παράσιτα |
Economics of scale | Οικονομίες κλίμακας |
Economy | Οικονομία |
Ecosphere | Οικόσφαιρα |
Ecosystem | Οικοσύστημα |
Ecosystem capital | Κεφάλαιο οικοσυστήματος. Αγαθά και υπηρεσίες που προκύπτουν από τα οικοσυστήματα |
Ecosystem management | Διαχείριση οικοσυστήματος |
Ecosystem sustainability | Αειφορία (βιωσιμότητα) οικοσυστήματος |
Ecotone | Οικοτόνος |
Ecotourism | Οικοτουρισμός |
Ecotype | Οικότυπος |
Edatope | Εδαφότοπος |
Edge effect | (1) Συνοριακή επίδραση. (2) Eπίδραση των άκρων, στη χωρική ανάλυση |
Effective population number | Δραστικό μέγεθος πληθυσμού |
Effective rate of interest | Πραγματικό επιτόκιο |
Effectiveness | Αποτελεσματικότητα |
Efficiency | Αποδοτικότητα |
Efficient frontier | Αποδοτικό όριο |
E-government | Ηλεκτρονική διακυβέρνηση |
Einsteinium (Es)* | Αϊνστάνιο |
El Nino | Ελ Νίνιο |
Electrolysis | Ηλεκτρόλυση. |
Electromagnetic radiation | Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία |
Electromagnetic wave | Ηλεκτρομαγνητικό κύμα |
Electron (e) | Ηλεκτρόνιο |
Element | Στοιχείο |
Embrittlement | (1) Ευθραυστότητα, ψαθυροποίηση |
Emergency | Έκτακτο περιστατικό |
Emergent vegetation | Αναδυόμενη βλάστηση. Υδρόβιες εγκαταστάσεις τα των οποίων χαμηλότερα μέρη είναι κάτω από το ύδωρ, αλλά τα των οποίων ανώτερα μέρη προκύπτουν από το ύδωρ. |
Emigration | Αποδημία |
Emission allowance/standards | Επιτρεπτά όρια / πρότυπα εκπομπής (= discharge permit= άδεια εκβολής, εκφόρτωσης) |
Empathic learning | Συμπαθητική εκμάθηση |
Employee involvement | Συμμετοχή υπαλληλων ( υπαλληλικού προσωπικού) |
Empowerment of personnel | Ενίσχυση (ενδυνάμωση) αρμοδιοτήτων προσωπικού |
Enculturation | Εμπέδωση κουλτούρας |
Endangered species | Απειλούμενα υπό εξαφάνιση είδη. |
Endangered Species Act | Νομοθετική πράξη περί Απειλουμένων υπό εξαφάνιση Ειδών |
Endemic | Ενδημικός/ή/ό. |
Endocrine disrupters | Ενδοκρινικοί αποδιοργανωτές. Οργανικές ενώσεις, όπως τα παρασιτοκτόνα, για τις οποίες υπάρχει η υποψία ότι έχουν την ικανότητα να παρεμβαίνουν στις ορμονικές δραστηριότητες των ζώων |
Endocrine glands | Ενδοκρινείςς αδένες. Οι αδένες που παρασκευάζουν ορμόνες και τις εκκρίνουν απευθείας στην κυκλοφορία του αίματος για να δράσουν σε απομακρυσμένες περιοχές μέσα στο σώμα (γνωστά ως όργανα ή κύτταρα στόχοι). Οι ενδοκρινείς αδένες είναι αδένες χωρίς αγωγούς (= ductless glands) και διαφέρουν από τους εξωκρινείς αδένες (= exocrine glands). Βλ. exocrine glands |
Energy | Ενέργεια |
Energy flow | Ενεργειακή ροή |
Energy source | Πηγή ενέργειας |
Enrichment | Εμπλουτισμός |
Entomologist | Εντομολόγος |
Entrepreneurship | Επιχειρηματικότητα |
Entropy | Εντροπία |
Environment | Περιβάλλον |
Environmental accounting | Περιβαλλοντική λογιστική |
Environmental degradation | Περιβαλλοντική υποβάθμιση |
Environmental impact | Περιβαλλοντική επίδραση |
Environmental justice | Περιβαλλοντική δικαιοσύνη |
Environmental movement | Περιβαλλοντική κινητοποίηση (κίνηση, κίνημα). |
Environmental resistance | Περιβαλλοντική αντίσταση |
Environmental Revolution | Περιβαλλοντική Επανάσταση |
Environmental Science or Environmental Studies | Περιβαλλοντική Επιστήμη ή Περιβαλλοντικές Επιστήμες |
Environmentalism | Περιβαλλοντισμός |
Environmentalist | Περιβαλλοντολόγος |
Environmentally sensitive areas | Περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές | |
Enzyme | Ένζυμο |
Ephemeral species | Εφήμερα είδη |
Epicormic sprouting | Αναβλάστηση |
Epideictic display | Επιδεικτική παράσταση |
Epidemiologic transition | Επιδημιολογική μετάβαση |
Epidemiology, epidemiological study | Επιδημιολογία |
Epigamic | Επιγαμικό |
Epigamic selection | Επιγαμική επιλογή |
Epiphytes | Επίφυτα |
Epistasis | Επίσταση |
Epizootic | Επιζωωτική |
Equal employment opportunities | Ίσες ευκαιρίες απασχόλησης |
Equilibium | Ισορροπία |
Equilibrium moisture content (EMC) | Περιεχόμενη υγρασία ισορροπίας (EMC) |
Equilibrium theory | Θεωρία της ισορροπίας. Η θεωρία κατά την οποία τα οικοσυστήματα διατηρούνται καθώς περνάει ο χρόνος με τη βοήθεια φυσικών ελέγχων και ισορροπιών |
Erbium (Er) | Έρβιο |
Ergonomics | Εργονομία |
Erodibility | Διαβρωσιμότητα |
Erosion | Διάβρωση (του εδάφους) |
Erotope | Διαβρότοπος. Μονάδα επιφανείας για την εκτίμηση της διάβρωσης |
Esprit de corps | Ομαδικό πνεύμα |
Establishment | Εγκατάσταση φυτείας. Μέτρα για την ασφαλή, γρήγορη και ικανοποιητική ρίζωση και ανάπτυξη τεχνητής βλάστησης |
Estimated reserves | Εικαζόμενοι φυσικοί πόροι |
Estrous cycle | Κύκλος οίστρου |
Estuary | Κόλπος, εκβολή ποταμού, ποταμόκολπος, εκβολικά συστήματα |
Ethical issues | Ηθικά ζητήματα |
Ethical responsibility | Ηθική ευθύνη |
Ethocline | Ηθοκλινές |
Ethological | Ηθολογικός |
Ethology | Ηθολογία |
ETS (Environmental Tobacco Smoke) | Καπνός τσιγάρου στο περιβάλλον. Ο καπνός τσιγάρου από τους καπνιστές στον οποίο εκτείθενται οι μη καπνιστές. |
Eukariotic cell | Ευκαρυωτικό κύτταρο (= eukaryote) |
Euphotic zone | Ευφωτική ζώνη. Στα υδατικά οικοσυστήματα, το στρώμα ή το βάθος του νερού, στο οποίο εισχωρεί μια ποσότητα φωτός αρκετή για να γίνει φωτοσύνθεση |
Eurodollars | Ευρωδολλάρια. Δολλάρια Η.Π.Α. που ανταλλάσσονται εκτός Η.Π.Α |
European option | Ευρωπαϊκό δικαίωμα. Στα οικονομικά, δικαίωμα προαίρεσης που μπορεί να ασκηθεί μόνο κατά την ημέρα της λήξης του |
Europium (Eu) | Ευρώπιο |
Eurytopic | Ευρύτοπο |
Eusocial | Ευκοινωνικός |
Eutherian | Ευθήριο |
Eutrophic | Ευτροφικός |
Eutrophication | Ευτροφισμός |
Evaluation | Αξιολόγηση (= assessment). Evaluation ως αξιολόγηση χρησιμοποιείται στα αμερικάνικα αγγλικά, ενώ assessment με την ίδια έννοια χρησιμοποιείται στα βρετανικά αγγλικά |
Evaporation | Εξάτμιση |
Evapotranspiration | Εξατμισοδιαπνοή |
Even aged stand | Ομήλικη συστάδα |
Evergreen | Αειθαλές |
Evolution | Εξέλιξη |
Evolutionary biology | Εξελικτική βιολογία |
Evolutionary convergence | Εξελικτική σύγκλιση |
Evolutionary grade | Εξελικτική βαθμίδα |
Evolutionary stable strategy | Εξελικτικά σταθερή στρατηγική |
Evolutionary succession | Εξελικτική διαδοχή |
Exchange ratio | Δείκτης ανταλλαγής |
Ex-dividend | Χωρίς μέρισμα |
Ex-dividend date | Ημερομηνία αποκοπής μερίσματος |
Exercise price | Τιμή άσκησης δικαιώματος, συμφωνημένη τιμή |
Exocrine glands | Eξωκρινείς αδένες. Αδένες οι οποίοι αποβάλλουν τις εκκρίσεις τους μέσα στη σωματική κοιλότητα (όπως στο έντερο) ή στην επιφάνεια του σώματος, π.χ. σμηγματογόνοι, ιδρωτοποιοί, μαστικοί αδένες και μέρος του προγράμματος |
Exogenous species | Εξωγενή είδη |
Exon | Εξόνιο |
Exoskeleton | Εξωσκελετός |
Exotic species | Εξωτικό (ξενικό) είδος |
Expected return | Αναμενόμενη απόδοση |
Experimental group | Πειραματική ομάδα |
Expiration date | Ημερομηνία άσκησης δικαιώματος, ημερομηνία λήξης (χρεογράφου) |
Exponential growth | Εκθετική αύξηση |
External benefit | Εξωτερικό πλεονέκτημα |
External constraints | Εξωτερικά εμπόδια |
External cost | Εξωτερικό κόστος |
External environment | Εξωτερικό περιβάλλον |
External sources of funds | Εξωτερικές πηγές άντλησης κεφαλαίων |
External values | Εξωτερικές αξίες |
Externalities | Εξωτερικότητες |
Extinction | Εξαφάνιση, εξάλειψη |
Extinction moisture content | Περιεχόμενη υγρασία κατάσβεσης |
Extractive reserves | Φυτικοί πόροι |
Extreme event | Ακραίο (καιρικό) φαινόμενο, οριακό γεγονός |
Exurban migration | Περιαστικοποίηση, εξωαστικοποίηση. Η τάση, που άρχισε από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, να μετακομίζουν οι άνθρωποι από το κέντρο της πόλης ή τα προάστια σε περιοχές έξω από τα «παλιά» προάστια, λόγω εργασίας ή με σκοπό να είναι πιο κοντά στην εργασία τους. Το φαινόμενο παρατηρήθηκε αρχικά στις μεγαλουπόλεις των Η.Π.Α |
Exurbs | Εξωτερικά προάστια. Προάστια έξω από τα τα «παλιά» προάστια. Βλ. exurban migration= περιαστικοποίηση, εξωαστικοποίηση. |
Face value | Ονομαστική αξία. |
Facilitation | Διευκόλυνση |
Factor | (1) Παράγοντας, στα μαθηματικά, την ιατρική και σε άλλες ειδικότητες. (2) Χρηματοδότης, στα οικονομικά |
Facultative resprouter | Προαιρετικά αναβλαστάνοντα φυτά |
Fair value of warrant | Αντικειμενική αξία τίτλου επιλογής |
Family planning | Οικογενειακός προγραμματισμός |
Famine | Λιμός |
FAO (Food & Agriculture Organization of the United Nations) | ελλ. FAO -Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών. |
Farm cooperatives | Αγροτικοί συνεταιρισμοί |
Farmer-centered Agricultural Resource Management (FARM) Program | Πρόγραμμα για τους αγρότες σχετικά με τη διαχείριση των γεωργικών φυσικών πόρων (FARM). Ένα πρόγραμμα του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) στις Ασιατικές χώρες που ενθαρρύνει την αειφόρο γεωργία |
Fecal coliform | Κολοβακτηρίδιο |
Fecal coliform test | Κοπρανόγραμμα που ανιχνεύει την ύπαρξη κολοβακτηριδίων |
Fecal matter | Περίττωμα |
Fecal test | Κοπρανόγραμμα |
Fecundity | Γονιμότητα |
Feedback | Ανάδραση |
Fermentation | Ζύμωση |
Fermium (Fm)* | Φέρμιο |
Fertility rate | Αναλογία γονιμότητας |
Fertility transition | Μεταβολή γονιμότητας |
Fertilizer | Λίπασμα |
Field scouts | Επιθεωρητές αγροκτημάτων |
Fifth principle of ecosystem sustainability | Η πέμπτη αρχή της αειφορίας των οικοσυστημάτων. Η βιοποικιλότητα διατηρείται |
Filling of blanks | Πλήρωση κενών. |
Finance | Χρηματοοικονομική |
Financial accountability | Οικονομική ευθύνη |
Financial analysis | Χρηματοοικονομική ανάλυση |
Financial assets | Χρηματοοικονομικά προϊόντα, χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. |
Financial lease | Χρηματοδοτική μίσθωση |
Financial leverage | Χρηματοοικονομική εξάρτηση |
Financial planning | Χρηματοοικονομικός σχεδιασμός |
Financial slack | Χρηματοοικονομική κάμψη |
Fine fuels | Λεπτά καύσιμα |
Fir | Ελάτη |
Fire | Πυρκαγιά. |
Fire adapted ecosystems | Οικοσυστήματα προσαρμοσμένα στις πυρκαγιές |
Fire Agency Service | Πυροσβεστική Υπηρεσία |
Fire analysis | Ανάλυση πυρκαγιάς |
Fire belt | Αντιπυρική ζώνη |
Fire benefits | Πλεονεκτήματα της φωτιάς |
Fire break | Αντιπυρική λωρίδα ή θέση πυροπροστασίας |
Fire cycle | Ο κύκλος της φωτιάς |
Fire damage | Ζημιές από πυρκαγιές |
Fire danger | Κίνδυνος πυρκαγιάς |
Fire danger index | Δείκτης κινδύνου πυρκαγιάς |
Fire danger rating | Διαβάθμιση κινδύνου πυρκαγιάς |
Fire detection | Εντοπισμός πυρκαγιάς ή πυρκαγιών |
Fire edge | Όριο πυρκαγιάς |
Fire effects | Συνέπειες πυρκαγιάς |
Fire environment | Πυρικό περιβάλλον |
Fire frequency | Συχνότητα πυρκαγιών |
Fire hazard (or fire combustible hazard) | Κίνδυνος πυρκαγιάς (ή συνιστώσα επικινδυνότητας καυσίμου) |
Fire hazardous areas | Περιοχές με κίνδυνο πυρκαγιάς |
Fire history | Ιστορικό πυρκαγιών |
Fire impacts | Επιπτώσεις πυρκαγιών |
Fire injury | Έγκαυμα. |
Fire insurance trees | Δέντρα εξασφάλισης (παρακρατήματα) |
Fire interval | Μεσοδιάστημα πυρκαγιών |
Fire line | Γραμμή πυρκαγιάς |
Fire line intensity | Ένταση γραμμής πυρκαγιάς |
Fire load | Φορτίο πυρκαγιάς |
Fire management | Διαχείριση πυρκαγιών |
Fire management area | Μονάδα διαχείρισης πυρκαγιών |
Fire management objective | Στόχος διαχείρισης πυρκαγιών |
Fire management plan | Σχέδιο διαχείρισης πυρκαγιών, αντιπυρικό σχέδιο |
Fire occurrence | Εκδήλωση πυρκαγιάς |
Fire occurrence map | Χάρτης σημείων εκδήλωσης πυρκαγιάς |
Fire perimeter | Περίμετρος πυρκαγιάς |
Fire prescription | Προδιαγραφή ελεγχόμενης φωτιάς |
Fire presuppression | Προκατασταλτικά μέτρα (πυρκαγιάς) |
Fire prevention | Πρόληψη πυρκαγιών |
Fire protection | Πυροπροστασία |
Fire regime | Καθεστώς πυρκαγιάς |
Fire report | Δελτίο πυρκαγιάς |
Fire resistant trees (species) | Πυράντοχα είδη |
Fire retardants | Επιβραδυντικά |
Fire risk | Επικινδυνότητα πυρκαγιάς |
Fire safety | Ασφάλεια πυρκαγιάς |
Fire scar | Ουλή πυρκαγιάς |
Fire season | Περίοδος πυρκαγιών |
Fire sensitive trees (species) | Πυρόπληκτα δασικά είδη |
Fire Service | Πυροσβεστικό Σώμα |
Fire severity | Δριμύτητα πυρκαγιάς |
Fire simulator | Προσομοιωτής πυρκαγιάς |
Fire spread model | Μοντέλο εξάπλωσης πυρκαγιάς |
Fire storm | Πύρινη λαίλαπα |
Fire suppression | Καταστολή πυρκαγιάς |
Fire trail | Αντιπυρική γραμμή. Συναντάται και ως fire line= γραμμή πυρκαγιάς στην αμερικάνικη βιβλιογραφία |
Fire trap | Παγίδα φωτιάς |
Fire weather | Μετεωρολογία δασικών πυρκαγιών |
Fire weather forecast | Πρόβλεψη καιρού πυρκαγιών. |
Fire Weather Index (FWI) | Δείκτης καιρού πυρκαγιών |
Fire years | Χρονιές πυρκαγιών. |
Firebrands | Κάφτρες. Αιωρούμενα, διάπυρα υπολείμματα δασικής πυρκαγιάς |
Fireguard | Κατασκευή πυρασφάλειας |
Fireline control | Γραμμή ελέγχου πυρκαγιάς |
Firemodel (ICS) | Μοντέλο πυρκαγιάς |
Fire-proofing | Πυροπροστασία. |
Fire-sensitive species | Πυροευαίσθητα είδη |
First law of thermodynamics | Πρώτος νόμος της Θερμοδυναμικής. Ονομάζεται επίσης Αρχή διατήρησης της ενέργειας |
First principle of ecosystem sustainability | Η πρώτη αρχή της αειφορίας των οικοσυστημάτων. |
First-generation pesticides | Παρασιτοκτόνα πρώτης γενιάς |
Fish farming | Ιχθυοκαλλιέργεια |
Fish ladder | Δίοδος ψαριών. |
Fishery | Αλιεία, ψαρότοπος |
Fission | Σχάση |
Fission products | Προϊόντα σχάσης |
Fissionable isotope | Ισότοπο σχάσιμο |
Fitness | Αρμοστικότητα |
Fixation | Εγκαθίδρυση, μονιμοποίηση. Στη γενετική των πληθυσμών, είναι η πλήρης επικράτηση μιας μορφής γονιδίου (αλληλομόρφου), που καταλήγει στην πλήρη εξάλειψη άλλων μορφών γονιδίων |
Flagellate | Μαστιγωτό |
Flame-retardants | Επιβραδυντικά φλόγας |
Flammability – ignitability | Ευφλεκτικότητα – αναφλεξιμότητα |
Flank fire | Πλευρό πυρκαγιάς. Το μέτρο της περιμέτρου της πυρκαγιάς το οποίο είναι παράλληλο με την κύρια κατεύθυνση της εξάπλωσης της φωτιάς |
Flare up | Ξέσπασμα |
Flash fuels | Εύφλεκτα καύσιμα |
Flashover | Φλας Όβερ |
Flat-plate collector | Επίπεδος ηλιακός συλλέκτης |
Flexibility | Ευελιξία |
Floaters | Παρίες |
Floc | Θρόμβος |
Flood irrigation | Άρδευση από υπερχείλιση |
Flotation costs | Κόστος κυκλοφορίας ομολογιών |
Fluorine (F) | Φθόριο |
Foam | Αφρός |
Folivore | Φυλλοφάγο |
Food aid | Συσσίτιο. Φαγητό σε διάφορες μορφές που μοιράζεται ή πωλείται κάτω του κόστους σε άτομα που έχουν ανάγκη. Αυτό το συσσίτιο συνήθως πραγματοποιείται για ανθρωπιστικούς λόγους |
Food chain | Τροφική αλυσίδα |
Food guide pyramid | Διατροφική πυραμίδα |
Food security | Διατροφική ασφάλεια |
Food web | Τροφικό πλέγμα |
Forecasting | Πρόβλεψη |
Foreign currency future | Προθεσμιακό συμβόλαιο ξένου συναλλάγματος |
Foreign currency option | Δικαίωμα προαίρεσης (οψιόν) αγοραπωλησίας ξένου συναλλάγματος |
Foreign direct investment (or FDI) | Ξένη άμεση επένδυση |
