longstanding → χρόνιος, μακρόχρονος, μακροχρόνιος, μακροπρόθεσμος, μακραίωνος, με μακρά ιστορία, με μακρά, μεγάλης διάρκειας, από παλιά υπάρχων, από μακρού υφιστάμενος, για πολλά χρόνια, που κρατάει χρόνια, που διαρκεί χρόνια, που υπάρχει εδώ και χρόνια
spiros ·
1 · 128