Ναι, εξαρτώμαι από τις λέξεις, τις τιμώ βέβαια γιατί είναι η πατρίδα της πατρίδας μας, σέβομαι και την ηλικία τους που είναι τόσων αιώνων, και το ότι μόνον αυτές ξέρουν τον κωδικό με τον οποίον ανοίγει το θησαυροφυλάκιο της γλώσσας. Αλλά τις φοβάμαι επειδή με ξεγελάει συχνά η ποιότητά τους καθώς – όπως συμβαίνει στα μαναβικά – η πάνω πάνω σειρά στο τελάρο, είναι εύρωστη και χυμώδης κι από κάτω αφθονεί η μπαγιάτικη ακαταλληλότητα. Παρά ταύτα μου επιβάλλονται λέξεις, επειδή είναι ικανές μόνες τους, χωρίς άλλη βοήθεια να διεγείρουν ένα ποίημα, και να το πείσουν να προκύψει. Το ενθαρρύνουν να μπει στο λαβύρινθο και να προχωρήσει άφοβα, και ξαφνικά στη μέση του δρόμου αλλάζουν συμπεριφορά, εγκαταλείπουν σύξυλο το αρχινισμένο ποίημα, και φεύγουν οριστικά. Κάποιες φορές όμως, απρόσμενα επιστρέφουν φέρνοντας υπολείμματα, κομμάτια από κάποιο άλλο άγνωστο ποίημα, που προφανώς το είχε κατασπαράξει η ατέλεια. Και επιδίδονται στη συρραφή των κομματιών. Ράβουν, ξηλώνουν, ράβουν, ξηλώνουν, γράφουν, σβήνουν, γράφουν, σβήνουν - αυτή είναι η δουλειά τους – προσαρμόζουν τα ξενόφερτα απομεινάρια, στην εντόπια μετέωρη αρχή του ποιήματος που της έδινε κουράγιο η εκκρεμότητα….. Και περίεργο, χάρη σ’ αυτές τις μαστόρισσες λέξεις αποβαίνει να ταιριάζουν απολύτως μια άσχετη αρχή με μια άσχετη αλλοπαρμένη συνέχεια και με ένα εντελώς ανίδεο τέλος. Κάτι που για μένα σημαίνει, ότι το σχετικό, οφείλει πολλά στο άσχετο. Με αυτή την μακρά και περίπλοκη αναπαράσταση μιας από τις πιο χαρακτηριστικές συμπεριφορές της ποίησης που επιχείρησα, δε θέλω να προκύψει τίποτ’ άλλο παρά πόσο ασυλλόγιστη μπορεί να είναι η επιτυχία ή και η αποτυχία ενός ποιήματος. Γι’ αυτό και έχω πάντα στην τσάντα μου το ηρεμιστικό χαπάκι : δεν ξέρω. Επιμένω ότι οι λέξεις είναι η μοίρα του ποιήματος και καμιά παρέμβαση δεν μπορεί να την ανατρέψει. Τώρα αν με ρωτήσετε: Καλά, μόνον οι λέξεις; Οι ιδέες δεν παίζουν κανένα ρόλο, αυτές δεν είναι το στέρεο έδαφος επάνω στο οποίον οι λέξεις θα χτίσουν εκείνο το περιζήτητο «πώς» όπου θα κατοικήσει η μορφή; Ναι, τυπικά έχουν τον πρώτο ρόλο, μόνο που ιδέες δυσκολεύονται πολύ να γεννήσουν τη συμβολή τους. Και οι λέξεις, νωρίτερα έχοντας προσέλθει, παρεμβαίνουν και επιταχύνουν τον τοκετό. Όσο για το ρίγος στο οποίο αναφέρεστε, εξυπακούεται ότι δεν το νοιώθω εγώ. Ενδέχεται να ριγεί από ικανοποίηση το ένστικτο της αυτοσυντήρησης των λέξεων, συνδεδεμένο απολύτως και με τη συντήρηση της δικής μας υπάρξεως μέσω των λέξεων.
Kική Δημουλά, απόσπασμα από την συνέντευξή της στην Νέα Ευθύνη, τεύχος 24