Foreign exchange rate | Συναλλαγματική ισοτιμία |
Forest | Δάσος |
Forest cover | Δασοκάλυψη |
Forest fire | Δασική πυρκαγιά |
Forest floor | Δασικός τάπητας |
Forest protection | Δασοπροστασία |
Forward contract | Προθεσμιακή σύμβαση (πράξη) |
Forward rate | Προθεσμιακή τιμή |
Forward transaction | Προθεσμιακή σύμβαση συναλλάγματος (προαγορά ή προπώληση) |
Fossil fuels | Ορυκτά καύσιμα |
Fossils | Απολιθώματα |
Founder effect | Αρχή του ιδρυτή, φαινόμενο του ιδρυτή |
Fourth principle of ecosystem sustainability | Τέταρτη αρχή της αειφορίας των οικοσυστημάτων. Τα οικοσυστήματα δείχνουν ελαστικότητα μετά από κάποια διαταραχή |
Fractal geometry of land units | Κλασματική γεωμετρία των μονάδων γης |
Fragmentation | Διάσπαση, τεμαχισμός, κατακερματισμός. Η διαίρεση ενός συνόλου οικοσυστημάτων σε κομμάτια με τη κατασκευή δρόμων αγροτικών εκτάσεων ή κατοικημένων περιοχών. |
Framework Convention on Climate Change (FCCC) | Σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τιν Αλλαγή του Κλίματος |
Francium (Fr) | Φράγκιο |
Freedom of information | Ελευθερία πληροφόρησης |
Free-market economy | Οικονομία ελεύθερης αγοράς |
Frequency curve | Καμπύλη συχνότητας |
Frequency distribution | Κατανομή συχνότητας |
Fresh water | Γλυκό νερό, καθαρό νερό |
Front | Μέτωπο. Όριο όπου συναντώνται διαφορετικές αέριες μάζες |
Frugivore | Φρουτοφάγο |
Fuel assembly | Συγκρότημα στοιχείου πυρηνικού καυσίμου (= fuel bundle) |
Fuel complex | Σύμπλεγμα καυσίμου |
Fuel continuity | Συνέχεια καυσίμου |
Fuel elements | Καύσιμα στοιχεία |
Fuel management | Διαχείριση καυσίμου |
Fuel particle | Στοιχείο καυσίμου. |
Fuel rods | Ράβδοι του πυρηνικού καυσίμου, καύσιμες ράβδοι |
Fuel strata | Στρώμα καυσίμου |
Fuel treatment | Χειρισμός καυσίμου |
Fuel type | Τύπος καυσίμου |
Fuelbed pororsity | Πορώδες του στρώματος καυσίμου |
Fuelbreak | Ζώνη διάσπασης καύσιμης ύλης |
Fuelwood | Καύσιμη ξυλεία |
Fugitive species | Πλανόδια, φευγαλέα ή πρόσκαιρα είδη |
Full cost | Ολικό κόστος |
Fumes | Αναθυμιάσεις |
Functional change (change as structure) | Δομική αλλαγή |
Fungus, pl. fungi | Μύκητας, πληθ. μύκητες |
Fusion | Σύντηξη |
Future | Προθεσμιακό συμβόλαιο |
Future value | Μελλοντική αξία |
Gadolinium (Gd) | Γαδολίνιο |
Gaia hypothesis | Η Υπόθεση της Γαίας |
Gallium (Ga) | Γάλλιο |
Game species | Θηραματικά είδη |
Gamete | Γαμέτης |
Gametogenesis | Γαμετογένεση |
Gamma rays | Ακτίνες γάμμα |
Gasohol | Γκαζόλη. Ένα μίγμα από 90% βενζίνη και 10% αλκοόλ που μπορεί να αντικαταστήσει τη καθαρή βενζίνη. Η γκαζόλη βοηθάει να αντέξουν περισσότερο τα αποθέματα βενζίνης |
Gene family | Γονιδιακή οικογένεια |
Gene flow | Γονιδιακή ροή |
Gene frequency | Γονιδιακή συχνότητα |
Gene pool | Γενετική δεξαμενή, γονιδιακό απόθεμα, απόθεμα γονιδίων |
Gene, pl. genes | Γονίδιο, πληθ. γονίδια |
General partnership | Ομόρρυθμη εταιρία |
Genetic adaptation | Γενετική προσαρμογή |
Genetic bank | Τράπεζα γενετικού υλικού, τράπεζα γονιδίων, γενετική τράπεζα. |
Genetic control | Γενετικός έλεγχος |
Genetic death | Γενετικός θάνατος |
Genetic distance | Γενετική απόσταση |
Genetic diversity | Γενετική ποικιλότητα |
Genetic drift | Γενετική παρέκκλιση |
Genetic engineering | Γενετική μηχανική |
Genetic fitness | Γενετική αρμοστικότητα |
Genetic load | Γενετικό φορτίο |
Genetic selection | Επιλογή γονιδίου |
Genetic variation | Γενετική ποικιλομορφία |
Genetically modified organism (GMO) | Γενετικά τροποποιημένος οργανισμός (ΓΤΟ), γενετικά μεταλλαγμένος οργανισμός |
Genetics | Γενετική. |
Genic selection | Επιλογή γονιδίου |
Genome | Γονιδίωμα |
Genotype | Γονότυπος |
Genus, pl. genera | Γένος, πληθ. γένη |
Geographic isolation | Γεωγραφική απομόνωση |
Geographic race | Γεωγραφική φυλή |
Geographical arbitrage | Γεωγραφικό αρμπιτράζ. Για επεξήγηση της λέξης αρμπιτράζ, βλ. arbitrage= αρμπιτράζ |
Geographical Information Systems (GIS) | Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ). Στην ελληνική βιβλιογραφία, απαντάται και ως Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (ΓΣΠ) |
Geology | Γεωλογία |
Geometric mean | Γεωμετρικός μέσος όρος. Είναι η n-οστή ρίζα του γινομένου n τιμών. G = (x1, x2 … xn)1/n |
Geometry of Flame | Γεωμετρία της Φλόγας. Σύνολο ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τη γεωμετρία ενός πύρινου μετώπου. Περιλαμβάνονται το ύψος, το μήκος, το βάθος και η γωνία της φλόγας σε σχέση με τον κατακόρυφο άξονα |
Geotextile | Γεωΰφασμα. Συνθετικό ή φυσικό, υδατοπερατό υλικό που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το έδαφος και τη βλάστηση για έλεγχο της διάβρωσης, αύξηση της υδατοσυγκράτησης κλπ |
Geothermal | Γεωθερμικός |
Geothermal energy | Γεωθερμική ενέργεια |
Germanium (Ge) | Γερμάνιο |
Glacier | Παγετώνας |
Global climate change | Παγκόσμια κλιματική αλλαγή (μεταβολή) |
Global fire propagation models | Γενικά μοντέλα εξάπλωσης πυρκαγιάς |
Glucose | Γλυκόζη |
Goal management | Διοίκηση σκοπών, διαχείρηση στόχων |
Goals | Σκοπoί, στόχοι (= Objectives) |
Gold (Au) | Χρυσός |
Golden parachute | Χρυσό αλεξίπτωτο |
Gonad | Γονάδα |
Goods | Αγαθά |
Goodwill | Υπεραξία |
Governance | Διακυβέρνηση |
Grade | Βαθμίδα |
Graded signal | Κλιμακούμενο (αναλογικό) σήμα. |
Gradient | Κλίση |
Grassland | Λειμώνας |
Grassroots movement | Κίνηση (μετακίνηση) σε επίπεδο βάσης |
Gravitational water | Ύδωρ βαρύτητας. Νερό που έχει καταφέρει να διεισδύσει και να κατεβεί στη φρεάτια στάθμη |
Gray water | Γκρίζο ύδωρ |
Graying | Γήρανση |
Green fee | Πράσινη αμοιβή |
Green fuels | Πράσινα καύσιμα (= living fuels= ζωντανά καύσιμα) |
Green manure | Χλωρή λίπανση |
Green products | Πράσινα προϊόντα |
Green revolution (or Environmental revolution) | Πράσινη επανάσταση ή Περιβαλλοντική επανάσταση |
Green water | (1) Αέριο νερό. Στον υδρολογικό κύκλο, το νερό που εξατμίζεται και επιστρέφει σαν υδρατμός. (2) Μεγάλο κύμα ή θαλάσσια κρούση= Υδροδυναμικές κρουστικές δυνάμεις οι οποίες, λόγω κυμάτων, υπερπηδούν το κατάστρωμα ενός πλοίου σε κατάσταση θαλασσοταραχής |
Greenbelt | Πράσινη ζώνη |
Greenhouse effect | Φαινόμενο του θερμοκηπίου |
Greenhouse gases (GHGs) | Αέρια του φαινομένου του θερμοκηπίου |
Greenmail | Απειλή μεγαλομετόχου για συγχώνευση |
Grit | Χαλίκι |
Grit chamber | Αίθουσα απομάκρυνσης άμμου |
Grooming | Περιποίηση |
Gross domestic (national) product per capita (GDP) | Ακαθάριστο εγχώριο (εθνικό) κατά κεφαλήν προϊόν (Α.Ε.Π) |
Gross primary production | Ακαθάριστη αρχική παραγωγή |
Ground fire | Πυρκαγιά εδάφους |
Ground fuels | Καύσιμα εδάφους |
Ground water | Υπόγεια ύδατα |
Groundwater remediation | Επανόρθωση υπόγειων υδάτων |
Group | Ομάδα |
Group cohesion | Συνοχή ομάδας |
Group cohesiveness | Συνεκτικότητα ομάδας |
Group effect | Επίδραση ομάδας |
Group predation | Ομαδική θήρευση |
Group selection | Επιλογή ομάδας |
Grouping activities | Ομαδοποιημένες δραστηριότητες |
Gully | (1) Χαράδρωση. (2) Σύστημα απόθεσης ιλύος. (3) Φρεάτιο απορροής |
Gully erosion | Διάβρωση δια χαραδρώσεων |
Gusher | Αναβλύζουσα πηγή |
Habitat | Βιότοπος ή ενδιαίτημα ή οικότοπος |
Habitat conservation plan | Σχέδιο συντήρησης βιοτόπων |
Habitat selection | Επιλογή βιότοπου |
Hafnium (Hf) | Άφνιο |
Haircut | Κούρεμα, στα οικονομικά |
Halocarbons | Αλογονωμένοι υδρογονάνθρακες |
Halogen | Αλογόνο |
Halogenated hydrocarbon | Αλογονυδρογονάνθρακας |
Halogenation | Αλογόνωση |
Handley cell | Κύτταρο Hadley, κύτταρο κυκλοφορίας.Στη μετεωρολογία, ένα σύστημα κάθετης και οριζόντιας κυκλοφορίας του αέρα που υπερισχύει στις τροπικές και υπο-τροπικές περιοχές και δημιουργεί σημαντικά καιρικά πρότυπα και φαινόμενα |
Haplodipoidy | Απλοδιπλοειδία |
Haploid | Απλοειδής |
Hard water | Σκληρό νερό. Το αντίθετό του είναι το Soft water= Μαλακό ή γλυκό νερό |
Hardwood | Πλατύφυλλα |
Hassium (Hs)* | Χάσσιο |
Hazard | Κίνδυνος |
Hazard Assesment | Aποτίμηση ή αξιολόγηση κινδύνου |
Hazard reduction | Μείωση του κινδύνου |
Hazardous chemical | Επιβλαβή χημικά |
Hazardous material | Επικίνδυνο υλικό (HASMAT) |
Hazardous waste | Επικίνδυνα απόβλητα |
Head fire | Κεφαλή πυρκαγιάς |
Heat content | Περιεχόμενη θερμότητα |
Heat transfer | Μεταφορά θερμότητας |
Heavy fuels | Βαριά καύσιμα |
Heavy metal | Βαρύ μέταλλο |
Hedging | Κάλυψη, στα οικονομικά |
Helium (He) | Ήλιο |
Hemimetabolous | Ημιμετάβολος/η/ο |
Hemlock | Κωνοφόρο έλατο |
Herbicides | Φυτοφάρμακα, ζιζανιοκτόνα | |
Herbivore | Φυτοφάγος/ος/ο |
Herbivory | Φυτοφαφία. Αναφέρεται σε όλους τους οργανισμούς (συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων) που διατρέφονται με φυτά |
Heritability | Κληρονομησιμότητα, συντελεστής κληρονομικότητας |
Heritage areas | Χώροι πολιτιστικής κληρονομιάς |
Hermaphroditism | Ερμαφροδιτισμός |
Heterochrony | Ετεροχρονία |
Heterokaryotype | Ετεροκαρυότυπος |
Heterosis | Ετέρωση |
Heterotroph | Ετερότροφος/ος/η |
Heterozygote | Ετεροζυγωτής |
Heterozygous | Ετερόζυγος/η/ο |
Heterozygous advantage | Πλεονέκτημα ετεροζυγωτή |
Hierarchical organization | Ιεραρχική οργάνωση |
Hierarchy | Ιεραρχία |
Histones | Ιστόνες |
Historical cost | Ιστορικό κόστος |
Holmium (Ho) | Όλμιο |
Holometabolous | Ολομετάβολα. |
Home range | Οικοπεριοχή. Η περιοχή που ένα ζώο μαθαίνει πολύ καλά και στην οποία περιπολεί τακτικά. Η οικοπεριοχή μπορεί να τύχει υπεράσπισης ή όχι. Τα τμήματα που τυγχάνουν υπεράσπισης αποτελούν την χωροκράτεια (Territory) |
Homeostasis | Ομοιόσταση |
Homeotic mutation | Ομοιωτικές αλλαγές |
Hominid | Ανθρωπίδης/ης/ες |
Homogamy | Ομογαμία |
Homologue | Ομόλογος/η/ο |
Homology | Ομολογία |
Homoplasy | Ομοπλασία |
Homopretan | Ομόπτερο. Μέλος της τάξης των εντόμων, όπως οι αφίδες, τα τζιτζίκια, τα διάφορα παράσιτα φυτών κ.ά |
Homozygote | Ομοζυγωτής |
Homozygous | Ομόζυγος/η/ο |
Honeybee | Μέλισσα |
Horizontal and vertical structures | Οριζόντιες και κάθετες δομές |
Horizontal differentiation | Οριζόντια διαφοροποίηση |
Hormone | Ορμόνη. |
Host | (1) Ξενιστής. (2) Οικοδεσπότης (hostess= οικοδέσποινα). (3) Πλήθος, πληθώρα, όπως στην έκφραση host of services= πλήθος υπηρεσιών |
Host race | Φυλή ξενιστή |
Host-parasite relationship | Σχέση ξενιστή και παρασίτων |
Host-specific | Ίδιον (χαρακτηριστικό) του ξενιστή, συγκεκριμένο χαρακτηριστικό του ξενιστή | |
Hot spot | Ζεστό (καυτό) σημείο |
Human capital | Ανθρώπινο κεφάλαιο |
Human development | Ανθρώπινη ανάπτυξη (όρος της Ψυχολογίας) |
Human recourses | Ανθρώπινο δυναμικό |
Human resource administration | Διοίκηση ανθρωπίνων πόρων |
Human resource management systems | Συστήματα διαχείρισης ανθρώπινων πόρων |
Human system | Ανθρώπινο σύστημα |
Human-caused fires | Ανθρωπογενείς πυρκαγιές |
Human-caused risk | Ανθρωπογενής κίνδυνος |
Humidity | Υγρασία |
Humus | Χούμος, φυτόχωμα (= duff) |
Hunger | Πείνα |
Hunter- gatherers | Κυνηγoί - συλλέκτες |
Hurricane | Τυφώνας |
Hybrid | Υβρίδιο |
Hybrid electric vehicle | Υβριδικό ηλεκτρικό όχημα (HEV) |
Hybrid lighting | Υβριδικός φωτισμός |
Hybridization | Yβριδοποίηση |
Hydrocarbon emissions | Εκπομπές υδρογονανθράκων |
Hydrocarbons | Yδρογονάνθρακες |
Hydroelectric dam | Υδροηλεκτρικό φράγμα |
Hydroelectric power | Yδροηλεκτρικη δύναμη |
Hydrofluorocarbons | Φθοριωμένος υδρογονάνθρακας |
Hydrogen (H) | Υδρογόνο |
Hydrogen bonding | Σύνδεση υδρογόνου |
Hydrogen ions | Ιόντα υδρογόνου |
Hydrologic cycle | Υδρολογικός κύκλος |
Hydroponics | Υδροπονική |
Hydrosphere | Υδρόσφαιρα |
Hydroxyl radical | Υδροξύλιο. Ριζοσπάστης υδροξυλίου |
Hymenopteran | Υμενόπτερο |
Hypermorphosis | Υπερμόρφωση |
Hypothesis | (Επιστημονική) Υπόθεση |
Hypoxia | Yποξία. |
Identity by descent | Ταυτότητα εκ καταγωγής |
Igneous rocks | Πυριγενή πετρώματα (= magmatic rocks και eruptive rocks) |
Ignitability | Αναφλεξιμότητα |
Ignition | (1) Ανάφλεξη, πυροδότηση. (2) Αποτέφρωση, πύρωση (= calcination) |
Ignition component | Συνιστώσα ανάφλεξης |
Ignition pattern | Πρότυπο ανάφλεξης |
Imago | Ενήλικο έντομο |
Immigrant species | Αποδημητικά είδη |
Immobilisation of nutrients | Ακινητοποίηση θρεπτικών ουσιών |
Inbreeding | Ομομιξία |
Inbreeding coefficient | Συντελεστής ομομιξίας |
Inbreeding depression | Ομοιωτικός υποβιβασμός. Μείωση της μέσης τιμής ενός χαρακτήρα λόγω ομομιξίας |
Incentives | Κίνητρα |
Incentives for motivation | Κίνητρα για ανάληψη πρωτοβουλιών |
Inclusive fitness | Εγκλείουσα αρμοστικότητα |
Income statement | Κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης, ανάλυση εσόδων-εξόδων |
Incremental cash flow | Επαυξητική ταμειακή ροή |
Incremental change | Αυξητική αλλαγή |
Incremental value | Επαυξητική αξία |
Index, pl. indices or indexes | Δείκτης – πληθ. δείκτες |
Indicator organism | Οικολογικός δείκτης, βιολογικός δείκτης (= bioindicator, biological indicator) |
Indicator species | Είδη δείκτες |
Indirect role | Έμμεσος ρόλος. |
Indium (In) | Ίνδιο |
Individual distance | Ατομική απόσταση |
Individual quota system | Μεμονωμένο σύστημα ποσόστωσης. |
Individual selection | Ατομική επιλογή |
Individualism-based organisational culture | Ατομοκεντρική οργανωσιακή κουλτούρα |
Industrial revolution | Βιομηχανική επανάσταση |
Industrial smog | Βιομηχανική αιθαλομίχλη, βιομηχανικό νέφος |
Industrialised agriculture | Εκβιομηχανισμένη γεωργία |
Inertia | Αδράνεια |
Infant mortality rate | Ποσοστό θνησιμότητας βρεφών (νηπίων) |
Infiltration | Διήθηση. |
Infiltration-runoff ratio | Αναλογία διήθησης-απορροών |
Inflation | Πληθωρισμός |
Information flow | Ροή πληροφοριών |
Infrared radiation or IR radiation | Υπέρυθρη ακτινοβολία, υπεριώδης ακτινοβολία. ακτινοβολία. |
Infrastructure | Υποδομή |
Inherently safe reactor | Εγγενώς ασφαλής αντιδραστήρας |
Inhibition | Αναστολή |
Inhomogeneity | Ανομοιογένεια |
Initial attack | Αρχική επέμβαση. |
Initial cost | Αρχικό κόστος. |
Initial public offering (IPO) | Προσφορά νέων χρεογράφων με εγγραφή |
Innovation | Καινοτομία |
Innovation management strategy | Στρατηγική διαχείρισης της καινοτομίας (των καινοτομιών) |
Inoculation | Εμβολιασμός. |
Inorganic chemical | Ανόργανες χημικές ουσίες |
Inorganic compounds/molecules | Ανόργανες ενώσεις/μόρια |
Inorganic fertilizer | Ανόργανα λιπάσματα |
Input measure | Μέτρο εισροών |
Inputs | Εισροές |
Insect society | Κοινωνία εντόμων |
Insecticide | Εντομοκτόνο |
Insolvency | Αφερεγγυότητα |
Instar | Στάδιο έκδυσης |
Instict | Ένστικτο |
Institutionalisation | (1) Θεσμοποίηση. (2) Ιδρυματοποίηση |
Instrumental value | Χρηστική αξία, οργανική αξία. Με άλλα λόγια, είναι Πολύ σημαντική (βασική) αξία για την πραγματοποίηση ενός σκοπού |
Insurance spaying | Ασφαλιστικός ψεκασμός |
