Κατερίνα Καριζώνη, Η δική μου πόλη
Φυσάει ένας αέρας που ξεριζώνει τα τοπία
κεραυνοί χαρακώνουν τον ορίζοντα
στήνονται σιγά σιγά οι κήποι της βροχής.
Στο Κέντρο με τις σκονισμένες γιακαράντες
και τις άρρωστες πορτοκαλιές
το αίμα λιπαίνει ακόμα το τσιμέντο της πόλης
στα παλιά κτήρια, στα έρημα ξενοδοχεία
στις γειτονιές των Εβραίων
με τις μισοσβησμένες επιγραφές
τις κλειστές τράπεζες, τις χρεοκοπημένες βιοτεχνίες∙
στους δρόμους που περπάτησες
στα χρόνια της νιότης σου
με τα βαριά βήματα των απόντων
Λέοντος Σοφού, Φράγκων, Βαλαωρίτου, Αγίου Μηνά
πετούν ακόμη αόρατα έγγραφα, μυστικά συμβόλαια
δάνεια που σκόρπισαν, χρήματα που διασπαθίστηκαν, ψυχές
ιδεολογήματα μιας πρόσκαιρης δυναστείας
μιας παράξενης εποχής
σκόνη και τέφρα από τις πυρκαγιές της πόλης.
Περνούν σαν μελαγχολικές παρελάσεις οι γενιές
αναδύονται στο σκοτεινό παρόν
χάνονται άδοξα στο μέλλον
κι εσύ ποτίζεις με μελάνη το χαρτί
για να ξορκίσεις το κακό
να φτάσεις στη ρίζα, στον ύποπτο σπόρο
να αγγίξεις το διαμπερές τραύμα με τα χείλη σου
στο αρχαίο εικόνισμα της πόλης, να γονατίσεις
μπροστά το ιερό του απογεύματος
να ξεπλύνεις τα χέρια σου
στο μαύρο νερό της Ιστορίας.
Από τη συλλογή Αρχαία δίψα (2020)