Μπορεί τα έργα των μεγάλων ελλήνων λογοτεχνών να μεταφράστηκαν, αλλά τα νοήματα που αυτά εξέφραζαν επεξεργάστηκαν από τους ίδιους έχοντας ως εργαλείο την Ελληνική γλώσσα.
Η ανωτερότητα της Ελληνικής λογοτεχνίας βασίζεται στην ανωτερότητα της Ελληνικής γλώσσας. Η Ελληνική γλώσσα είναι η μόνη γλώσσα στον κόσμο που χαρακτηρίζεται ως ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ, ενώ όλες οι άλλες χαρακτηρίζονται ως ΝΟΗΜΑΤΙΚΕΣ.
Νοηματική γλώσσα θεωρείται η γλώσσα στην οποία το σημαίνον, δηλαδή η λέξη, και το σημαινόμενο, δηλαδή αυτό, που η λέξη εκφράζει (πράγμα, ιδέα, κατάσταση), έχουν μεταξύ τους πρωτογενή σχέση.
Ενώ σημειολογική είναι η γλώσσα στην οποία ΑΥΘΑΙΡΕΤΩΣ ορίζεται ότι το αμ πράγμα (σημαινόμενο) εννοείται με το αμ (σημαίνον).
Με άλλα λόγια, η Ελληνική είναι ή μόνη γλώσσα της οποίας οι λέξεις έχουν πρωτογένεια, ενώ σε όλες τις άλλες, οι λέξεις είναι συμβατικές, σημαίνουν, δηλαδή, κάτι, απλώς επειδή έτσι «συμφωνήθηκε» μεταξύ εκείνων που την ομιλούν.
Υπάρχει δηλαδή αιτιώδης σχέση λέξεως-πράγματος, πράγμα ανύπαρκτο στις άλλες γλώσσες. Η Ελληνική γλώσσα έχει μαθηματική δομή που επιτρέπει την αρμονική γεωμετρική απεικόνιση σχημάτων κάτι που οι άλλες γλώσσες αδυνατούν να κάνουν.
Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές θεωρούν την Ελληνική γλώσσα «μη οριακή», δηλαδή ότι μόνο σε αυτή δεν υπάρχουν όρια και γι’ αυτό είναι αναγκαία στις νέες επιστήμες όπως η Πληροφορική, η Ηλεκτρονική, η Κυβερνητική και άλλες.
Αυτές οι επιστήμες μόνο στην ελληνική γλώσσα βρίσκουν τις νοητικές εκφράσεις χωρίς τις οποίες η επιστημονική σκέψη αδυνατεί να προχωρήσει.
Τώρα, αν κάποιος έλληνας ενδιαφέρεται για λογοτεχνία ας αρχίσει από την ελληνική, που δεν του φτάνει μια ζωή να τη μελετήσει ολόκληρη, οπότε δεν υπάρχει χρόνος για τις υπόλοιπες γλώσσες. Βεβαίως, οποιαδήποτε άλλη επιλογή είναι σεβαστή, ακόμη και αν πρόκειται για μειοψηφίες.
Τη συμβατότητα μεταξύ των ξένων γλωσσών είναι εύκολο να τη μάθει κανείς και δεν πρέπει να μονοπωλεί τις συζητήσεις. Το δύσκολο είναι πώς μαθαίνεις μία ξένη γλώσσα σωστά όταν στο τόπο σου δεν την ακούς και δεν την διαβάζεις