Integrated pest management (IPM) | Ενιαία διαχείριση εντόμων |
Integrated waste management | Ολοκληρωμένη διαχείριση των αποβλήτων |
Integration | Ενσωμάτωση, ολοκλήρωση |
Intended strategies | Σχεδιασμένες στρατηγικές |
Intention movement | Προθετική κίνηση |
Interaction | Αλληλεπίδραση |
Interception | Διακράτηση |
Intercompensation | Αλληλαντιστάθμιση |
Interdemic selection | Διαδημική επιλογή |
Interest groups | Ομάδες συμφερόντων |
Interest rate parity | Ισοτιμία επιτοκίων |
Interface management | Ενδιάμεση διοίκηση |
Internal process | Εσωτερική διαδικασία |
Internal rate of return (IRR) | Εσωτερική αποδοτικότητα |
Internal values | Εσωτερικές αξίες |
Internally generated funds | Κεφάλαια εσωτερικής προέλευσης |
International bonds | Διεθνείς ομολογίες |
International Conference on population and development (ICPD) | Διεθνής Διάσκεψη για τον Πληθυσμό και την Ανάπτυξη (ICPD). |
International firm | Διεθνής επιχείρηση |
International Monetary Fund (IMF) | Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) |
International Monetary Market (IMM) | Διεθνής Νομισματική Αγορά |
International Whaling Commission (IWC) | Η διεθνής επιτροπή κυνηγιού φάλαινας. |
Inter-organisational relations | Δι-οργανωσιακές σχέσεις |
Inter-process relationship improvement | Βελτίωση συσχέτισης διαδικασιών |
In-the-money option | Διακίωμα προαίρεσης με εσωτερική αξία |
Intra-organisational relations | Ενδο-οργανωσιακές σχέσεις |
Intra-process improvement | Βελτίωση εσωτερικής διαδικασίας |
Intrasexual selection | Ενδοφυλετική επιλογή. |
Intrinsic benefits | Εγγενή πλεονεκτήματα |
Intrinsic rate of increase | Ενδογενής ρυθμός αύξησης. |
Intrinsic rate of natural increase | Εγγενής ρυθμός φυσικής αύξησης |
Intrinsic value | (1) Εγγενής άξια. Το δικαίωμα και την αξία που έχουν οργανισμοί στη ζωή χωρίς να είναι απαραίτητο να είναι χρήσιμοι για να έχουν αξία. Αντίθετο είναι Instrumental value= Χρηστική αξία, οργανική αξία. (2) Εσωτερική αξία. Στα οικονομικά, Η αξία ενός περιουσιακού στοιχείου ή μιας επιχείρησης όπως την αντιλαμβάνεται ένας επενδυτής ή κάποιος άλλος, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο εκτιμά το πρόσωπο αυτό τα δεδομένα στοιχεία |
Intron | Ιντρόνιο. Ένα τμήμα ενός διακοπτόμενου γονιδίου που δεν μεταφράζεται σε πολυπεπτίδιο |
Invasive species | Είδη εισβολείς |
Inventory conversion ratio | Δείκτης ρευστοποίησης αποθεμάτων |
Inventory management | Διαχείρηση αποθεμάτων |
Inventory turnover ratio | Δείκτης ανακύκλωσης αποθεμάτων |
Inversion | (1) Ατμοσφαιρική αναστροφή, στη μετεωρολογία. (2) Αναστροφή. Στη βιολογία, αντιστροφή κατά 1800 του προσανατολισμού ενός τμήματος κάποιου χρωμοσώματος, σε σχέση με κάποιο χρωμόσωμα αναφοράς. (3) Αντιστροφή, στα μαθηματικά. |
Invertebrates | Ασπόνδυλα. |
Investment bank (or banker) | Τράπεζα επενδύσεων. |
Investment value of convertibles | Επενδυτική αξία μετατρέψιμων ομολογιών |
Iodine (I) | Ιώδιο |
Ion | Ιόν |
Ion-exchange capacity | Ικανότητα εναλλαγής ιόντων. |
Ionic bond | Ιονικός δεσμός |
Ionizing radiation | Ιονίζουσα ακτινοβολία |
Iridium (Ir) | Ιρίδιο |
Iron (Fe) | Σίδηρος |
Irrevocable letter of credit | Ανέκκλητη πιστωτική επιστολή |
Irrigation | Άρδευση |
Isogamy | Ισογαμία |
Isolating mechanisms | Απομονωτικοί μηχανισμοί |
Isotope | Ισότοπο |
Isozymes (or isoenzymes) | Ισοένζυμα |
Iterative evolution | Επαναληπτική εξέλιξη |
Iteroparity | Επανατοκία |
Jet stream | (1) Αεροχείμαρος, ταχύ ρεύμα εξαγωγής. (2) Παροχή ψεκαστικού υγρού |
Job analysis | Ανάλυση εργασίας |
Job classification | Ταξινόμηση εργασίας |
Job enlargement | Διεύρυνση εργασίας |
Job fractionation | Κατάτμηση εργασίας. |
Job specification | Προδιαγραφές θέσεως εργασίας ή καθηκόντων |
Judicidial control of administration | Δικαστικός έλεγχος της διοίκησης |
Junk bond | Επισφαλής ομολογία. |
Juvenile hormone | Νεανική ορμόνη |
K extinction | Εξαφάνιση Κ |
K selection | Επιλογή Κ |
Karyotype | Καρυότυπος |
Kerogen | Κηροζίνη |
Keystone species | Θεμελειώδη (βασικά) είδη. Είδη κλειδιά. Είδη των οποίων η ύπαρξη σε ένα οικοσύστημα θεωρείται θεμελειώδους σημασίας για το ίδιο το οικοσύστημα |
Kin seleciton | Επιλογή συγγενών, επιλογή του συγγενούς |
Kinetic energy | Κινητική ενέργεια |
Kinship | Συγγένεια. |
Krypton (Kr) | Κρυπτό |
Kwashiorkor | Κβασιορκόρ σύνδρομο |
Kyoto Protocol | Πρωτόκολλο του Κιότο. Μια διεθνής συμφωνία μεταξύ των αναπτυγμένων εθνών, η οποία έγινε για να συγκρατήσει τις εκπομπές αερίου θερμοκηπίου. Το Πρωτόκολλο του Κιότο υπογράφηκε στο Κιότο της Ιαπωνίας το Δεκέμβριο του1997 |
La Nina | Λα Νίνια |
Lability | Πλαστικότητα |
Lacey Act | Νόμος Lacey. Ο νόμος αυτός είναι η πρώτη νομοθετική πράξη που απαγορεύει το διακρατικό εμπόριο των παράνομα σκοτωμένων ζώων και προστατεύει την άγρια φύση |
Ladder fuels | Κλιμακωτά καύσιμα |
Lagging indicators | Δευτερεύοντες δείκτες |
Laminar flow | Στρωτή ροή |
Land capability | Γαιοϊκανότητα. Το εύρος των χρήσεων μιας έκτασης ή το δυναμικό παραγωγής συγκεκριμένων προϊόντων. Αντιπαράβαλέ αυτό τον όρο με τον όρο Land suitability= Γαιοϊκανότητα |
Land pattern | Χωροτακτικό πρότυπο. Σχέση χρήσεων γης, μεγέθους μονάδων, δεικτών ποικιλότητας, αριθμού συνδυασμών και σχετικής αφθονίας σε ένα τοπίο |
Land subsidence | Καθίζηση εδάφους |
Land suitability | Γαιοϊκανότητα. Η καταλληλότητα μιας περιοχής για την ανάπτυξη ορισμένης χρήσης γής. Αντιπαράβαλε με το Land capability= Γαιοϊκανότητα |
Land trust | (1) Ίδρυμα προστασίας εδάφους. (2) Περιοχή, έδαφος υπό κηδεμονία – προτεκτοράτο |
Land unit | Χωρική μονάδα |
Landfill | Χωματερή, ΧΥΤΑ (Χώρος Υγειονομικής Ταφής Απορριμάτων) |
Landscape | Τοπίο. Στην Περιβαλλοντική Επιστήμη, είναι μια ομάδα αλληλεπιδρώντων οικοσυστημάτων που καταλαμβάνουν τις παρακείμενες γεωγραφικές περιοχές. |
Landscape diversity | Ποικιλότητα τοπίου |
Landscape fragmentation | Διάσπαση τοπίου |
Landscape unit | Μονάδα τοπίου. Περιοχή σχεδιασμού της τάξης των 1.000.000 στρεμμάτων. Ο διαχωρισμός της στηρίζεται σε φυσιογραφικά χαρακτηριστικά |
Landslide | Γεωλίσθηση |
Land-use planning | Σχεδιασμός χρήσεων γης |
Langur | Λανγκούριος |
Lanthanium (La) | Λανθάνιο |
Large fire | Μεγάλη πυρκαγιά |
Larva, pl. larvae | Προνύμφη, πληθ. προνύμφες |
Lateral communication | Οριζόντια επικοινωνία |
Latitude | Γεωγραφικό πλάτος |
Law of conservation of energy | Νόμος της διατήρησης της ενέργειας |
Law of conservation of matter | Νόμος τηςδιατήρησης της ύλης |
Law of hierarchy | Νόμος της ιεραρχίας |
Law of limiting factors | Νόμος των περιοριστικών παραγόντων |
Lawrencium (Lr)* | Λωρέντσιο |
Layering | Παραβλάστηση (μόσχευμα) |
Leachate | Εκχυλίσματα, ύδατα έκπλυσης |
Leaching | (1) Εκχύλιση, απόπλυση, διύλιση. (2) Έκπλυση εδαφικού υλικού. Υποβάθμιση επιφανειακών στρωμάτων του εδάφους, καθώς το χώμα παρασύρεται προς χαμηλότερο υψόμετρο (= lessivage, lixiviation, wash out) |
Lead (Pb) | Μόλυβδος |
Leadership | Ηγεσία |
Leading indicators | Κύριοι δείκτες |
Learned behaviour | Επίκτητη συμπεριφορά |
Learning process | Μαθησιακή διαδικασία |
Lease | Μίσθωση |
Legislative control of administration | Νομοθετικός έλεγχος της διοίκησης |
Legislature | Νομοθετικό σώμα |
Legitimate power | Νόμιμη εξουσία |
Lessee | Μισθωτής |
Lessor | Εκμισθωτής |
Lestobiosis | Ληστοβίωση |
Lethosphere | Λιθόσφαιρα |
Letter of credit | Εχέγγυα πίστωση, πιστωτική επιστολή |
Leverage effect | Επίπτωση εξάρτησης |
Leveraged lease | Χρηματοδοτική μίσθωση με δανεισμό |
Levered firm | Εξαρτημένη επιχείρηση |
Liability of officials | Διοικητική ευθύνη, ευθύνη των ιθυνόντων |
Liebig’s law of minimums | Νόμος των ελαχίστων του Liebig. Βλ. επίσης limiting factor= περιοριστικός παράγοντας |
Life cycle | Κύκλος ζωής |
Life expectancy | Προσδόκιμο επιβίωσης, αναμενόμενη διάρκεια ζωής |
Lifeboat ethic | Ηθική της ναυαγοσωστικής λέμβου (του σωσίβιου) |
Lignotuber | Ξυλώδες εξόγκωμα |
Limestone | Ανθρακικό ασβέστιο, ασβεστόλιθος |
Limited partnership | Ετερόρρυθμη εταιρία. |
Limiting factor | Περιοριστικός παράγοντας |
Limits of tolerance | Όρια της ανοχής. |
Line of credit | Πιστωτικό όριο. |
Lineage group | Ομάδα συγγενών |
Line-staff concept | Γραμμικό-επιτελικό σύστημα |
Linkage | Σύνδεση |
Linkage Equilibrium and Linkage Disequilibrium | Ισορροπία και ανισορροπία σύνδεσης |
Lipids | Λιπίδια |
Liquefied natural gas (LNG) | Υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) |
Liquefied petroleum gas (LPG) | Υγροποιημένο αέριο υδρογονανθράκων (LPG) |
Liquidity | Ρευστότητα |
Liquidity management | Διαχείρηση ρευστότητας. |
Lithium (Li) | Λίθιο |
Lithosphere | Λιθόσφαιρα |
Litter | Aπορρίματα |
Litter layer | Ξηροτάπητας |
Livability | Κατοικισημότητα. Ένας υποκειμενικός δείκτης για το πόσο ευχάριστη είναι μια πόλη για να ζήσεις |
Living fuels | Ζωντανά καύσιμα. Φυσικά καύσιμα στα οποία η περιεχόμενη υγρασία ελέγχεται φυσιολογικά (βιολογικά) |
Loam | Πηλώδες έδαφος |
Local models (surface fires) | Τοπικά μοντέλα (πυρκαγιές επιφανείας) |
Local winds | Τοπικοί άνεμοι |
Locus | Γενετικός τόπος. Το τμήμα του χρωμοσώματος που καταλαμβάνει ένα συγκρεκριμένο γονίδιο. Με την ευρύτερη έννοια, αυτό το ίδιο το γονίδιο σε όλες τις αλληλικές του καταστάσεις |
Logistic equation | Λογιστική εξίσωση |
Logistic growth | Λογιστική αύξηση |
Long hedge position | Θετική θέση |
Longevity | Μακροζωία |
Long-term debt | Μακροπρόθεσμο δάνειο |
Long-term debt/total asset (LD/TA) ratio | Δείκτης κάλυψης ενεργητικού με μακροπρόθεσμα κεφάλαια |
Lopping | Αποκλάδωση |
Loss of legitimacy | Απώλεια νομιμότητας |
Low forest | Χαμηλό δάσoς. Πρεμνοφυές δάσος |
LULU (Locally Unwanted Land Use) | Τοπικά ανεπιθύμητη χρήση εδάφους |
Lutetium (Lu) | Λουτέσιο |
Macaque | Μακάκος |
Macro factors | Μακροοικονομικοί παράγοντες |
Macroevolution | Μακροεξέλιξη |
Macromolecules | Μακρομόρια |
MACT (Maximum Achievable Control Technology) | Μέγιστη επιτεύξιμη τεχνολογία ελέγχου |
Magma | Μάγμα |
Magnesium (Mg) | Μαγνήσιο |
Magnesium salts | Άλατα μαγνησίου |
Major worker | Μείζων εργάτρια |
Making to the market | Καθημερινή τακτοποίηση λογαριασμού |
Malnutrition | Υποσιτισμός |
Mammal | Θηλαστικό |
Management (or managerial) qualifications | Διοικητικά (διαχειριστικά) προσόντα |
Management area | Περιοχή διαχείρισης (ελέγχου). |
Management by objectives | Διαχείριση (διοίκηση) με στόχους |
Management of innovation | Διαχείριση της καινοτομίας |
Management principles | Αρχές διαχείρηση (διοίκησης) |
Management skills | Διαχειριστικές (διοικητικές) δεξιότητες |
Management strategies | Διαχειριστικές (διοικητικές) στρατηγικές |
Management style | Διαχειριστικό (διοικητικό) στυλ (ή ύφος) |
Management-ignited prescribed fire | Προδιαγεγραμμένη καύση, στη δασοκομική |
Manager | Διαχειριστής, διοικητικό στέλεχος |
Managerial flexibility | Διοικητική ευελιξία |
Managerial grid | Διοικητικό πλέγμα |
Managerial structures | Διοικητικές δομές. |
Mandatory project | Υποχρεωτικό (επενδυτικό) πρόγραμμα |
Manganese (Mn) | Μαγγάνιο |
Mangrove swaps | Μαγκρόβιοι βάλτοι |
Mantle | Μανδύας |
Maple | Σφένδαμος |
Marasmus | Μαρασμός |
Margin | Εγγύηση, περιθώριο |
Marginal cost of capital | Οριακό κόστος κεφαλαίου |
Market efficiency | Αποτελεσματικότητα αγοράς |
Market makers | Διαμορφωτές αγοράς |
Market value weights | Σταθμικοί (σταθμισμένοι) συντελεστές χρηματιστηριακής αξίας, συντελεστές στάθμισης αγοραίας αξίας |
Marsupial | Μαρσιποφόρο |
Mass | Μάζα |
Mass communication | Μαζική επικοινωνία |
Mass extinction | Μαζική εξαφάνιση |
Mass number | Μαζικός αριθμός |
Mass provisioning | Μαζική πρόνοια |
Mass soil failure | Απώλεια εδάφους |
Material safety data sheets (MSDS) | Υλικά φύλλα στοιχείων ασφάλειας (MEDS) |
Materials recycling facility (MRF) | Υλική δυνατότητα ανακύκλωσης (MRF) |
Matrifocal | Μητροκεντική |
Matrilineal | Μητρογραμμική |
Matter | Ύλη. Αντίθετό του είναι το= energy= ενέργεια |
Maturation | Ωρίμανση |
Maturity (or maturity date) | Ωρίμανση (λήξη) (ή ημερομηνία λήξης) |
Maximum return | Μέγιστη απόδοση. |
Maximum sustainable yield | Μέγιστη βιώσιμη απόδοση ή παραγωγή |
Maximum wealth | Μέγιστος πλούτος |
Mean | Μέσος όρος |
Mean fire interval | Μέσο μεσοδιάστημα πυρκαγιάς |
Measurement | Μέτρηση, καταμέτρηση |
Media worker | Μέση εργάτρια |
Mediterranean climate | Μεσογειακό κλίμα |
Medium fuel | Μέτριο καύσιμo |
Megafauna | Μεγαπανίδα |
Meiosis | Μείωση |
Meiotic drive | Μειωτική καθοδήγηση |
Meitnerium (Mt)* | Μαιτνέριο |
Meltdown | Ρευστοποίηση, λυώσιμο |
Mendelevium (Md)* | Μεντελέβιο |
Merchandise balance | Ισοζύγιο εμπορευμάτων |
Mercury (Hg) | Υδράργυρος |
Merger | Συγχώνευση |
Merger exchange ratio | Δείκτης ανταλλαγής συγχώνευσης. |
Meristic trait | Μεριστικός χαρακτήρας |
Mesoclimate | Μεσοκλίμα |
Mesosphere | Μεσόσφαιρα |
Mesotrophic lake | Μεσοτροφική λίμνη |
Metabolism | Μεταβολισμός |
Metacommunication | Μεταεπικοινωνία |
Metapopulation | Μεταπληθυσμός |
Metastability | Μεταευστάθεια |
Metastasis | Μετάσταση |
Metazoan | Μετάζωο |
Meteorological factors | Μετεωρολογικοί παράγοντες. |
METEOSAT | ΜΕΤΕΟSAT. Ευρωπαϊκός γεωστατικός, μετεωρολογικός δορυφόρος της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Διαστήματος που τον λειτουργεί ο οργανισμός EUMETSAT. Ο METEOSAT εκπέμπει στα 1691 και 1694 MHz |
Methane | Μεθάνιο |
Methyl bromide | Βρωμιούχο μεθύλιο |
Methyl chloroform | Μεθυλοχλωροφόρμιο |
Micro decisions | Μικροοικονομικές αποφάσεις |
Micro factors | Μικροοικονομικοί παράγοντες |
Micro filtration | Μικροδιήθηση |
Micro lending | Μικροπίστωση |
Microbe | Μικρόβιο |
Microclimate | Μικροκλίμα |
Microevolution | Μικροεξέλιξη |
Microorganism | Μικροοργανισμός |
Microsite | Μικροπεριοχή. Μικρή έκταση που παρουσιάζει τοπικά χαρακτηριστικά διαφορετικά από τα χαρακτηριστικά της περιοχής που την περιβάλλει |
Midnight dumping | (Μεσονύκτια) εκφόρτωση απορριγμάτων. Η παράνομη πρακτική εκφόρτωσης απορριμάτων, ιδιαίτερα επιβλαβών αποβλήτων, συχνά κατά τη διάρκεια της νύκτας, ώστε η εκφόρτωση να μη γίνεται αντιληπτή |
Migrant selection | Επιλογή μεταναστών. Στη γενετική, είναι η επιλογή που βασίζεται στις διαφορετικές ικανότητες μετανάστευσης ατόμων με διαφορετική γενετική σύσταση. Για παράδειγμα, αν ιδρύονται νέοι πληθυσμοί συχνότερα από άτομα με γονίδιο Α, σε αντίθεση με εκείνα που φέρουν το γονίδιο α, τότε λέμε πως το γονίδιο Α ευνοείται από την επιλογή μεταναστών |
Migration | Μετανάστευση. Στην εξελικτή βιολογία, μετανάστευση είναι συνώνυμο της γονιδιακής ροής. Με άλλα λόγια, είναι η μαζική μετακίνηση ατόμων, χωρίς να υπάρχει αναγκαστικά γονιδιακή ροή μεταξύ των πληθυσμών. |
