Ντέμης Κωνσταντινίδης, Μαύρος
Ένας μαύρος σκύλος έφερνε βόλτες τα βράδια στον κεντρικό δρόμο της γειτονιάς. Το αφεντικό του είχε πεθάνει χρόνια τώρα, αυτός όμως επιβίωνε. Αν και γερασμένος, είχε βρει τον τρόπο του.
Κάθε φορά που τον συντύχαινα, με έπαιρνε στο κατόπι, κι όταν σταμάταγα, με κοιτούσε με εκείνα τα παραπονεμένα, σκυλίσια μάτια του, σα να μου έλεγε: «Τα πόδια μου δε με βαστούν από την πείνα, δεν έχω μέρος για να γείρω και, τώρα πια, κανείς δε με χαϊδεύει. Τι να τον κάνουν έναν γέρο σκύλο σαν κι εμένα; Ως και το τρίχωμά μου, τόπους τόπους, έγινε δέρμα πληγιασμένο. Και να γαβγίσω ακόμη μου είναι αγώνας.
»Κρυώνω. Κρυώνω! Και το ξέρω πως κάποια από αυτές τις μέρες θα πεθάνω. Μη νομίζεις πως μόνο εσείς οι άνθρωποι έχετε τούτο το "προνόμιο". Πώς άλλαξε έτσι αυτή η γειτονιά. Σαν ήμουν κουτάβι, πόσο ωραία μου φαινόταν.»
Φυσούσε εκείνο το βράδυ. Μια ζεστή ανάσα με ακούμπησε στο γόνατο. Στάθηκα, τον χάιδεψα, τον φίλησα και ξάπλωσα στο πλάι του, τυλίγοντάς τον στο παλτό μου.
Από τη συλλογή Ιχθύων Λόγος (2008)