Milankovitch cycle | Κύκλος Milankovitch. Ένας κύκλος σημαντικών ταλαντώσεων στη γήινη τροχιά, που λαμβάνει χώρα συχνά εδώ και χιλιάδες χρόνια και είναι γνωστός από την επιρροή που ασκεί στη κατανομή της ηλιακής ακτινοβολίας και επομένως στην ύπαρξη παγκόσμιων καιρικών φαινομένων |
Minamata disease | Ασθένεια Minamata. Μια ασθένεια, που βρέθηκε να είναι το αποτέλεσμα της δηλητηρίασης υδραργύρου, και παρατηρήθηκε αρχικά σε ένα αλιευτικό χωριό στην Ιαπωνία. Κύρια συμπτώματα αυτής της «ασθένειας» - όπως αποκαλείται - είναι οι σπαστικές κινήσεις και η διανοητική καθυστέρηση |
Mineral | Μετάλλευμα ή μέταλλο |
Mineral ash | Ορυκτή τέφρα. |
Mineral resources | Ορυκτοί φυσικοί πόροι |
Mineral soil | Ορυκτό έδαφος |
Mineralization | Μεταλλοποίηση, απολιθοποίηση, ανοργανοποίηση |
Minor worker,minima | Ελάσσων εργάτρια |
Mission statement | Καθορισμός αποστολής |
Mistake prevention | Πρόληψη σφάλματος |
Mixture | Μίγμα |
Mobbing | Ομαδική απόκρουση |
Model | Μοντέλο |
Moderator | Μεσολαβητής. Σε έναν πυρηνικό αντιδραστήρα, μεσολαβητής είναι οποιοδήποτε υλικό το οποίο επιβραδύνει τα νετρόνια από τις αντιδράσεις διάσπασης έτσι ώστε ταξιδεύουν με τη σωστή ταχύτητα για να προκαλέσουν μια άλλη διάσπαση. Το ύδωρ και ο γραφίτης είναι δύο τύποι μεσολαβητών |
Modified Accelerated Cost Recovery System (MACRS) | Τροποποιημένο Σύστημα Επιταχυνόμενης Ανάκτησης Κόστους |
Modifier gene | Τροποποιητικό γονίδιο |
Moisture | Υγρασία |
Moisture time lag | Χρονική υστέρηση υγρασίας |
Molecule | Μόριο |
Molt, moult (or molting, moulting) | Έκδυση. Βλ. ecdysis |
Molybdenum (Mo) | Μολυβδαίνιο |
Monitoring | Παρακολούθηση |
Monoculture | Μονοκαλλιέργεια. Συνώνυμο του monocropping. Αντίθετά του είναι το crop rotation= αμειψισπορά και το polyculture= πολυκαλλιέργεια |
Monogamy | Μονογαμία |
Monogyny | Μονογυνία |
Monomorphic | Μονομορφικός |
Monomorphism | Μονομορφισμός |
Monophyletic | Μονοφυλετικό |
Monsoon | Μουσσώνας. |
Montreal Protocol | Πρωτόκολλο του Μοντρεάλ. Μια συμφωνία που έγινε το 1987 από πολλά έθνη ώστε να ελαττωθεί η παραγωγή των χλωροφλωροανθράκων κατά 50% μέχρι το έτος 2000 προκειμένου να προστατευθεί η ασπίδα του όζοντος |
Mopping up | Αποκάθαρση, εκκαθάριση |
Morbidity | Νοσηρότητα. Η επίπτωση της ασθένειας σε έναν πληθυσμό |
Morphocline | Μορφοκλινές |
Morphogenetic | Μορφογενετικό |
Mortality | Θνησιμότητα |
Mortality (in a stand) | Νέκρωση (δέντρων συστάδας) |
Mosaic evolution | Μωσαϊκή εξέλιξη |
Motivation | Κίνητρο, παρακίνηση |
Motivation and morale | Κίνητρο και ηθικό |
Motivators | Παράγοντες κινήτρων (ή υποκίνησης) |
Mudflow | Λασπολίσθηση. |
Mulch | Μίγμα εδαφοκάλυψης |
Multinational corporation | Πολυεθνική εταιρία. |
Multiplier effect | Πολλαπλασιαστικό φαινόμενο |
Municipal solid waste (MSW) | Δημοτικά στερεά απόβλητα (MSW) |
Mutagen | Μεταλλαξιογόνο ή μεταλλακτικός παράγοντας. Ουσία που μπορεί να προκαλέσει γενετικές μεταλλαγές / μεταλλάξεις |
Mutagenic | Μεταλλαξιογόνος/α/ο |
Mutation | Μεταλλαγή, μετάλλαξη |
Mutation pressure | Μεταλλακτική πίεση |
Mutualism | Αμοιβαιότητα. |
Mycelia | Μικκύλια |
Mycorrhiza | Μυκόρριζα |
Myrmecioid complex | Μυρμηκιοειδές σύμπλεγμα. |
NASA (National Aeronautics and Space Administration) | NASA. Εθνική Αεροναυτική και Διαστημική Διοίκηση των Η.Π.Α |
National forest lands | Εθνικός Δρυμός ή Εθνικό Πάρκο |
National forests | Εθνικά δάση |
National parks | Εθνικά πάρκα |
Native species | Γηγενή (αυτόχθονα) είδη |
Natural | Φυσικός |
Natural capital | Φυσικό κεφάλαιο. Οι φυσικοί πόροι ενός έθνους, οι οποίοι αποτελούν το φυσικό κεφάλαιο και τα περιουσιακά του στοιχεία |
Natural chemical control | Φυσικός χημικός έλεγχος. |
Natural control methods | Φυσικές μέθοδοι ελέγχου |
Natural disaster | Φυσική καταστροφή |
Natural enemies | Φυσικοί εχθροί |
Natural fire | Φυσική πυρκαγιά |
Natural forest | Φυσικό δάσος |
Natural gas | Φυσικό αέριο |
Natural increase | Φυσική αύξηση. |
Natural ionizing radiation | Φυσική ιονίζουσα ακτινοβολία |
Natural laws | Φυσικοί νόμοι |
Natural radioactive decay | Φυσική ραδιενεργός αποσύνθεση |
Natural recharge | Φυσική επανατροφοδότηση |
Natural regeneration | Φυσική αναγέννηση. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι αυτός ο όρος αντικαθιστάται συχνά από τον όρο reforestation= αναδάσωση |
Natural resources | Φυσικοί πόροι. |
Natural selection | Φυσική επιλογή |
Natural services | Φυσικές υπηρεσίες |
Near infrared | Κοντινό υπέρυθρο |
Negative feedback | Αρνητική ανάδραση |
Negentropy | Αρνητική εντροπία |
Negotiating range | Περιοχή ή εύρος διαπραγμάτευσης |
Neodarwinism | Νεοδαρβινισμός |
Neodymium (Nd) | Νεοδύμιο |
Neolithic Revolution | Νεολιθική επανάσταση |
Neon (Ne) | Νέο |
Neoteny | Νεοταινία. Ετεροχρονική εξέλιξη κατά την οποία η ανάπτυξη μερικών ή όλων των σωματικών γνωρισμάτων επιβραδύνεται σε σχέση με την σεξουαλική ωρίμανση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα σεξουαλική ωριμότητα σε άτομα με χαρακτηριστικά νεαρού ατόμου |
Neptunium (Np) | Ποσειδώνιο |
Nest odour | Οσμή φωλιάς. |
Net income (NI) theory | Θεωρία καθαρών εσόδων |
Net operating income (NOI) theory | Θεωρία καθαρών λειτουργικών εσόδων |
Net present value (NPV) | Καθαρή παρούσα αξία |
Net primary production | Καθαρή αρχική παραγωγή. |
Net profit margins | Περιθώρια καθαρού κέρδους |
Net reproductive rate | Καθαρός αναπαραγωγικός ρυθμός |
Net residual principle | Αρχή του καθαρού υπολείμματος, στα οικονομικά |
Net working capital | Καθαρό κεφάλαιο κίνησης |
Networks | Δίκτυα |
Neurophysiology | Νευροφυσιολογία |
Neutral alleles | Ουδέτερα αλληλόμορφα |
Neutral solution | Ουδέτερο διάλυμα |
Neutron | Νετρόνιο |
New forestry | Νέα δασονομία |
New Public Management | Νέα Δημόσια Διαχείριση (Διοίκηση) |
Niche (ecological) | Θέση (οικολογική) ή οικοθέση |
Nickel (Ni) | Νικέλιο |
NIMBY (“Not in my backyard”) | «Όχι στην αυλή μου». Μια κοινή τοποθέτηση σχετικά με τις ανεπιθύμητες εγκαταστάσεις - όπως οι αποτεφρωτήρες, οι πυρηνικές εγκαταστάσεις, και οι εγκαταστάσεις επεξεργασιών των επιβλαβών αποβλήτων - για τις οποίες οι άνθρωποι κάνουν τα πάντα ώστε να αποτρέψουν την εγκατάστασή τους κοντά στις κατοικίες τους |
Niobium (Nb) | Νιόβιο |
Nitric acid (ΗΝΟ3) | Νιτρικό οξύ (ΗΝΟ3) |
Nitrification | Νιτροποίηση |
Nitrogen (N) | Άζωτο |
Nitrogen cycle | Κύκλος του αξώτου |
Nitrogen dioxide | Διοξείδιο του αζώτου |
Nitrogen fixation | Σταθεροποίηση αζώτου |
Nitrogen oxides (Noχ) | Οξείδια του αζώτου (NOχ) |
Nitrous oxide | Νιτρώδες οξείδιο |
NOAA (National Oceanic and Atmospheric Administration) | NOAA ή Εθνική Ωκεανολιγική και Ατμοσφαιρική Διοίκηση των Η.Π.Α |
Nobelium (No)* | Νομπέλιο |
Noise pollution | Ηχορύπανση |
Nominal interest rate | Ονομαστικό επιτόκιο |
Nonbiodegradable | Μη βιοδιασπάσιμoς/η/ο, μη βιοδιασπώμενος/η/ο. Αντίθετο του Biodegradable= Βιοδιασπάσιμoς/η/ο ή βιοδιασπώμενος/η/ο |
Noncommercial forest land | Δάσος εκτός διαχείρισης |
Nonconsumptive use | Ανακτήσιμη χρήση. Βλ. nonconsumptive water use |
Nonconsumptive water use | Ανακτήσιμη χρήση ύδατος. Το νερό δεν μπορεί να καταναλωθεί αλλά μπορεί να (ξανα)χρησιμοποιηθει για διαφορετικούς λόγους |
Nondegradable pollutant | Μη βιοδιασπάσιμoς/η/ο ή μη βιοδιασπώμενος/η/ο ρύπος (ρυπαντής) |
Non-discrimination | Μη-διάκριση, απροκαταληψία. Όταν κάποιο άτομο δεν κάνει διακρίσεις ή δεν έχει προκαταλήψεις |
Nongovernmental organization (NGO) | Μη κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ) |
Nonionizing radiation | Μη ιονίζουσα ακτινοβολία |
Nonpoint sources | Μη σημειακές πηγές |
Nonrenewable resources | Μη ανανεώσιμοι πόροι |
Norm of reaction | Φάσμα αντιδράσεων |
Normal fire season | Κανονική περίοδος πυρκαγιών |
Norms | Πρότυπα, κανόνες |
Not for-profit οrganisation (or non-profit organization) | Μη κερδοσκοπικός οργανισμός |
No-till agriculture | Χωρίς καλλιέργεια. (Ακαλλιέργητος/η/ο). Η πρακτική αυτής της καλλιέργειας κατά την οποία σκοτώνονται τα ζιζάνια με χημικές ουσίες ή άλλα μέσα και οι σπόροι φυτεύονται και αυξάνονται χωρίς να οργωθεί ή να καλλιεργηθεί η γη. Η πρακτική αυτή είναι πολύ αποτελεσματική για να αποτρέψει τη διάβρωση του εδάφους |
NPV (Net present value) | Καθαρή παρούσα αξία |
Nuclear fission | Πυρινική σχάση |
Nuclear fussion | Πυρινική σύντηξη |
Nuclear power | Πυρηνική ενέργεια |
Nucleic acids | Νουκλεϊκά οξέα |
Nucleoid | Πυρινοειδές. Το τμήμα του κυττάρου ενός βακτηρίου ή ενός κυανοπράσινου φύκους, δηλ. ενός προκαρυωτικού κυττάρου που περιέχει το γενετικό υλικό, το DNA, και γι’ αυτό ελέγχει τη δραστηριότητα του κυττάρου (= nuclear region= πυρινική περιοχή) |
Nucleotide | Νουκλεοτίδιο |
Nucleus | Πυρήνας |
Nuptial flight | Γαμήλια πτήση, στην κοινωνιοβιολογία |
Nutrient | Θρεπτική ουσία ή θρεπτικό συστατικό |
Nutrient budget | Ισοζύγιο θρεπτικών |
Nutrient cycle | Θρεπτικός κύκλος |
Nutrient-holding capacity | Ικανότητα συγκράτησης θρεπτικών ουσιών (συστατικών) |
Nymph | Νύμφη, στην κοινωνιοβιολογία |
Objective | Στόχος |
Observational learning | Παρατηρησιακή εκμάθηση |
Observations | Παρατηρήσεις |
Ocean thermal-energy conversion | Ωκεάνια θερμο-ενεργειακή μετατροπή (OTEC) |
Odour trail | Οσμητικό ίχνος |
Oestrus | Οίστρος |
Oil field | Κοίτασμα πετρελαίου, πετρελαιοπηγή |
Oil sand | Πετρελαιοφόρος αμμόλιθος, πετρελαιοφόρος άμμος. (= tar sands και asphaltic sands) |
Oil shale | Σχιστόλιθος πετρελαίου |
Oligogiyny | Ολιγογυνία |
Oligotrophic | Ολιγοτροφικός/ή/ό |
Oligotrophic lake | Ολιγοτροφική λίμνη |
Omnivore | Παμφάγος/ος/ο |
Ontogeny | Οντογένεση |
OPEC | ΟΠΕΚ [Οργανισμός ΠΕτρελαιοπαραγωγών Κρατών] |
Open field planting | Ανοικτή φυτεία. Φύτευση σε γυμνή έκταση |
Openness | Ειλικρίνεια, ευθύτητα |
Operating lease | Διαχειριστική μίσθωση |
Operating profit margins | Περιθώρια κέρδους εκμετάλλευσης |
Operational objectives | Λειτουργικοί στόχοι |
Operational sub-process improvement | Λειτουργική βελτίωση επιμέρους διαδικασιών |
Opportunistic species | Οπορτουνιστικά είδη |
Opportunity cost | Κόστος ευκαιρίας |
Optimal capital structure | Βέλτιστη κεφαλαιακή διάρθρωση |
Optimal population | Βέλτιστος πληθυσμός |
Optimal range | Βέλτιστη σειρά |
Optimal yield | Βέλτιστη παραγωγή, απόδοση |
Optimum | Βέλτιστος/η/ο |
Option | Δικαίωμα προαίρεσης |
Option writer | Πωλητής δικαιώματος προαίρεσης |
Order | Τάξη |
Ordinary income | Κανονικό εισόδημα |
Ore (or orebody) | Κοίτασμα |
Organic chemicals | Οργανικές χημικές ουσίες |
Organic compounds/molecules | Οργανικές ενώσεις/μόρια |
Organic entities | Οργανικές οντότητες |
Organic farming | Οργανική καλλιέργεια |
Organic fertilizer | Οργανικό λίπασμα |
Organic food | Οργανικά τρόφιμα |
Organic gardening | Οργανική καλλιέργεια |
Organic matter | Οργανική ύλη |
Organic phosphate | Οργανικό φωσφορικό άλας |
Organically grown | Ανεπτυγμένος/η/ο ή αναπαραχθείς/είσαι/έν οργανικά. Ένας οργανισμός που έχει αναπτυχθεί και αναπαραχθεί χωρίς φυτοφάρμακα |
Organisation chart | Οργανόγραμμα |
Organisational adaptability | Οργανωσιακή προσαρμοστικότητα |
Organisational behaviour | Οργανωσιακή συμπεριφορά |
Organisational culture | Οργανωσιακή κουλτούρα |
Organisational downsizing | Συγχώνευση ιεραρχικών επιπέδων |
Organisational flattening | Συγχώνευση ιεραρχικών επιπέδων |
Organisational infrastructure | Οργανωσιακή υποδομή |
Organisational mapping | Οργανωσιακή χωροθέτηση (ή χαρτογράφηση) |
Organisational performance | Οργανωσιακή απόδοση |
Organisational performance indicators | Δείκτες οργανωσιακής απόδοσης |
Organisational units | Οργανικές μονάδες |
Organism | (1) Οργανισμός. Οποιoδήποτε ζώο, φυτό, μικρόβιο ή οτιδήποτε έχει ζωή. (2) Οργανισμός δεικτών. Ένας οργανισμός η παρουσία ή η απουσία του οποίου σε μια περιοχή ή σε μια χημική ένωση δείχνει μια παθογόνος ή όχι κατάσταση. |
Ornithology | Ορνιθολογία |
Orphan site | Ορφανή περιοχή |
Orthophoto | Ορθοφωτογραφία |
Osmium (Os) | Όσμιο |
Osmosis | Όσμωση. |
Outbreak | Ξέσπασμα |
Outcome measure | Μέτρο επιπτώσεων |
Outcomes | Επιπτώσεις. |
Outcrossing | Ετερομιξία |
Outgroup | Παραομάδα |
Out-of-the-money option | Δικαίωμα προαίρεσης χωρίς εσωτερική αξία |
Output measure | Μέτρο εκροών |
Outputs | Εκροές, στα οικονομικά |
Ovary | Ωοθήκιο ή ωοθήκη |
Over the counter market | Εξωχρηματιστηριακή αγορά |
Overall account | Συνολικό ισοζύγιο πληρωμών |
Overall coverage ratio | Δείκτης συνολικής κάλυψης |
Overconsumption | Υπερκαταναλωτισμός |
Overcultivation | Υπερκαλλιέργεια |
Overdepreciation | Υπεραπόσβεση |
Overdominance | Υπερκυριαρχία |
Overfishing | Υπεραλίευση |
Overgrazing | Υπερβόσκηση |
Overhead agencies | Επιβλέπουσες υπηρεσίες |
Overland flow | Επιφανειακή ροή. Αυτός ο όρος είναι γνωστός κυρίως ως runoff= Απορροή |
Overnutrition | Υπερτροφισμός |
Overpopulation | Υπερπληθυσμός |
Overtopped | Έγκλειστα δέντρα |
Oxidation | Οξείδωση |
Oxygen (O) | Οξυγόνο |
Oxyphilic | Βλ. Acidophilic= Οξύφυλλο |
Ozone | Όζον |
Ozone hole | Τρύπα όζοντος (= ozone depletion) |
Ozone layer | Στρώμα όζοντος, οζονόσφαιρα |
Ozone shield | Ασπίδα όζοντος |
Paedomorphosis | Παιδομόρφωση |
Pair bonding | Δεσμός ζεύγους |
Palladium (Pd) | Παλλάδιο |
Panmictic | Παμμικτικός |
Panmixia | Παμμιξία |
PANs (PeroxyAcetylNitrates) | Υπεροξύ-νιτρικό-ακετύλιο |
Par (or par value) | Άρτιο (ή αξία στο άρτιο) |
Parallel evolution | Παράλληλη εξέλιξη |
Paralogous | Παράλογοι |
Parameter | Παράμετρος. |
Parapatric | Παραπάτριοι. Είναι οι πληθυσμοί που οι γεωγραφικές τους κατανομές συνορεύουν, αλλά δεν επικαλύπτονται |
Parasites | Παράσιτα |
Parasitism | Παρασιτισμός |
Parasocial | Παρακοινωνικό |
Parent material | Υλικό γονέα |
Parochial, departmental interests | Τοπικιστικά, κλαδικά συμφέροντα |
Parsimony | Φειδωλότητα |
Parthenogenesis | Παρθενογέννεση |
Partial claustral colony founding | Μερικώς κλειστή ίδρυση αποικίας |
Participation in policy planning | Συμμετοχή στον σχεδιασμό πολιτικής |
Participation loans | Συμμετοχικά δανεια |
Participatory management | Συμμετοχική διαχείρηση (διοίκηση) |
Particulates | Μόρια |
Partnership | Προσωπική εταιρία, στα οικονομικά |
Parts per milion | Μέρη ανά εκατομμύριο (PPM) |
Passive safety features | Παθητικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα ασφάλειας |
Passive solar heating system | Σύστημα παθητικής ηλιακής ενέργειας |
Pasteurization | Παστερίωση |
Pastoralist | Ποιμενικός, βουκολικός |
Pasture | Βοσκότοπος |
Paternal investment | Γονική επένδυση |
Path analysis | Ανάλυση διαδρομής |
Pathogen | Παθογόνος |
Payback period | Περίοδος επανείσπραξης |
Payout ratio | Δείκτης διανομής μερίσματος |
PCBs (PolyChlorinated Biphenyls) | Πολυχλωριωμένα διφαινύλια |
Peak fire season | Κρίσιμη περίοδος πυρκαγιών |
Peck order | Ιεραρχία επικράτησης |
Peer rating | Διαβάθμιση συναδέλφων |
Percolation | Διήθηση |
Performance appraisal | Αξιολόγηση απόδοσης |
Performance appraisal system | Σύστημα αξιολόγησης απόδοσης |
Performance drivers | Ποσοτικοί δείκτες απόδοσης |
Performance gap | Χάσμα απόδοσης |
Performance goal | Στόχος απόδοσης |
Performance indicators | Δείκτες απόδοσης |
Performance management | Διαχείρηση (διοίκηση) απόδοσης |
Performance measure | Μέτρο (μέτρηση) απόδοσης |
Performance metrics | Συστήματα μέτρησης απόδοσης |
Performance standards | Πρότυπα απόδοσης |
Perimeter growth rate | Ρυθμός ανάπτυξης περιμέτρου |
Peripatric | Περιπάτριοι. Είναι οι πληθυσμοί που βρίσκονται στην περιφέρεια της κύριας κατανομής του είδους |
Perissodactyl | Περισσοδάκτυλο |
Permafrost | (ελλ.) Permafrost. Μόνιμο στρώμα πάγου. Το έδαφος των αρκτικών περιοχών που παραμένει μόνιμα παγωμένο |
Permanent financing | Πάγια χρηματοδότηση. |
Permanent working capital | Πάγιο κεφάλαιο κίνησης |
Permeability | Διαπερατότητα ή διεισδυτικότητα |
Perpetuity | Ομολογία χωρίς τακτή λήξη |
Persistent | Έμμονος/η/ο, επίμονος/η/ο. Ιδιότητες των φυτοφαρμάκων ή άλλων χημικών ουσιών μη βιοδιασπάσιμων και ιδιαίτερα ανθεκτικών. Τέτοιες χημικές ουσίες παραμένουν παρούσες στο περιβάλλον για την διάρκεια ενός έτους ή περισσότερο |
Persistent organic pollutants (POPs) | Μη βιοδιασπάσιμοι οργανικοί ρύποι |
Perturbation | Διαταραχή. Το αίτιο μιας φυσικής όχλησης του οικοσυστήματος |
Pest | Ζιζάνιο, παράσιτo, παρασιτικός οργανισμός |
Pest | Επιβλαβές φυτό ή ζώο |
Pesticide | Ζιζανιοκτόνο, μικροβιοκτόνο, παρασιτοκτόνο |
Pest-loss insurance | Ασφάλεια σε περίπτωση απώλειας συγκομιδής λόγω ζιζανίων |
Petrochemical | Πετροχημικός/ή/ό |
Petrochemicals | Πετροχημικά προϊόντα |
pH | (ελλ.) pH. Κλίμακα που χρησιμοποιείται για να υποδείξει την οξύτητα ή βασικότητα (αλκαλικότητα) των ενδείξεων στο εργαστήριο και στο έδαφος, εκφρασμένος ως λογάριθμος της συγκέντρωσης των ιόντων υδρογόνου (H+) |
Phenetic | Φαινετικός/ή/ό |
Phenotype | Φαινότυπος |
Pheromone | Φερομόνη |
Philopatry | Φιλοπατρία |
Philosophy of zero errors/defects | Φιλοσοφία του μηδενικού σφάλματος |
Phosphate | Φωσφορικά άλατα φωσφορική ρίζα |
Phosphorus (P) | Φώσφορος |
Phosphorus cycle | Κύκλος φωσφόρου |
Photochemical breakdown | Φωτοχημική αποδόμηση |
Photochemical oxidants | Φωτοχημικά οξείδια |
Photochemical smog | Φωτοχημική αιθαλομίχλη, φωτοχημικό νέφος |
Photosynthesis | Φωτοσύνθεση |
Photovoltaic cells | Φωτοβολταϊκά κύτταρα (στοιχεία). Συσκευές που μετατρέπουν την ηλιακή ενέργεια σε ηλεκτρικό ρεύμα |
Phyletic group | Φυλετική ομάδα |
Phylogenetic group | Φυλογενετική ομάδα |
Phylogenetic inertia | Φυλογενετική αδράνεια |
Phylogeny | Φυλογένεση |
Phylum | Φύλο. Στη ταξινομική, κατηγορία υψηλού επιπέδου, ακριβώς κάτω από το Βασίλειο και πάνω από την Ομοταξία, δηλ. ομάδα συγγενών ομοταξιών (π.χ. τα Αρθρόποδα= τα καρκινοειδή, τα αραχνίδια, τα έντομα) και οι συγγενικές τους μορφές, και τα χορδωτά, τα οποία περιλαμβάνουν τα σπονδυλωτά και τις συγγενικές τους μορφές |
Physical barrier | Φυσικό εμπόδιο, φράγμα ή φυσικός φραγμός. Ένα γενετικό χαρακτηριστικό ενός φυτού, όπως και οι κολλώδεις τρίχες, που εμποδίζει την επίθεση των ζιζανίων ή παρασίτων |
Physically-controlled combustion | Φυσικά ελεγχόμενη καύση |
Physiology | Φυσιολογία |
Phytoplankton | Φυτοπλαγκτόν |
Phytoremediation | Αποκατάσταση με φυτά. Η χρησιμοποίηση ορισμένων φυτών με σκοπό να ολοκληρωθεί ο καθαρισμός μερικών επικίνδυνων χημικών αποβλήτων |
Pine | Πεύκο |
Pioneer species | Εποικιστές, πρόδρομα είδη |
Placenta | Πλακούντας |
Placental | Πλακουντοφόρο. |
Planetary albedo | Πλανητικό αλμπίντο (λευκαύγεια). Η αντανάκλαση της ηλιακής ακτινοβολίας πίσω στο διάστημα λόγω της κάλυψης της γης από σύννεφα, η οποία συμβάλει στην ψύξη της ατμόσφαιρας |
Plankton | Πλαγκτόν. |
Plant community | Φυτοκοινωνία ή κοινωνία φυτών |
Plant cover | Εδαφοκάλυψη. |
Planting | Φυτεία. |
Plate tectonics | Τεκτονικές πλάκες |
Plates | Πλάκες |
Platinum (Pt) | Λευκόχρυσος |
Pledging collateral | Ενεχυριασμένη ασφάλεια |
Pleiotropism | Πλειοτροπισμός. Ο έλεγχος περισσοτέρων του ενός φαινοτυπικών χαρακτηριστικών, π.χ. του χρώματος του ματιού, της ερωτικής συμπεριφοράς, ή του μεγέθους, από το ίδιο γονίδιο ή ομάδα γονιδίων |
Pleiotropy | Πλειοτροπία. Όταν ο ίδιος γενετικός τόπος επηρεάζει δύο ή περισσότερους φαινοτυπικούς χαρακτήρες |
Plot | (1) Δειγματοληπτική επιφάνεια, πειραματική μονάδα,. Επιφάνεια στην οποία γίνονται μετρήσεις πριν ή κατά τη διάρκεια πειραμάτων (= experimental unit). (2) Αγροτεμάχιο ή τμήμα γης, στην γεωργία. (= block, break field). (3) (α) Σχεδίαση, αποτύπωση (χώρου με τη βοήθεια του Η/Υ), για επιστημονικούς κλάδους όπως= Γραφιστική, Πληροφορική, ΣΓΠ, Τηλεπισκόπηση, Τοπογραφία,Φωτογραμμετρία, Χαρτογραφία και Χωρική Ανάλυση. (b) Σχεδιάζω, αποτυπώνω, παριστάνω γραφικά (κάτι με τη βοήθεια του Η/Υ), ως ρήμα, στους επιστημονικούς κλάδους= Γραφιστική, Πληροφορική, ΣΓΠ, Τηλεπισκόπηση, Τοπογραφία,Φωτογραμμετρία, Χαρτογραφία και Χωρική Ανάλυση |
Plug | Βωλόφυτο. Φυτάριο που αναπτύσσεται σε φυτοδοχείο σε ελεγχόμενες συνθήκες και μεταφέρεται για φύτευση με μπάλα εδάφους γύρω από τις ρίζες του. Βλ. container seedling= βωλόφυτο |
Plume | Στήλη καπνού |
Plutonium (Pu) | Πλουτώνιο |
Pod | Κοπάδι, μπουλούκι |
pOH | pOH. Ο αρνητικός λογάριθμος της συγκέντρωσης των ιόντων υδροξυλίου (OH). Όπως το pH έτσι και το pOH παίρνει τιμές από 0 έως 14, αντιπροσωπεύοντας κάθε μονάδα μια δεκαπλάσια αύξηση πέρα από την προηγούμενη. Όσο χαμηλότερο είναι το pOH, τόσο υψηλότερη είναι η συγκέντρωση των ιόντων υδροξυλίου |
Point mutation | Σημειακή μετάλλαξη. |
Point sources | Σημειακές πηγές |
Poison pill | Δηλητηριώδες χάπι |
Policy (or policies) | Πολιτική (ή Πολιτικές) |
Policy life cycle | Κύκλος ζωής της πολιτικής ή των πολιτικών (που ακολουθεί μια κυβέρνηση) |
Policy making/implementation | Χάραξη/εφαρμογή πολιτικής |
Politics | Πολιτική |
Pollard | Κουτσουρεμένο δέντρο |
Pollen storers | Αποταμιευτές γύρης. |
Pollination | Επικονίαση |
Pollutant | Ρύπος, ρυπαντής |
Pollution | Ρύπανση |
Pollution cleanup | Καθαρισμός της ρύπανσης |
Pollution prevention | Πρόληψη ρύπανσης |
Polonium (Po) | Πολώνιο |
Polyandry | Πολυανδρία. |
Polyculture | Πολυκαλλιέργεια. |
Polydomous | Πολύοικη. Αναφέρεται σε αποικία με περισσότερες από μια φωλιές. |
Polyethism | Πολυεθισμός. |
Polygamy | Πολυγαμία. |
Polygenes | Πολυγονίδια. |
Polygenic characters | Πολυγονιδιακοί χαρακτήρες |
Polygyny | Πολυγυνία. |
Polymorphism | Πολυμορφισμός |
Polyphagous | Πολύφαγος/η/ο. |
Polyphyletic | Πολυφυλετικό. |
Polyploidy | Πολυπλοείδια |
Polytopy | Πολυτοπία |
Polytypy | Πολυτυπία |
Polyvarietal cultivation | Πολυποίκιλη καλλιέργεια |
Poneroid complex | Πονηροειδές σύμπλεγμα |
Pongid | Πογκίδης. |
Pooling of interest | Εξαγορά με ανταλλαγή |
Population | Πληθυσμός |
Population change | Πληθυσμιακή μεταβολή |
Population density | Πληθυσμιακή πυκνότητα |
Population distribution | Πληθυσμιακή κατανομή |
Population dynamics | Πληθυσμιακή δυναμική |
Population equilibrium | Πληθυσμιακή ισορροπία |
Population explosion | Πληθυσμιακή έκρηξη |
Population momentum | Πληθυσμιακή ορμή. |
Population profile | Προφίλ του πληθυσμού. Η γραφική αναπαράσταση ενός πληθυσμού που παρουσιάζει τον αριθμό των ατόμων κάθε ηλικίας ξεχωριστά ή κάθε ηλικιακής ομάδας ανά πέντε έτη, αρχίζοντας από τις νεώτερες ηλικίες στο κατώτατο σημείο του σχεδιαγράμματος. Κατ’αυτή την έννοια, είναι συνώνυμο του όρου population distribution= πληθυσμιακή κατανομή |
Population structure | Πληθυσμιακή δομή |
Porosity | Το πορώδες |
Portfolio | Χαρτοφυλάκιο |
Portfolio investment | Επένδυση χαρτοφυλακίου. |
Position effect | Επίδραση θέσης. |
Positive feedback loop | Βρόχος θετικής ανάδρασης |
Postadaptation | Μεταπροσαρμογή |
Potassium (K) | Κάλιο |
Potential energy | Δυναμική ενέργεια |
Potentially renewable resource | Δυνητικά ανανεώσιμος φυσικός πόρος |
Pouch makers | Κατασκευαστές θυλάκων. |
Power distribution | Κατανομή εξουσίας |
Power grid | Ηλεκτρικό δίκτυο ισχύος |
Praseodymium (Pr) | Πρασεοδύμιο |
Preadaptation | Προπροσαρμογή |
Precautionary principle | Προφυλακτική αρχή |
Precipitation | (1) Ατμοσφαιρική κατακρήμνιση. (2) Καθίζιση, ιζηματοποίηση |
Precocial | Φωλεόφυγο |
Predator | Θηρευτής (για ζώα) |
Predator-prey relationship | Σχέση θηρευτή-θηράματος |
Preemptive right | Δικαίωμα προτίμησης. |
Preference for liquidity | Προτίμηση για ρευστότητα |
Preferred stocks | Προνομιούχες μετοχές |
Preliminary treatment | Προκαταρτική επεξεργασία |
Preparedness | Ετοιμότητα. |
Preparedness level | Επίπεδο ετοιμότητας. |
Prescribed burning | Προδιαγεγραμμένη καύση. |
Prescribed fire | Προδιαγεγραμμένη πυρκαγιά. |
Prescribed natural fire | Προδιαγεγραμμένη φυσική πυρκαγιά. |
Prescription | Προδιαγραφή |
Present value | Παρούσα αξία. |
Preservation | Διατήρηση. |
Prey | Λεία |
Price/earnings (P/E) ratio | Δείκτης τιμής προς κέρδη |
Primary consumer | Πρωτογενής καταναλωτής |
Primary energy sources | Κύριες μορφές ενέργειας |
Primary market | Πρωτογενής αγορά |
Primary pollutants | Πρωτογενείς ρύποι (ρυπαντές) |
Primary producers | Πρωτογενείς παραγωγοί, φωτοσυνθετικοί οργανισμοί |
Primary production | Πρωτογενής παραγωγή. Οι δραστηριότητες των πρωτογενών παραγωγών (= primary producers) στη δημιουργία νέας οργανικής ουσίας στα οικοσυστήματα |
Primary recovery | Πρωτογενής ανάκτηση |
Primary reproductive | Πρωτογενές αναπαραγωγικό |
Primary sewage treatment | Πρωτοβάθμια επεξεργασία αποβλήτων |
Primary standard | (1) Πρωτεύον πρότυπο. Το μέγιστο ανεκτό επίπεδο ενός ρύπου. Τα πρότυπα αυτά προορίζονται ώστε να προστατευθεί η ανθρώπινη υγεία. (2) Πρότυπο διάλυμα (= basal standard). Ένα διάλυμα που έχει προετοιμαστεί πολύ προσεκτικά για να καθορίσει την ισχύ των διαλυμάτων που χρησιμοποιούνται στις διάφορες αναλύσεις |
Primary succession | Πρωτογενής διαδοχή |
Primary treatment | Πρωτοβάθμια επεξεργασία |
Primate | Πρωτεύον. Οποιοδήποτε μέλος της τάξης Πρωτεύοντα, όπως οι λεμούριοι, οι πίθηκοι και ο άνθρωπος |
Prime movers | Κύριοι παρακινητές |
Primer pheromone | Παρακινούσα φερομόνη |
Primitive | Πρωτόγονος/η/ο |
Prior informed consent (PIC) | Συγκατάθεση κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης , άδεια εκ των προτέρων. Γενικά, το να παρέχει κάποιος άδεια ή να συγκατατίθεται, προκειμένου να γίνει ενέργεια που τον αφορά, μόνο μετά από διεξοδική συζήτηση του προβλήματος και αφού εξασφαλιστεί ότι το κατανοεί πλήρως. Παραδείγματα τέτοιων καταστάσεων είναι επικείμενη σοβαρή εγχείρηση, δωρεά οργάνου, είσοδος σε άσυλο κ.α |
Private financing agencies | Ιδιωτικοί χρηματοδοτικοί οργανισμοί |
Private placement | Ιδιωτική τοποθέτηση |
Privatisation | Ιδιωτικοποίηση |
Probabilities | Πιθανότητες |
Procedures | Διαδικασίες (κυρίως διοικητικές) |
Process | Διαδικασία (κυριως ψυχολογική – νοητική) |
Process analysis tools | Εργαλεία ανάλυσης διαδικασίας |
Process design | Σχεδιασμός διαδικασίας |
Process management | Διαχείριση (διοίκηση) διαδικασιών |
Process mapping | Χαρτογράφηση διαδικασίας |
Process redesign | Ανασχεδιασμός διαδικασίας |
Produced assets | Υπάρχον ενεργητικό δυναμικό. Τα κτίρια, τα μηχανήματα, τα οχήματα και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία υποδομής μιας χώρας που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών της χώρας αυτής. Αυτά τα στοιχεία θεωρούνται μέρος του πλούτου αυτής της χώρας |
Producers | Παραγωγοί. Σε ένα οικοσύστημα, εκείνοι οι οργανισμοί (συνήθως τα πράσινα μέρη των φυτών) που χρησιμοποιούν την ηλιακή ενέργεια προκειμένου να κατασκευάσουν τα οργανικά συστατικά, που τους είναι απαραίτητα, από ανόργανες ενώσεις |
Productive use | Εκμετάλλευση φυσικών πόρων |
Productivity | Παραγωγικότητα |
Productivity improvement | Βελτίωση παραγωγικότητας |
Profitability index (PI) | Δείκτης αποδοτικότητας |
Progenesis | Προγένεση. |
Programme planning | Σχεδιασμός προγράμματος |
Progressive provisioning | Προοδευτική πρόνοια |
Project management | Διαχείριση έργου |
Prokaryotic cells | Προκαρυωτικά κύτταρα |
Promethium (Pm) | Προμήθειο |
Promisian | Προπίθηκος |
Propagules | (1) Μοσχεύματα. Στη δασοπονία, μέρη του φυτού όπως ρίζες, βλαστοί, οφθαλμοί κ.λ.π. τα οποία χρησιμοποιούνται για τον πολλαπλασιασμό του. (2) Μονάδες διασποράς. Στη πληθυσμιακή βιολογία, τα τμήματα ενός πληθυσμού που είναι σε θέση να ιδρύσουν νέα αποικία |
Property taxes | Φόροι ιδιοκτησίας |
Proprietorship | Ατομική επιχείρηση. |
Prospectus | Ενημερωτικό δελτίο |
Protease | Προτέαση |
Protected forest | Προστατευόμενο δάσος. |
Protective belt | Ζώνη προστασίας |
Protein | Πρωτεΐνη |
Protisan | Πρώτιστο. Αναφέρεται στο βασίλειο Πρώτιστα (ή Πρωτόκτιστα), το οποίο περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των οργανισμών που εντάσσονταν στο παλιό φύλο Πρωτόζωα, όπως τα μαστιγοφόρα, οι αμοιβάδες, τα βλεφαριδοφόρα και μερικοί άλλοι μονοκύτταροι οργανισμοί. |
Protoactinium (Pa) | Πρωτακτίνιο |
Proton (p) | Πρωτόνιο. |
Protozoon, pl. protozoa | Πρωτόζωο, πλ. πρωτόζωα |
Proven reserves | Βλ. reserves= αποθέματα. |
Provenance | Προέλευση, καταγωγή. Η γεωγραφική περιοχή και το περιβάλλον στο οποίο μια συστάδα δέντρων ενδημεί και όπου η γενετική της υπόσταση έχει εδραιωθεί με φυσική επιλογή |
Proximate causasion | Εγγύτατο αίτιο. Οι καταστάσεις του περιβάλλοντος ή της εσωτερικής φυσιολογίας που προκαλούν τις αποκρίσεις του οργανισμού. Πρέπει να διακρίνονται από τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που αναφέρονται ως απώτατο αίτιο (= ultimate causation), οι οποίοι οδήγησαν αρχικά στην εξέλιξη της απόκρισης |
Proxy | Πληρεξούσιο |
Pseudergate | Ψευδεργάτριες |
Pseudogene | Ψευτογονίδιο |
Public accountability | Δημόσια ευθύνη |
Public corporations | Δημόσιοι οργανισμοί |
Public financing agencies | Δημόσιοι χρηματοδοτικοί οργανισμοί |
Public interest | Δημόσιο συμφέρον |
Public ownership | Δημόσια ιδιοκτησία |
Public sector | Δημόσιος τομέας |
Public servants | Δημόσιοι υπάλληλοι (= civil cervants) |
Public service awards programmes | Προγράμματα επιβράβευσης δημοσίων υπηρεσιών |
Public utilities | Δημόσιες υπηρεσίες κοινής ωφελείας (πχ ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ) |
Punctuated equilibrium | Σημεία ισορροπίας |
Pupa | Χρυσαλλίδα |
Pupate | Μεταμόρφωση σε χρυσαλίδα |
Purchase acquisition method | Εξαγορά με αγορά μετοχών |
Purchasing power parity | Ισοτιμία αγοραστικών δυνάμεων |
Put option | Δικαίωμα πώλησης |
Put option buyer | Αγοραστής δικαιώματος προαίρεσης πώλησης |
Pyrolisis | Πυρόλυση. Χημική αποδόμηση υλικού με θερμότητα |
Quality | Ποιότητα |
Quality assurance | Διασφάλιση ποιότητας |
Quality circle | Κύκλος ποιότητας |
Quality control | Έλεγχος ποιότητας |
Quality improvement | Βελτίωση ποιότητας |
Quality management | Διαχείρηση (διοίκηση) ποιότητας |
Quantitative analysis techniques | Τεχνικές ποσοτικής ανάλυσης |
Quantitative measurement | Ποσοτική μέτρηση |
Quantum evolution | Κβαντική εξέλιξη |
Quasisocial | Μεροκοινωνική |
Queen | Βασίλισσα |
Queen substance | Βασιλική ουσία |
Queenright | Βασιλισσοφόρος |
Quick ratio (or acid test) | Δείκτης άμεσης ρευστότητας (κυρ. όξινο τεστ) |
r extinction | Εξαφάνιση r. |
r selection | Επιλογή r. |
Race | Φυλή |
RACT (Reasonably Available Control Technology) | Μετριοπαθώς διαθέσιμος έλεγχος τεχνολογίας |
Radiation | Ακτινοβολία |
Radical change | Ριζοσπαστική αλλαγή |
Radioactive decay | Ραδιενεργός αποσύνθεση |
Radioactive emissions | Ραδιενεργές εκπομπές |
Radioactive materials | Ραδιενεργές ουσίες |
Radioactive wastes | Ραδιενεργά απόβλητα |
Radioactivity | Ραδιενέργεια |
Radioisotope | Ραδιοϊσότοπο |
Radium (Ra) | Ράδιο |
Radon (Rn) | Ραδόνιο |
Rain shadow | Περιοχή χαμηλών βροχοπτώσεων |
Rain splash | Πιτσιλιά βροχής |
Range of tolerance | Όρια ανοχής |
Rangelands | Βοσκότοποι |
Rate of spread | Ρυθμός εξάπλωσης. |
Rating agencies | Χρηματιστηριακά γραφεία εκτίμησης και αξιολόγησης |
Rationalisation | Εξορθολογισμός, ορθολογικοποίηση |
Raw sewage | Ανεπεξέργαστα λύματα |
Raw sludge | Ακατέργαστη ιλύς, ακατέργαστη λάσπη |
Raw wastewater | Ανεπεξέργαστα υγρά απόβλητα. |
Reactive strategies | Στρατηγικές ανταπόκρισης, αντιδραστικές στρατηγικές. Στα αγγλικά, η έκφραση αυτή εχει αρνητική έννοια) |
Reactor vessel | Δοχείο αντιδραστήρα (= core pressure vessel και pressure vessel) |
Real rate of interest | Πραγματικό επιτόκιο. |
Reallocation (or replacement) | Επανατοποθέτηση |
Recapitulation | Ανακεφαλαίωση |
Recaptured depreciation | Ανακτημένη απόσβεση |
Recessive | Υπολειπόμενο |
Recharge | Αναπλήρωση του υδροφόρου ορίζοντα |
Recharge area | Περιοχή τροφοδοσίας, αναφόρτισης (ανατροφοδότισης). Η περιοχή στην οποία θα διεισδύσουν τα υπόγεια νερά και θα ανατροφοδοτήσουν ένα υδροφόρο στρώμα (= replenishment area) |
Reciprocal altruism | Αμοιβαίος αλτρουϊσμός |
Reclamation | Αποκατάσταση |
Recolonization | Επανεποικισμός |
Recombination | Ανασυνδυασμός |
Recovery | Επανεγκατάσταση |
Recreation site | Χώρος αναψυχής |
Recruitment network | Δίκτυο στελέχωσης |
Recycling | Ανακύκλωση ή aνακύκληση |
Redirected activity | Αναπροσανατολισμένη δραστηριότητα |
Redress | Επανόρθωση, αποζημίωση |
Reforestation | Αναδάσωση. Η φυσική ή τεχνητή επανεγκατάσταση μιας δασικής συστάδας η οποία έχει υποστεί ζημιές. Στα Ελληνικά, ο όρος Αναδάσωση χρησιμοποιείται επίσης και για να δηλώσει την εγκατάσταση δενδρώδους δασικής βλάστησης σε περιοχή στην οποία δεν υπήρχε προηγουμένως δάσος. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως ο αντίστοιχος Αγγλικός όρος αυτής της έννοιας της αναδάσωσης είναι afforestation. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι ο όρος reforestation= αναδάσωση αντικαθιστά συχνά τον όρο natural regeneration= φυσική αναγέννηση |
Refractory seed | Δύσκολος σπόρος |
Refugia | Καταφύγια. |
Regeneration | Αναγέννηση. Η ανανέωση μιας δασικής συστάδας με φυσικό ή τεχνητό τρόπο, δηλαδή είτε με την πλαγιοσπορά με μεταφορά από τον άνεμο, τα πουλιά ή ζώα είτε με τη σπορά ή τη φύτευση είτε την πρεμνοβλάστηση. Βλ. επίσης advanced regeneration= προχωρημένη αναγέννηση |
Regeneration delay | Καθυστέρηση αναγέννησης |
Regression series | Στάδιο οπισθοδρόμησης |
Regulatory reform | Κανονιστική μεταρρύθμιση |
Rehabilitation | Αποκατάσταση |
Reinforcement planting | Φυτεύσεις αντικατάστασης |
Reinforcing selection | Ενισχύουσα επιλογή. |
Reintegration of a landscape | Επανασύνθεση τοπίου |
Relative humidity | Σχετική υγρασία |
Releaser | Αποδεσμευτής |
Releaser pheromone | Αποδεσμευτική φερομόνη |
Reliability | Αξιοπιστία |
Relict | Υπόλειμμα. |
Relictual | Υπολειμματική |
Rem | Rem. Mια παλαιότερη μονάδα μέτρησης της δυνατότητας των ραδιενεργών εκπομπών να διαπεράσουν το βιολογικό ιστό. Βλ. sievert |
Remediation | Αποκατάσταση, εξυγίανση. Η επιστροφή στην αρχική, μη μολυσμένη κατάσταση |
Remote Automation Weather Station (RAWS) | Απομακρυσμένος Αυτόματος Μετεωρολογικός Σταθμός (RAWS) |
Remote sensing | Τηλεπισκόπηση, τηλεανίχνευση. |
Re-naturalising | Αναδημιουργία. Επαναφορά φυσικού ή τεχνητού τοπίου στην αρχική του κατάσταση |
Renewable energy | Ανανεώσιμη ενέργεια |
Renewable energy resources | Ανανεώσιμες πηγές ενεργείας |
Renewable resources | Ανανεώσιμες πηγές |
Re-organisation | Αναδιοργάνωση |
Replacement | Αντικατάσταση. Στη δασοπονία, αντικατάσταση είναι η αντικατάσταση των νεκρών φυταρίων |
Replacement cost | Κόστος αντικατάστασης |
Replacement cost price / eps ratio | Δείκτης κόστους αντικατάστασης |
Replacement fertility/ level | Επίπεδο γονιμότητας αναπλήρωσης. |
Reportable fire | Αναφερόμενη πυρκαγιά |
Reproductive effort | Αναπαραγωγική προσπάθεια |
Reproductive isolation | Αναπαραγωγική απομόνωση |
Reproductive success | Αναπαραγωγική επιτυχία |
Reproductive value | Αναπαραγωγική τιμή β ενός ατόμου i μιας ηλικίας j είναι η αναμενόμενη συμβολή του στην αύξηση του πληθυσμού |
Reproductivity effect | Αναπαραγωγική επίδραση. Στα κοινωνικά έντομα, η σχέση στην οποία ο ρυθμός παραγωγής νέων ατόμων ανά μέλος της αποικίας μειώνεται καθώς αυξάνεται το μέγεθος της αποικίας. |
Repulsion | Απώθηση |
Required rate of return (RRR) | Απαιτούμενο ποσοστό απόδοσης, στα οικονομικά. |
Research and Development (R & D) | Έρευνα και Ανάπτυξη |
Reserves | Αποθέματα |
Reservoir | Δεξαμενή |
Residence time | Χρόνος παραμονής |
Resilience | Ελαστικότητα προσαρμοστικότητα, αντοχή ενός οικοσυστήματος. Η ικανότητα ενός οικοσυστήματος να επανέρχεται στην αρχική του κατάσταση μετά από μια περιβαλλοντική διαταραχή |
Resistance | Αντίσταση. Την αντίσταση που προβάλλουν μερικά παράσιτα σε φυτοφάρμακα και η οποία είναι αποτέλεσμα την επαναλαμβανόμενη χρήση φυτοφαρμάκων σε ένα συγκεκριμένο πληθυσμό παρασίτων |
Resource conservation and recovery | Συντήρηση και ανάκτηση πόρων |
Resource management | Διαχειριση, διοίκηση πόρων |
Resource partitioning | Διαχωρισμός (διαμερισματοποίηση) πόρων |
Resource utilisation | Αξιοποίηση πόρων |
Resource value | Αξία φυσικών πόρων. |
Resources | Πόροι |
Respiration | Αναπνοή (= breathing). Bλ. επίσης cell respiration= αναπνοή κυττάρων |
Response | Απόκριση. Ο χρόνος που απαιτείται από μια μονάδα δασοπυρόσβεσης (εξοπλισμός, προσωπικό, οχήματα) για να μετακινηθεί από τη θέση του σε άλλη θέση κατόπιν εντολής ή λόγω συναγερμού |
Responsibility | Ευθύνη |
Responsiveness | Ανταπόκριση |
Resprouter | Αναβλαστάνον φυτό |
Restocking | Εναποθήκευση, αναγέννηση |
Restoration | Επαναφορά. Η επιστροφή ενός οικοσυστήματος ή οικότοπου στην αρχική του κοινωνική δομή, φυτολογική σύνθεση και οικολογική λειτουργία |
Restoration ecology | Οικολογία αποκατάστασης |
Restructuring of public organisations | Αναδιοργάνωση δημόσιων οργανισμών |
Resurgence | Ανάκαμψη, αναβίωση, αναζωπύρωση. Η γρήγορη επιστροφή ενός πληθυσμού (ειδικά των παρασίτων) ο οποίος έδειχνε ότι είχε πεθάνει ή εξαλιφθεί από τη χρήση φυτοφαρμάκων και η επιστροφή του σε ακόμα πιο υψηλά επίπεδα πριν την αρχική χρήση φυτοφαρμάκων |
Retained trees | Παρακρατήματα. Δέντρα που διατηρούνται κατά τις αραιώσεις ή την υλοτομία, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν σαν σπορείς ή οικοφωλιές |
Reticulate evolution | Δικυτωτή εξέλιξη |
Retinue | Ακολουθία. Στις αποικίες εντόμων, ιδίως στις μέλισσες, η ομάδα εργατριών που περιβάλλει τη βασίλισσα η σύσταση της ακολουθίας αλλάζει διαρκώς. Είναι επίσης γνωστή ως Αυλή |
Return | Απόδοση, στα οικονομικά |
Return of equity (ROE) | Απόδοση κεφαλαίου |
Return of equity (ROE) ratio | Δείκτης απόδοτικότητας κεφαλαίου |
Return of investment (ROI) | Δείκτης αποδοτικότητας επενδύσεων |
Return of investment (ROI) ratio | Δείκτης αποδοτικότητας επενδύσεων |
Return period (interval) | Περιφορά (διάστημα). Η αναμενόμενη περίοδος της επανάληψης ενός φαινομένου ή γεγονότος σε ένα οικοσύστημα |
Re-use | Επαναχρησιμοποίηση |
Revolving letter of credit | Ανανεούμενη πίστωση |
Reward systems | Συστήματα ανταμοιβής |
Rhenium (Re) | Ρήνιο |
Rhodium (Rh) | Ρόδιο |
Rill erosion | Αυλακωτή διάβρωση |
Riparian | Παρόχθιο –Υδροχαρές οικοσύστημα |
Riparian woodlands | Παρόχθια δάση |
Risk | Επικινδυνότητα (τεχνητός κίνδυνος), κίνδυνος, ρίσκο |
Risk analysis | Ανάλυση κινδύνου |
Risk assessment | Αξιολόγηση κινδύνου |
Risk characterization | Χαρακτηρισμός κινδύνου. Είναι ο υπολογισμός της συχνότητας και της σοβαρότητας των επιβλαβών επιπτώσεων που ίσως παρατηρηθούν σε ανθρώπινους πληθυσμούς ή τμήματα του περιβάλλοντος εξ αιτίας της πραγματικής ή της προβλεπόμενης έκθεσης σε μια ουσία. Αυτός ο υπολογισμός ενδέχεται να περιλαμβάνει και την «εκτίμηση κινδύνων», όπως, για παράδειγμα, την ποσοστικοποίηση της ως άνω πιθανότητας. |
Risk management | Διαχείρηση κινδύνου |
Risk perception | Αντίληψη κινδύνου |
Risk premium | Προσαύξημα λόγω κινδύνου |
Risk source | Προέλευση κινδύνου, αίτιο πυρκαγιάς |
Risk taking | Ανάληψη ρίσκου |
Risk/Return trade-off | Αντιστάθμισμα κινδύνου απόσβεσης |
Risk-adjusted discount rate | Προεξοφλητικό επιτόκιο προσαρμοσμένο λόγω κινδύνου. |
Risk-benefit analysis | Ανάλυση κινδύνου πλεονεκτήματος |
Risk-free rate (or riskless rate) | Ποσοστό απόδοσης άνευ κινδύνου, ποσοστό απαλλαγμένο από κίνδυνο |
Ritualization | Τελετουργοποίηση |
Rock cycle | Κύκλος των πετρωμάτων |
Role conflict | Σύγκρουση ρόλων |
Root crown | Κορυφή ριζών |
Royal cell | Βασιλικό κελί |
Royal jelly | Βασιλικός πολτός |
RRR (Required rate of return) | Απαιτούμενο ποσοστό απόδοσης |
Runoff | Απορροή |
Rural area | Αγροτική περιοχή |
Ruthenium (Ru) | Ρουθήνιο |
Rutherfordium (Rf)* | Ραδερφόρvτιο |
Safety net | Δίκτυ ασφαλείας. Σε μια κοινωνία, το δίκτυ ασφαλείας είναι η διαθεσιμότητα των τροφίμων και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης σε ανθρώπους που αδυνατούν να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες τους για αρκετό χρονικό διάστημα |
Safety zone | Ζώνη ασφαλείας |
Sale and leaseback | Πώληση και επανεκμίσθωση |
Salinization | Αλάτωση, αλατοποίηση, αλατότητα |
Saltation | Αναπήδηση, άλμα |
Saltwater encroachment | Διείσδυση θαλάσσιου ύδατος (= saltwater intrusion) |
Saltwater intrusion | Διείσδυση θαλάσσιου ύδατος |
Salvage value | Υπολειμματική αξία |
Samarium (Sm) | Σαμάριο |
Sand | Άμμος |
Sanitary landfill | Υγειονομικός Χώρος Υγειονομικής Ταφής (ΧΥΤΑ) |
Sanitary sewer | Υγειονομικός υπόνομος. |
Sapling | Δενδρύλλιο |
Savanna | (ελλ.) Σαβάννα. |
Scalping | Ριπάρισμα. Προεργασία του εδάφους κατά την οποία αποκαλύπτεται το ορυκτό έδαφος, με μηχανικό τρόπο, για τη φύτευση φυταρίων |
Scandium (Sc) | Σκάνδιο |
Scarification | Σκάρισμα. Μεθοδολογία προεργασίας του εδάφους για σπορά κατά την οποία αποκαλύπτονται, με μηχανικό τρόπο, νησίδες του ορυκτού εδάφους |
Scenic area | Αισθητικό τοπίο. Κάθε ευαίσθητο φυσικό σκηνικό το οποίο διακρίνεται οπτικά ή αναφέρεται στο τοπικό σχέδιο δασικής διαχείρισης |
School | Στίφος. Ομάδα ψαριών ή άλλων θαλάσσιων ζώων, π.χ. καλαμαριών, που κολυμπούν μαζί με οργανωμένο τρόπο. Όλα ή τα περισσότερα από τα μέλη του στίφους βρίσκονται τπικά στο ίδιο στάdιο του κύκλου ζωής. Στα αγγλικά υπάρχει η έκφραση School of fish= κοπάδι ψαριών |
Scientific data | Επιστημονικά στοιχεία / δεδομένα |
Scientific hypothesis | Επιστημονική υπόθεση |
Scientific law | Επιστημονικός νόμος |
Scree | Σάρα. Ένα κάλυμμα από πέτρες και βράχους συνήθως χωρίς ίχνος εδάφους το οποίο καλύπτει απότομες πλαγιές και ρέματα |
Screefing | Εκθάμνωση. Απομάκρυνση της ποώδους βλάστησης και του οργανικού υλικού του εδάφους για να φυτευτεί εδαφική επιφάνεια. |
Seaborgium (Sg)* | Φοσγένιο |
Seasonal financing | Εποχιακή χρηματοδότηση. |
Second law of thermodynamics | Δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής |
Second principle of ecosystem sustainability | Η δεύτερη αρχή της αειφορίας του (ενός) οικοσυστήματος |
Secondary air pollutants | Δευτερογενείς ατμοσφαιρικοί ρύποι |
Secondary consumer | Δευτερογενής καταναλωτής |
Secondary energy source | Δευτερογενής πηγή ενέργειας. Μια μορφή ενέργειας, όπως η ηλεκτρική ενέργεια, που μπορεί να παραχθεί από μια πηγή πρωτογενούς ενεργείας όπως ο άνθρακας ή το ραδιενεργό υλικό |
Secondary market | Δευτερογενής αγορά. |
Secondary pest outbreak | Δεύτερο ξέσπασμα παρασίτων (παρασιτικών οργανισμών). Το φαινόμενο ενός μικρού - και επομένως αβλαβούς - πληθυσμού εντόμων (τα οποία καταναλώνουν φυτά) ο οποίος εκρήγνυται ξαφνικά και τίνει να εξελιχθεί σε παρασιτικό πληθυσμό. Αυτό συνήθως προκαλείται από την αποβολή των ανταγωνιστών μέσω της χρήσης των φυτοφαρμάκων |
Secondary pollutant | Δευτερογενής ρύπος (ρυπαντής) |
Secondary recovery | Δευτερογενής αποκατάσταση. Σε μια πετρελαιοπηγή ή πετρελαιοπηγές, το πετρέλαιο που μπορεί να αφαιρεθεί με το χειρισμό της πίεσης στη δεξαμενή πετρελαίου με την έγχυση της άλμης ή άλλων ουσιών |
Secondary succession | Δευτερογενής διαδοχή |
Secondary treatment | Δευτεροβάθμια επεξεργασία, βιολογική επεξεργασία |
Second-generation pesticides | Ζιζανιοκτόνα ή παρασιτοκτόνα δεύτερης γενιάς. συνθετικές οργανικές ενώσεις που χρησιμοποιούνται για να σκοτώσουν τα έντομα και άλλα παράσιτα. Άρχισαν με τη χρήση του DDT στη δεκαετία του 1940 |
Secretion | Έκκριση |
Secure landfill | Ασφαλής χωματερή |
Secured loan | Καλυμμένο δάνειο |
Securities | Χρεόγραφα |
Security market line (SML) | Γραμμή αγοράς χρεογράφων |
Sediment | Ίζημα |
Sediment discharge (yield) | Εκροή ιλύος |
Sediment trap | Παγίδα ιζήματος |
Sedimentary rock | Ιζηματογενές πέτρωμα |
Sedimentation | Ιζηματοποίηση, προσχωματικό υλικό, ίζημα, απόθεση, ιζηματογένεση, ιζηματοαπόθεση |
Seed bank | Τράπεζα σπόρων |
Seed source | Προέλευση σπόρων |
Seedbed germination | Στρώμα σπόρων |
Seeder | Σπορέας |
Seedling | Φυτάριο |
Seed-tree cutting | Υλοτομία σποροπαραγωγικών δέντρων |
Seep | Περιοχή εκροής υπογείων υδάτων (= percolation, seeapage, seepage water, seep water) |
Seepage zone | Ζώνη (περιοχή) εκροής υπογείων υδάτων, πηγή. Μια περιοχή σε πλαγιά ή στους πρόποδες λόφου όπου συχνά ή συνεχώς αναβλύζουν υπόγεια ύδατα στην επιφάνεια |
Segregation distortion | Διαχωριστική διαστρέβλωση |
Selection | Επιλογή |
Selection coefficient | Συντελεστής επιλογής |
Selection pressure | Επιλεκτική πίεση |
Selective breeding | Επιλεκτική αναπαραγωγή (= genetic selection, breed selection) |
Selective cutting | Επιλεκτική υλοτομία |
Selective data | Επιλεκτικά δεδομένα (στοιχεία) |
Selective pressure | Πίεση επιλογής. Η έκταση στην οποία οργανισμοί, που κατέχουν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, εξαφανίζονται ή ευνοούνται από περιβαλλοντικές επιδράσεις. Υποδεικνύει το βαθμό της ισχύος της φυσικής επιλογής |
Selenium (Se) | Σελήνιο |
Self-grooming | Αυτοπεριποίηση |
Semelparity | Απλοτοκία |
Semiotics | Σημειολογία, σημειωτική |
Semisocial | Ημικοινωνική |
Semispecies | Ημι-είδη |
Senior management | Ανώτερη διοίκηση |
Sensitive species | Ευαίσθητα είδη. Ονομάζονται επίσης και vulnerable species= εκρηκτικά είδη |
Sensitivity analysis | Ανάλυση ευαισθησίας |
Sensor | Αισθητήρας, αισθητήριο |
Sensory physiology | Αισθητηριακή φυσιολογία |
Septic system | Σηπτικό σύστημα. |
Seral stage | Στάδιο Seral. Διακριτό μεταβατικό στάδιο διαδοχής μιας φυτοκοινωνίας |
Serial homology | Σειριακή ομολογία |
Service and other intangible account | Ισοζύγιο αδήλων πόρων. |
Service lease | Μίσθωση υπηρεσιών. Βλ. operating lease= διαχειριστική μίσθωση |
Severe burn intense (or severe burn) | Δριμεία πυρκαγιά |
Sewage | Λύματα, κοπριά. Οργανικό ακάθαρτο υλικό που χρησιμοποιείται συνήθως ως εδαφοβελτιωτικό |
Sex attractant | Δόλωμα, oυσία για την προσέλκυση του (βιολογικού) φύλου. Μια φυσική χημική ουσία που εκκρίνεται από το θηλυκό πολλών ειδών εντόμων ώστε να προσελκύσουν τα αρσενικά για τη λειτουργία του ζευγαρώματος. Αυτή η ουσία χρησιμοποιείται πολλές φορές από τους ανθρώπους σε παγίδες ή οπουδήποτε αλλού για να συγχύσουν ή να παραπλανήσουν τα διάφορα παράσιτα εντόμων και να τα θέσουν υπό έλεγχο |
Sex determination | Φυλετικός καθορισμός |
Sex ratio | Αναλογία φύλων. |
Sex-linked | Φυλοσύνδετος |
Sexual dimorphism | Φυλετικός διμορφισμός |
Sexual reproduction | Εγγενής (φυλετική) αναπαραγωγή |
Sexual selection | Φυλετική επιλογή |
Shade tolerance | Σκιανθεκτικά είδη. Δέντρα ή φυτά που έχουν την ικανότητα να αναπτύσσονται στη σκιά δέντρων ή φυτών |
Shadow pricing (or shadow price) | (1) Σκιώδης τιμή. Στην ανάλυση κόστους-κέρδους, είναι μια τεχνική που χρησιμοποιείται για να υπολογίσει τα οφέλη όταν η κανονική οικονομική ανάλυση είναι ατελέσφορη. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ερωτηθούν κατά πόσο να είναι πρόθυμοι να πληρώσουν μηνιαία για να επιτύχουν κάποια βελτίωση στο περιβάλλον τους. (2) (or shadow prices)= Φαινομενικές τιμές. Είναι οι τεκμαρτές τιμές που χρησιμοποιούνται στον οικονομικό λογισμό και αφίστανται από τις τρέχουσες τιμές διότι ενσωματώνουν και το κόστος που προέρχεται από μη ορατά στοιχεία της αγοράς (κυρίως μακροοικονομικής φύσεως,όπως είναι η προσφορά εργασίας ή το τρέχον ισοζύγιο) και αποκλείουν τα μονοπωλιακά βάρη |
Shale-oil | Πετρέλαιο – σχιστόλιθος |
Shear | Στένωση. Η δυσκολία ροής εξ αιτίας αύξησης της ταχύτητας |
Sheet erosion | Επιφανειακή διάβρωση |
Shelf-registration | Καταχώρηση με μεταχρονολογημένη έκδοση χρεογράφων. Μια μέθοδος καταγραφής και έγκρισης για την έκδοση νέων χρεογράφων μέσα σε χρονική περίοδο 2 ετών, η οποία χρησιμοποιείται στις Η.Π.Α. αλλά όχι και στην Ευρώπη |
Shelterbelt | Ανεμοφράκτης. Σειρές ή συστάδες δέντρων γύρω από τους καλλιεργημένες εκτάσεις με σκοπό τη μείωση της διάβρωσης που επιφέρει ο αέρας σε αυτές τις εκτάσεις (= windbreak ή wind break) |
Shelterwood | Προστατευτική φυτοκοιτίδα. |
Short hedge position | Αρνητική θέση. Πώληση ενός χρηματοοικονομικού προϊόντος στο παρόν, με στόχο το κέρδος από αναμενόμενες μειώσεις τιμών και κάλυψη με την αγορά του σε μια μελλοντική ημερομηνία |
Short-term plan | Βραχυπροθεσμο σχέδιο |
Shrub | Θάμνος |
Sib | Αδέρφι, κοντινός συγγενής εξ αίματος |
Sibling species | Αδελφά είδη |
Siblings | Αμφιθαλείς, αδέλφια άτομα που έχουν και δύο γονείς κοινούς |
Sievert | (ελλ.) Sievert. Μια μονάδα της μέτρησης της δυνατότητας των ραδιενεργών εκπομπών να διαπερνούν τους βιολογικούς ιστούς. 1 sievert = 100 rem. Βλ. rem= rem |
Sight draft | Τραβηχτική όψεως |
Sign stimulus | Δiεγερτικό σήμα |
Signal | Σήμα |
Silicon (Si) | Πυρίτιο |
Silt | Ιλύς, λάσπη |
Siltation | Εναπόθεση ιλύος, ιζιματοποίηση. Τεχνητά ο όρος αφορά μόνο την ιλύ, αλλά χρησιμοποιείται γενικότερα για αποθέσεις ιζημάτων κάθε μορφής. Bλ. και Sedimentation. Ιζηματοποίηση. Προσχωματικό υλικό, ίζημα, απόθεση, ιζηματογένεση, ιζηματοαπόθεση |
Silver (Ag) | Άργυρος |
Simulation | Προσομοίωση |
Simulation software | Λογισμικό προσομοίωσης |
Sinkhole | Τρύπα καθίζησης. Μια μεγάλη τρύπα η οποία είναι αποτέλεσμα της κατάρρευσης ενός υπόγειου σπηλαίου |
Sinking funds | Χρεολυτικά κεφάλαια |
Sistron | Σιστρόνιο |
Site | Περιοχή – τόπος |
Site index | Ποιότητα τόπου. Μια έκφραση της ποιότητας μιας περιοχής με δασική βλάστηση ορισμένης ηλικίας. Συνήθως σχετίζεται με το μέσο ύψος ή, ακόμη πιο σωστά, με το μέγιστο ύψος της συστάδας |
Site preparation | Προπαρασκευή τόπου |
Situational analysis | Ανάλυση υφιστάμενης κατάστασης |
Size up evaluation | Εκτίμηση μεγέθους |
Slide | Ολίσθηση |
Slip | (ελλ.) Slip, ολισθητήρας. Ριζωμένος, φροντισμένος βλαστός που χρησιμοποιείται για αγενή πολλαπλασιασμό |
Slope | Κλίση. Ο μέγιστος ρυθμός μεταβολής του υψομέτρου με την απόσταση σε μια περιοχή και κατά μια οριζόντια διεύθυνση. Απλά, η απόκλιση από το οριζόντιο επίπεδο. Μετριέται σε βαθμούς ή σε ποσοστό επί τοις εκατό |
Slope aspect | Έκθεση. Η διεύθυνση κατά την οποία η μέγιστη κλίση μιας επιφάνειας είναι προσανατολισμένη στο οριζόντιο επίπεδο. |
Slope class | Κλάση κλίσης. Ένας κωδικός που δείχνει το εύρος μεταβολής της κλίσης σε μια περιοχή |
Slope effect | Επίδραση κλίσης |
Slowly degradable pollutant | Ρύπος (ρυπαντής) αργής διάσπασης |
Sludge | Ιλύς, λάσπη |
Sludge cake | Κέϊκ ιλύος (λάσπης), ακατέργαστη λάσπη. Η ιλύς ή λάσπη που απομένει από τον καθαρισμό των λυμάτων και από την οποία έχουν απομακρυνθεί τα υγρά λύμματα και έτσι σχηματίζει στερεό κατάλοιπο |
Sludge digesters | Δεξαμενές χώνευσης. Μεγάλες δεξαμενές στις οποίες η ακατέργαστη λάσπη (= sludge cake), η οποία αφαιρείται από τα λύματα, αντιμετωπίζεται μέσω της αναερόβιας χώνευσης από τα βακτηρίδια |
Slump | Κύλιση εδάφους |
Smog | Αιθαλομίχλη, νέφος |
Smoke | Καπνός. Παράγωγο της πυρκαγιάς |
Smoke management | Διαχείριση καπνού |
Smoke-sensitive area | Περιοχή ευαίσθητη στον καπνό. |
Smoldering fire | Λανθάνουσα πυρκαγιά. |
Smouldering combustion | Λανθάνουσα καύση |
Social drift | Κοινωνική παρέκκλιση |
Social facilitation | Κοινωνική διευκόλυνση |
Social homeostasis | Κοινωνική ομοιόσταση |
Social insect | Κοινωνικό έντομο |
Social modernization | Κοινωνική εκμοντέρνιση, κοινωνικός εκμοντερνισμός |
Social releaser | Κοινωνικός αποδεσμευτής |
Sociality | Κοινωνικότητα |
Socialization | Κοινωνικοποίηση |
Sociobiology | Κοινωνιοβιολογία |
Sociocline | Κοινωνιοκλινές |
Sociogram | Κοινωνιόγραμμα |
Sociology | Κοινωνιολογία |
Sodium (Na) | Νάτριο |
Soft water | Μαλακό, γλυκό νερό. Νερό με λίγα ή καθόλου άλατα |
Soil | Έδαφος |
Soil class | Εδαφική κλάση. Μονάδα ταξινόμησης που βασίζεται στη σχετική αναλογία των εδαφικών κλασμάτων ή που καθορίζει τις ιδιότητες των χωμάτων των διαφορετικών περιοχών |
Soil conservation | Διατήρηση του εδάφους |
Soil degradation | Υποβάθμιση του εδάφους |
Soil erosion | Διάβρωση του εδάφους, εδαφική διάβρωση |
Soil fertility | Γονιμότητα του εδάφους |
Soil horizons | Ορίζοντες του εδάφους |
Soil permeability | Εδαφική διαπερατότητα |
Soil pit | Εδαφοτομή |
Soil profile | Προφίλ του εδάφους |
Soil structure | Δομή του εδάφους |
Soil texture | Υφή του εδάφους |
Solar cells (or photovoltaic cells) | Φωτοβολταϊκά κύτταρα, φωτοβολταϊκά στοιχεία. Συσκευές που μετατρέπουν την ηλιακή ενέργεια σε ηλεκτρικό ρεύμα |
Solar collector | Ηλιακός συλλέκτης |
Solar energy | Ηλιακή ενέργεια |
Solar radiation | Ηλιακή ακτινοβολία |
Solar waste | Ηλιακά κατάλοιπα, απόβλητα |
Solar-trough collectors | Ηλιακοί ανακλαστήρες. Ανακλαστήρες, με μορφή μιας παραβολικής χοάνης, που αντανακλούν το φως του ήλιου σε ένα σωλήνα πετρελαίου στο κεντρικό σημείο της χοάνης. Έχοντας θερμανθεί το πετρέλαιο από τον ήλιο, χρησιμοποιείται για να βράσει το νερό και να κινήσει έναν ατμοστρόβιλο |
Solid waste | Στερεά απόβλητα |
Solid waste management | Διαχείριση στερεών αποβλήτων |
Solubility | Διαλυτότητα |
Solution | Διάλυμα |
Solvent | (1) Διάλυμα, διαλύτης, στη χημεία. (2) Φερέγγυος, αξίοχρεως, στα οικονομικά |
Solvent debtor | Φερέγγυος οφειλέτης |
Solvent merchant | Φερέγγυος έμπορος |
Soot | Αιθάλη, καπνιά |
Sorghum | Σόργο |
Sources and uses of funds analysis | Ανάλυση πηγών άντλησης και χρήσεων κεφαλαίων |
Span of control | Εύρος εποπτείας (ελέγχου) |
Span of management | Εύρος διοίκησης |
Special Drawing Rights (SDRs) | Ειδικά Τραβηχτικά Δικαιώματα. Πίστωση που χορηγεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε χώρες-εισαγωγείς. Η συναλλαγή των SDR γίνεται μόνο μέσω κεντρικών τραπεζών και μετατρέπονται σε άλλα νομίσματα |
Specialization | Ειδίκευση, εξειδίκευση |
Speciation | Ειδογένεση |
Species diversity | Ποικιλότητα ειδών |
Species odour | Οσμή είδους |
Species richness | Αφθονία ειδών |
Species selection | Επιλογή ειδών |
Species, pl. species | Είδος, πληθ. είδη. Στα αγγλικά, species παραμένει το ίδιο και στον ενικό και στον πληθυντικό |
Speed of attack | Ταχύτητα επέμβασης. Η διαφορά χρόνου ανάμεσα στην εκδήλωση της πυρκαγιάς και την άφιξη των ομάδων αρχικής επέμβασης |
Sperm | Σπέρμα |
Spermatheca | Σπερματοθήκη. |
Splash erosion | Κηλιδωτή διάβρωση, ομβρική κινητική διάβρωση. Διάβρωση που προκαλείται από πιτσιλιές που δημιουργούνται από την πτώση σταγόνων νερού στην επιφάνεια του εδάφους. Μπορεί να υποβαθμίσει ή να προκαλέσει βλάβες στη δομή του εδάφους |
Spontaneous asset | Αυτογενές στοιχείο |
Spot (or Spot fires) | Σημειακές πυρκαγιές, δευτερογενείς εστίες. |
Spot burning | Σημειακή καύση |
Spot market | Αγορά άμεσης πληρωμής και παράδοσης, η αγορά τοις μετρητοίς |
Spotting | Δημιουργία δευτερογενών εστιών |
Spread | Διασπορά στα οικονομικά |
Springs | Πηγές. Φυσικές έξοδοι του υπογείου ύδατος στην επιφάνεια |
Spruce | Ερυθρελάτη |
Stability | (1) Ευστάθεια. Έννοια που συνδυάζει την αντίσταση (= resistance) και την ελαστικότητα (= resilience) του οικοσυστήματος. (2) Σταθερότητα |
Stabilizing selection | Σταθεροποιούσα (σταθεροποιητική) επιλογή |
Stable age distribution | Σταθερή ηλιακή κατανομή |
Staff | Προσωπικό, στέλεχος επιχείρησης (= personnel) |
Staffing | Στελέχωση. - Σε αντιδιαστολή με το stuffing που σημαίνει γέμισμα |
Stand | Συστάδα |
Stand density | Πυκνότητα συστάδας |
Stand structure | Δομή συστάδας |
Standard deviation | Τυπική απόκλιση |
Standards | Πρότυπα |
Standing crop biomass | Βιομάζα ιστάμενης συγκομιδής, μη συγκομισθείσα σοδειά |
Standing fuels | Ιστάμενα καύσιμα. Μέρος της βλάστησης (ζωντανής ή νεκρής), η οποία στηρίζεται στον κορμό της σε αντιδιαστολή με αυτήν η οποία έχει πέσει και βρίσκεται στο έδαφος |
Starvation | Λιμός |
Statement of cash flows | Κατάσταση ταμειακών ροών |
Statistical process control | Στατιστικός έλεγχος διαδικασίας |
Steady state | Κατάσταση ευστάθειας, σταθερή κατάσταση |
Steering committee | Επιτροπή καθοδήγησης |
Stemflow | Κορμοαπορροή. Μέρος της βροχής το οποίο συγκρατείται από τους κορμούς των δέντρων της συστάδας με αποτέλεσμα τη μείωση της ταχύτητας του νερού της βροχής πριν την πρόσκρουση με το επιφανειακό έδαφος και μείωση της συνολικής απορροής |
Steppe | Στέππα |
Sterile-male technique | Τεχνική στείρων αρσενικών. Η τεχνική με την οποία μια μολυσμένη περιοχή διαποτίζεται με τα αρσενικά ενός είδους παρασίτων που έχουν εκτραφεί τεχνητά και έχουν καταστεί στείρα με ακτινοβολία. Το ζευγάρωμα μεταξύ των κανονικών θηλυκών και των στείρων αρσενικών καθιστά τα αυγά άγονα |
Steward / stewardship | Διαχειριστής / Διαχείριση. ΄Οροι που χρησιμοποιούνται, κυρίως στην Αμερικάνικη βιβλιογραφία, για να δηλώσουν το σεβασμό προς το περιβάλλον και την καλή διαχείρισή του |
Stochastic | Στοχαστικός. |
Stock dividend | Μέρισμα σε μετοχές |
Stock market | Χρηματιστήριο |
Stock split | Διάσπαση μετοχής |
Stoma | Στόμα. Ένας μικροσκοπικός πόρος σε ένα φύλλο που επιτρέπει τη μετάβαση του διοξειδίου του άνθρακα και του οξυγόνου από και προς το φύλλο. Αυτός ο μικροσκοπικός πόρος επιτρέπει επίσης την απώλεια υδρατμού από το φύλλο |
Storm drains | Υπόνομος ομβρίων υδάτων. Εκβολή πλημμυρικής απορροής |
Stormwater | Όμβρια ύδατα |
Stormwater management | Διαχείρηση ομβρίων υδάτων. |
Stormwater retention reservoirs | Δεξαμενές (αποθέματα) ομβρίων υδάτων |
Straight run | Ευθεία διαδρομή |
Straight-line depreciation | Μέθοδος σταθερής απόσβεσης |
Strategic decision | Στρατηγική απόφαση |
Strategic planning | Στρατηγικός σχεδιασμός |
Strategy chain | Αλυσίδα στρατηγικής |
Strategy development | Ανάπτυξη στρατηγικής |
Stratification | Στρωμάτωση |
Stratosphere | Στρατόσφαιρα |
Stratospheric ozone depletion | Μείωση στρατοσφαιρικού όζοντος |
Stratospheric ozone layer | Στρώμα στρατοσφαιρικού όζοντος |
Stridulation | Τερέτισμα |
Strip cropping | Καλλιέργεια σε λωρίδες |
Strip cutting | Υλοτόμηση σε λωρίδες |
Strip mining | Εξόρυξη κατά λωρίδες |
Strontium (Sr) | Στρόντιο |
Structure | Δομή |
Stuff | (1) Πράγμα, πράγματα, ως ουσιαστικό. (2) Γεμίζω, ως ρήμα |
Subduction | Κατάδυση, η προς τα κάτω κίνηση |
Subduction zone | Ζώνη υποβύθισης |
Submerged Aquatic Vegetation (SAV) | Υποβρύχια βλάστηση |
Subsistence farming | Η προς το ζην καλλιέργεια, καλλιέργεια συντήρησης ή επιβίωσης. Η καλλιέργεια που ικανοποιεί της διατροφικές ανάγκες των αγροτών και των οικογένειών τους. Η προς το ζην καλλιέργεια απαιτεί εντατική χειρωνακτική εργασία και εφαρμόζεται κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες |
Subsocial | Υποκοινωνικό |
Subsoil | Υπέδαφος |
Subspecies | Υποείδος |
Substitution | Αντικατάσταση. Όταν ένα αλληλόμορφο εκτοπίζει πλήρως ένα άλλο σε έναν πληθυσμό (= fixation= εγκαθίδρυση) |
Subsystem | Υποσύστημα |
Succession | Διαδοχή |
Sulfate | Θειϊκό άλας |
Sulfur (S) | Θείο |
Sulfur cycle | Κύκλος του θείου |
Sulfur dioxide | Διοξείδιο θείου |
Sulfurous compounds | Θειούχες ενώσεις |
Sum-of-the-years’-digits method of depreciation | Μέθοδος απόσβεσης με την άθροιση των ψηφίων των ετών |
Sunfuels, synthetic fuels | Συνθετικά καύσιμα |
Superfamily | Υπεροικογένεια |
Supergene | Υπεργονίδιο |
Superorganism | Υπεροργανισμός |
Superspecies | Υπέρ-είδος |
Supervision | Επίβλεψη, επιτήρηση |
Supplementary reproductive | Αναπληρωματικό αναπαραγωγικό |
Suppressant | Κατασβεστικό υλικό |
Surface fire | Επιφανειακή πυρκαγιά |
Surface fuels | Επιφανειακά καύσιμα |
Surface impoundments | Πρωτοβάθμια καθίζηση, βιολογικός καθαρισμός λυμάτων. Κλειστές τεχνητές λίμνες οι οποίες προηγουμένως είχαν χρησιμοποιηθεί για τη συλλογή και κατακράτηση υγρών χημικών λυμάτων |
Surface mining | Επιφανειακή εξόρυξη |
Surface to volume ratio | Σχέση επιφανείας όγκου |
Surface water | Επιφανειακά ύδατα |
Surge flow irrigation | Άρδευση ροής κύματος |
Suspended particulate matter (SPM) | Ανασταλμένη μοριακή ύλη (SPM) |
Suspension | Αναστολή |
Sustainability | Αειφορία, βιωσιμότητα |
Sustainable agriculture | Αειφόρος αγροκαλλιέργεια |
Sustainable development | Αειφόρος ανάπτυξη (βιώσιμη) ανάπτυξη |
Sustainable forest management | Αειφόρος δασική καλλιέργεια |
Sustainable society | Βιώσιμη κοινωνία |
Sustainable yield (sustained yield) | Αειφόρος (βιώσιμη) παραγωγή |
Sustained yield | Αειφορική κάρπωση. Μέθοδος δασικής διαχείρισης, η οποία απαιτεί ένα σχετικό ισοζύγιο μεταξύ της καθαρής αύξησης της βιομάζας και των καρπώσεων (απολήξεις μάζας) |
Swarming | Δημιουργία σμήνους |
SWOT analysis | Ανάλυση SWOT |
Symbiosis | Συμβίωση |
Symbiotic relationship | Συμβιωτική σχέση |
Sympatric | Συμπάτριοι. |
Synergism | Συνεργατισμός, συνεργισμός |
Synergistic interaction | Συνεργιστική αλληλεπίδραση |
Syngamy | Συγγαμία |
System | Σύστημα |
System of regeneration | Σύστημα αναγέννησης. Μέθοδος αναπαραγωγής του δάσους |
Systems | Συστήματα |
Systems approach | Συστημική προσέγγιση |
Tactical planning | Τακτικός προγραμματισμός |
Tactics | Τακτικές δασοπυρόσβεσης, στη δασονομία |
Tantalum (Ta) | Ταντάλιο |
Tar sands | Ασφαλτική άμμος, πετρελαιοφόρος αμμόλιθος (= oil sand και asphaltic sand) |
Taxis | Τακτισμός |
Tax-loss carry-forward | Μεταφορά σε επόμενη χρήση ζημίας που μειώνει το φορολογητέο εισόδημα |
Taxon, pl. taxa | Τάξον |
Taxonomy | Ταξινομική |
Taxonomy | Ταξονομία |
TEA (Total Exposure Assessment) | Ολική Αξιολόγηση Έκθεσης (TEA). Η ανάλυση της επίδρασης των ατμοσφαιρικών ρύπων στους ανθρώπους, η οποία βασίζεται στο πόσο χρόνο περνούν οι άνθρωποι σε διάφορους χώρους, ιδιαίτερα στους εσωτερικούς |
Team management | Ομαδική διαχείριση, διαχείριση (διοίκιση) ομάδας ή ομάδων |
Technetium (Tc) | Τεχνήτιο |
Technology | Τεχνολογία |
Tectonic plates | Τεκτονικές πλάκες |
Telemetry | Τηλεμετρία |
Tellurium (Te) | Τελλούριο |
Temperature | Θερμοκρασία |
Temperature inversion | Αντιστροφή θερμοκρασίας, θερμοκρασιακή αναστροφή |
Temporal polyethism | Χρονικός πολυεθισμός |
Tender offer | Δεσμευτική προσφορά |
Tending | Δασοκομική φροντίδα |
Teratogenic | Τερατογενετικός/ή/ό |
Terbium (Tb) | Τέρβιο |
Terminator technology | Γονίδιο Terminator, τεχνολογία εξολοθρευτών. Μια διαγενετική τεχνική που καθιστά τους σπόρους ανίκανους, ώστε οι αγρότες να αναγκαστούν να αγοράζουν νέους σπόρους κάθε χρονιά |
Terraces or berms | Αναβαθμίδες |
Terracing | Κατασκευή σε πεζούλες, κατασκευή αναβαθμίδων |
Terrestrial | Χερσαίος/a/o |
Territorial behaviour | Χωροκρατική συμπεριφορά |
Territoriality | Εδαφικότητα |
Territory | (1) Έδαφος, περιοχή, τμήμα εδαφικού χώρου. (2) Χωροκράτεια. Περιοχή που καταλαμβάνεται λιγώτερο ή περισσότερο αποκλειστικά από ένα ζώο, ή μια ομάδα ζώων, μέσω απώθησης, η οποία υλοποιείται με έκδηλη άμυνα ή με επιδείξεις |
Thallium (Tl) | Θάλλιο |
Theoretical value of a warrant | Θεωρητική αξία τίτλου επιλογής |
Theory | Θεωρία |
Theory of evolution | Θεωρία της εξέλιξης |
Thermal belt | Θερμική ζώνη |
Thermal inversion | Θερμοκρασιακή αναστροφή, αναστροφή θερμοκρασίας |
Thermal pollution | Θερμική ρύπανση |
Thermal radiation | Θερμική ακτινοβολία |
Thermal shock | Θερμικό σοκ |
Thermocline | Θερμοκλινές |
Thermoshere | Θερμόσφαιρα |
Therophytes | Θερόφυτα. |
Third market | Διαδικασία «χεροκίνητων συναλλαγών».(ΟΙΚ) |
Third principle of ecosystem sustainability | Τρίτη αρχή της αειφορίας του (ενός) οικοσυστήματος. Το μέγεθος των πληθυσμών των καταναλωτών διατηρείται ώστε δεν επιτελείται η υπερβόσκηση ή οποιαδήποτε άλλη κακή χρήση του περιβάλλοντος χώρου |
Third world | Τρίτος κόσμος. Αναπτυσσόμενες χώρες |
Thorium (Th) | Θόριο |
Threatened or endangered plant communities | Απειλούμενες ή εκτεθειμένες σε κινδύνους φυτοκοινωνίες |
Threatened species | Απειλούμενα είδη |
Threshold level | Οριακό σημείο, «κατώφλι» |
Threshold of irreversibility | Οριακό σημείο, «κατώφλι» μη αναστρεψιμότητας |
Throughfall | Κομοσυγκράτηση |
Thulium (Tm:) | Θούλιο |
Tidal wetlands | Παλιρροιακοί υγρότοποι |
Tilth | Βάθος άροσης |
Time-energy budget | Ισοζύγιο (προϋπολογισμός, ισοσκελισμός) χρόνου-ενέργειας |
Timeliness | Μέτρηση ικανοποίησης αναγκών πελάτη, στο marketing |
Times interest earned ratio | Δείκτης κάλυψης χρηματοοικονομικών αναγκών |
Tin (Sn) | Κασσίτερος |
Titanium (Ti) | Τιτάνιο |
Tolerance | Ανοχή. Η ικανότητα ενός οργανισμού ή μιας βιολογικής διαδικασίας να λειτουργεί μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο περιβαλλοντικών συνθηκών. Το άνω και κάτω όριο της ανοχής ορίζουν το οικολογικό εύρος |
Tolerance limits | Όρια ανοχής, φάσμα ανοχής |
Top-Down planning | Σχεδιασμός από την κορυφή προς τη βάση |
Topographic gradient | Τοπογραφική κλίση |
Topsoil | Επιφανειακό έδαφος. |
Torch fire | Καύση δαυλού. |
Tornado | Ανεμοστρόβιλος |
Total quality management | Διοίκηση ολικής ποιότητας |
Total allowable catch (TAC) | Σύνολο σύλληψης (TAC). Στη διαχείριση αλιείας, μια ετήσια ποσόστωση που έχει τεθεί για τη αλίευση ενός είδους από τους διευθυντές της αλιείας |
Total fertility rate (TFR) | Συνολικό ποσοστό γονιμότητας, αναπαραγωγής |
Total Maximum Daily Load (TMDL) | Συνολικό μέγιστο καθημερινό πρόγραμμα φορτίων (TMDL) |
Total process re-conception | Ολική αναθεώρηση διαδικασίας |
Total product life cycle | Συνολικός κύκλος ζωής προϊόντων |
Total quality control | Έλεγχος ολικής ποιότητας |
Total range | (1) Συνολικό εύρος. (2 Συνολική οικοπεριοχή. Το σύνολο της περιοχής που καταλαμβάνει ένα άτομο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, στη κοινωνιοβιολογία. (3) Φάσμα τονικών διαβαθμίσεων. Η σχετική ικανότητα ευαίσθητου στο φως υλικού να αναπαράγει επακριβώς διάφορους τόνους μεταξύ μαύρου και λευκού (σε επιστημονικούς τομείς όπως= ΣΓΠ, Τηλεπισκόπηση, Φωτογραμμετρία, Φυσική, Χαρτογραφία) |
Toxic chemical | Τοξικό χημικό |
Toxic wastes | Τοξικά απόβλητα |
Toxicity | Τοξικότητα |
Toxicology | Τοξικολογία |
Toxics release inventory | Κατάλογος απελευθέρωσης τοξικών ουσιών |
Trace elements | Ιχνοστοιχεία |
Trade account | Εμπορικό ισοζύγιο |
Tradition drift | Παρέκκλιση από την παράδοση |
Traditional agriculture | Παραδοσιακή γεωργία |
Tragedy of the commons | Τραγωδία των κοινών πόρων. Η υπερβολική / κακή χρήση φυσικών πόρων που συνήθως είναι εκμεταλλεύσιμοι από όλους τους ανθρώπους οδηγεί στην καταστροφή ή και εξαφάνισή τους |
Trail pheromone | Φερομόνη ίχνους. Ουσία που αποτίθεται στη μορφή ίχνους από ένα άτομο και ακολουθείται από ένα άλλο μέλος του ίδιου είδους (= trail substance= ουσία ίχνους.) |
Trail substance | Ουσία ίχνους. Βλ. Trail pheromone= Φερομόνη ίχνους |
Training | Εκπαίδευση |
Trait | Γνώρισμα. Οποιοδήποτε φυσικό ή νοητικό χαρακτηριστικό ή ταλέντο που έχει ένα άτομο |
Trait group | Τυπική ομάδα. Μια έντονα εντοπισμένη συνάθροιση αλληλεπιδρώντων οργανισμών του ιδίου είδους. Οι συναθροίσεις αυτές μπορεί να διαφέρουν ως προς το μέσο όρο ορισμένων χαρακτήρων, σε σχέση με άλλες ομάδες, και παραμένουν συγκεντρωμένοι μόνο παροδικά (συχνά για λιγότερο από μια γενιά) |
Trans. | Ετερόπλευρη διάταξη (δράση) |
Transaction risk | Κίνδυνος συναλλαγών |
Transgenic organism | Διαγονιδιακός οργανισμός, διαγενετικός οργανισμός |
Transitional change | Μεταβατική αλλαγή |
Translation risk | Κίνδυνος μετατροπής |
Translocation | Μετατόπιση |
Transmissible disease | Μεταδοτικά νοσήματα |
Transpiration | Διαπνοή |
Transplanting | Μεταφύτευση |
Trapping technique | Τεχνική παγίδευσης |
Treated sludge | Αντιμετωπίσιμη λάσπη |
Tree farm | Δενδροκαλλιέργεια |
Tribalism | Φυλετισμός |
Trickling filter system | Σύστημα βιολογικού φίλτρου |
Tritium | Τρίτιο |
Troop | Αγέλη. |
Trophallaxis | Τροφάλλαξη. |
Trophic egg | Τροφικό αυγό |
Trophic level | Τροφικό επίπεδο. |
Trophic structure | Τροφική δομή |
Troposphere | Τροπόσφαιρα |
Trust receipt | Απόδειξη παρακαταθήκης |
Tungsten (W) | Βολφράμιο |
Turbid | Θολός |
Turbogenerator | Στροβιλογεννήτρια |
Turbulance - transport | Στροβιλισμός – Μεταφορά |
Turbulence | Στροβιλισμός. Ο λόγος της ρίζας του τετραγωνικού μέσου όρου της μεταβολής της στιγμιαίας ταχύτητας ανέμου προς τη μέση τιμή της |
Types (or classes) of fuels | Τύποι (ή κλάσεις) στοιχείων καυσίμου. |
Types of fires | Τύποι πυρκαγιών |
Types of large fires | Τύποι μεγάλων πυρκαγιών |
Typhoon | Τυφώνας |
Ultimate causation | (1) Έσχατη αιτιώδης σχέση. (2) Απώτατο όριο. Οι καταστάσεις του περιβαλλόντος που καθιστούν ορισμένα προσαρμοστικά και άλλα μη προσαρμοστικά. Έτσι, τα προσαρμοστικά χαρακτηριστικά τείνουν να διατηρούνται στον πληθυσμό και «αιτιώνται» υπό αυτή την απώτατη αιτία. Σύγκρινε και αντιπαράβαλε το αυτό τον όρο με το proximate causasion= εγγύτατο αίτιο. |
Ultraviolet radiation | Υπεριώδης ακτινοβολία |
Underdepreciation | Υποαπόσβεση |
Undergrowth | Χαμηλή βλάστηση |
Understory | Υποόροφος |
Understory fire | Πυρκαγιά υπορόφου |
Underwriting syndicate | Όμιλος διάθεσης χρεογράφων |
Unicolonial | Μονοαποικιακός |
United Nations Conference on Environment and Development (UNCED) | Διάσκεψη Περιβάλλοντος και Ανάπτυξης του Ο.Η.Ε. (UNCED) |
Unity of command | Ενότητα διοίκησης |
Unity of decision | Ενότητα κατεύθυνσης |
Unity of purpose | Ενότητα σκοπού |
Unlevered firm | Μη εξαρτημένη επιχείρηση |
Unstable equilibrium | Ασταθής ισορροπία |
Uranium (U) | Ουράνιο |
Urban growth | Αστική ανάπτυξη |
Urban/wildland interface | Δασοαστική ζώνη. Το όριο, η ζώνη ή η περιοχή όπου κατασκευές, οικισμοί ή άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα έρχεται σε επαφή ή περικλείεται από μεγάλες ποσότητες δασικών καυσίμων. Βλ. επίσης wildland/urban interface= δομημένη δασική περιοχή |
Utilitarian organisation | Οργανισμός κοινής ωφελείας |
Value | Αξία |
Value chain | Αλυσίδα αξίας |
Value of merged company | Αξία συγχωνευμένης εταιρίας |
Vanadium (V) | Βανάδιο |
Variance | Διακύμανση, διασπορά. Το τετράγωνο της τυπικής απόκλισης. Βλ. και standard deviation= τυπική απόκλιση |
Vascular tissue | Αγγειακός ιστός |
Vertebrates | Σπονδυλωτά |
Vertical differentiation | Κάθετη διαφοροποίηση |
Vicariants | Αντιπροσωπευτικά είδη |
Viscosity | Ιξώδες |
Vision | (1) Όραμα. (2) Διορατικότητα, οξυδέρκεια |
Vital ecosystem attributes | Δείκτες οικοσυστημικής λειτουργίας |
Volatile Organic Compounds (VOCs) | Πτητικές οργανικές ενώσεις |
Volatility | Μεταβλητότητα, στα οικονομικά |
Volcano | Ηφαίστειο |
Vulnerable species | Εκρηκτικά είδη. Βλ. επίσης sensitive/vulnarable species= Ευαίσθητα είδη |
Waggle dance | Τρομώδης χορός |
Warrant | Τίτλος επιλογής |
Wastewater | Υγρά απόβλητα |
Water cycle | Υδρολογικός κύκλος |
Water repellency | Αδιαβροχοποιημένο έδαφος |
Water table | Υδροφόρος ορίζοντας |
Water vapour | Υδρατμός |
Water-holding capacity | Ικανότητα συγκράτησης νερού |
Waterlogging | Κορεσμός του εδάφους με νερό |
Watershed | Λεκάνη απορροής |
Wavelength | Μήκος κύματος |
Wealth maximization | Μεγιστοποίηση του πλούτου |
Weather | Καιρός |
Weathering | Καιρικές επιδράσεις. |
Weeding | Βοτάνισμα |
Weighted average cost of capital (WACC) | Μέσο σταθμικό κόστος κεφαλαίων |
Weighted marginal cost of capital (WMCC) | Οριακό σταθμικό κόστος κεφαλαίων. |
Wetland | Υγροβιότοπος |
Wetting agent | Παράγων διαβροχής |
White ash | Στάχτη. Καμένη έκταση με μεγάλη δριμύτητα χαρακτηρίζεται σαν στάχτη |
White knight | Λευκός ιππότης ή λευκό μαχαίρι. Η προσπάθεια μιας εταιρίας-στόχου να αποφύγει μια εχθρική εξαγορά προσφερόμενη για πώληση σε κάποιο «συμβατό» και φιλικό αγοραστή |
Wild land | Δασική περιοχή |
Wild type | Άγριος τύπος |
Wilderness | Φυσική περιοχή |
Wildfire | Δασική πυρκαγιά |
Wildland fire | Δασική πυρκαγιά |
Wildland/urban interface | Δομημένη δασική περιοχή. Όρος που περιγράφει περιοχές όπου κατασκευές (κατά κύριο λόγο σπίτια) βρίσκονται περιτριγυρισμένες από μεγάλες ποσότητες εύφλεκτων δασικών καυσίμων. Βλ. επίσης urban/wildland interface= δασοαστική ζώνη |
Wildling | Σπορόφυτα |
Wind direction | Διεύθυνση ανέμου |
Wind effect | Επίδραση ανέμου |
Wind farms | Σταθμός αιολικής ενέργειας |
Wind model | Μοντέλα ανέμου. |
Wind profile | Προφίλ ανέμου |
Wind velocity | Ταχύτητα ανέμου. Μέση ροή του ανέμου σε συγκεκριμένο ύψος (συνήθως 10 μέτρων) για διάρκεια τουλάχιστον ενός λεπτού. Βλ. επίσης Windspeed= Ταχύτητα ανέμου |
Windfall | Ανεμοριψία. Η ρίψη, θραύση ή εκρίζωση δέντρων εξ αιτίας ισχυρών ανέμων |
Windmill | Ανεμόμυλος, ανεμογεννήτρια |
Windrow | Σωρός. Συγκέντρωση υπολειμμάτων υλοτομίας, με σκοπό να παραμείνει το δασικό έδαφος καθαρό για την αναγέννηση. Χρησιμοποιείται επίσης και για σωρούς εδαφικού υλικού από διανοίξεις δρόμων ή ζωνών σε δασική περιοχή |
Windspeed | Ταχύτητα ανέμου. (α) Ο ρυθμός οριζόντιας κίνησης του αέρα από ένα συγκεκριμένο σημείο σε ένα άλλο. (β) Η μέση τιμή για διάστημα 10 λεπτών του ανέμου, σε μίλια ανά ώρα και σε ύψος 6,1 μέτρων πάνω από το έδαφος ή στο μέσο ύψος της υπάρχουσας βλάστησης. Βλ. επίσης wind velocity= Ταχύτητα ανέμου |
World Bank | Παγκόσμια Τράπεζα |
World Summit on Sustainable Development (WSSD) | Παγκόσμια Διάσκεψη Αειφόρου (Βιώσιμης) Ανάπτυξης ή WSSD, η οποία έλαβε χώρα στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής το Σεπτέμβριο του 2002 |
Xenon (Xe) | Ξένο |
Xeromorphic | Ξηρόμορφος |
Xeromorphism | Ξηρομορφισμός. Χαρακτήρας προσαρμογής των φυτών σε συνθήκες ξηρασίας ή σε ξηρούς οικότοπους |
Yam | Ίγναμο |
Yield curve | Καμπύλη απόδοσης. Η σχέση ανάμεσα στην απόδοση μιας ομολογίας και την αντίστοιχη ημερομηνία λήξης της |
Yield to maturity | Απόδοση κατά τη λήξη. Η απόδοση ενός χρεογράφου σταθερού εισοδήματος αν διατηρηθεί μέχρι τη λήξη του |
Ytterbium (Yb) | Υττέρβιο |
Yttrium (Y) | Ύττριο |
Zero coupon bond | Ομολογία χωρίς τοκομερίδιο |
Zinc (Zn) | Ψευδάργυρος |
Zirconium (Zr) | Ζιρκόνιο |
Zoology | Ζωολογία |
Zooplankton | Ζωοπλαγκτόν |
Zoosemiotics | Ζωοσημειολογία |
Zygote | Ζυγώτης |