Σταύρος Ζαφειρίου

wings · 280 · 232442

wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου, Ungeziefer

[Ενότητα Στάσιμα]

Ο κύριος Κ,
συγκεκριμένος άνθρωπος στον χώρο και τον χρόνο,
σωματικά αδρανής, δειλός και απόμακρος,
με ώμους γερτούς και αμήχανες διαστάσεις
μέσα στα σκοτεινά του μπλε κοστούμια,
ενδεχομένως αλληγοριστής –αν και
του ταίριαζε εξίσου πειστικά
στα σύμβολα να κρύβει την αλήθεια–
κι επιμελής αρχειοθέτης ορθοπτέρων,
για λίγο, κλείνοντας τα μάτια σαν νεκρός
ανάμεσα σε αμέτρητους φακέλους,

για λίγο ονειρεύτηκε τον Κ,
άνθρωπο αφηρημένο και ασώματο,
ήδη μεταλλαγμένο σε γραφή
ή σε σκιά φτιαγμένη από λέξεις.

— Αυτός δεν είναι ο Κ, συλλογίστηκε.
Παρότι ο Κ είναι ο μόνος
χωρομέτρης των ονείρων.
Αυτός καμώνεται απλώς ότι υπάρχει,
για να πιστέψω πως δεν υπάρχω εγώ.

— Θα συμφωνήσω, δήλωσε ο Κ.
Το είχα εξάλλου μεθοδεύσει εξαρχής.
Ποτέ δεν έγινα δεκτός σαν χωρομέτρης,
ποτέ δεν διέσχισα την έρημο ως τους άλλους∙
και τούτο είναι μια ντροπή
που και μετά από μένα θα υπάρχει
.

Έπειτα πλάγιασε, τραβώντας την κουβέρτα.

— Έτσι λοιπόν, είπε ο κύριος Κ,
όπως σχεδόν το είχα υποπτευθεί:
αποκλεισμένος από το πρωτόκολλο
και μέχρι κωμωδίας ηττημένος.
Στέκεστε ολότελα εκεί με το κακό σας
βλέμμα, ψαύοντας με τα δάχτυλα
κάθε αδυναμία.
Μπορείτε ωστόσο ν’ απαντήσετε σε κάτι.
Κάποιος θα είστε∙ όμως ποιος;
Στο μέλλον ίσως ανταμώσουμε και πάλι.

— Δεν το νομίζω, απάντησε ο Κ.
Βλέπετε είμαι ο μόνος κληρονόμος της διαθήκης∙
όσο γελοίο κι αν ακούγεται αυτό
είναι ο τρόπος να κυλάω σε δυο κοίτες.
Διαβάστε με ως το τέλος∙ θα πειστείτε
πως κάθε σχόλιο είναι περιττό.
Μα εδώ τελειώνω με τις εξηγήσεις
–καταλαβαίνετε, φαντάζομαι, από κανονισμούς.
Καλή σας νύχτα κύριε χωρομέτρη.

Σημείωση του ποιητή:
Τίτλος: Από τις μεταφράσεις που έχω υπόψη μου αυτή η γερμανική λέξη έχει αποδοθεί στα Ελληνικά ως «κατσαρίδα», «σκαθάρι», «μαμούνα». Πρόκειται για το πλάσμα στο οποίο μεταμορφώνεται ο Γκρέγκορ Σάμσα στο διήγημα Η μεταμόρφωση του Kafka.
Στ. 1: Το «Κ», ως αρχικό ονόματος, το συναντούμε, εκτός από τον Πύργο και στο, επίσης ημιτελές, μυθιστόρημα του Kafka Η δίκη.
Στ. 25, 26: Πρβλ. με την τελευταία φράση από το μυθιστόρημα του Kafka Η δίκη «... και ήταν σα να επρόκειτο η ντροπή να μείνει και μετά το θάνατό του» (μτφ. Γιώργος Βαμβαλής, Μπουκουμάνης, Αθήνα, 1971).


Από τη συλλογή Χωρικά (2007)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου, Η τέταρτη διάσταση

[Ενότητα Έξοδος]

Και οι εποχές αντέγραψαν η μία την άλλη
με τα ίδια κενά στις αράδες ανάμεσα,
με τις ίδιες ανορθόγραφες λέξεις,
τους δικούς της θνητούς κάθε μια
που τους είπε αθάνατους,
τους δικούς της σαλούς
που τους είπε προφήτες,
νικητές που κυρίεψαν έθνη αλλόδοξα,
ηττημένους που αντάλλαξαν τη ζωή με την πίστη.

Με αριθμούς τρομερούς
που οιωνίζονται φόβητρα,
με σφραγίδες που ανοίχτηκαν
μία προς μία, συνάζοντας τα όρνια
τ’ ουρανού για τον μεγάλο δείπνο.

Ευτυχής είναι αυτός
που διαβάζει τα μέλλοντα
και τα μέλλοντα λόγια μιλά,
ότι θα πάψουν οι γιορτές κι οι νουμηνίες
και θα στεγνώσει το αίμα στον βωμό∙

και αυτός που με οδύνη ασκείται
στην πτώση του, μετανιωμένος πλέον
για τη γνώση, καθώς συντρίφτηκαν
τα σκεύη από πηλό και ομολογήθηκαν
τα ονόματα της πλάνης.

Κι απ’ τους αιώνες διαλέχτηκαν χρόνια χίλια
μέχρι την πρώτη ανάσταση,
όπου κατά τα έργα τους κρίθηκαν οι νεκροί∙
και άλλοι εβλήθησαν στη λίμνη του πυρός
και άλλοι εξάλειψαν τα δάκρυα απ’ τα μάτια.
Και τα πάντα γεννήθηκαν νέα.

Ευτυχής είναι αυτός που αγρυπνά
και φυλά ό,τι κατέχει,
τις διαβάσεις, τ’ αξόδευτα θαύματα,
τη φιάλη τη χρυσή των μυστηρίων
και τους θεμέλιους λίθους των τειχών∙
τη γλώσσα που μιμείται όσα ειπώθηκαν
στις μέρες της φωνής
και όσα στη φωνή δεν βρήκαν ήχο∙

αυτός που αθροίζεται στον χρόνο του σωστά,
ενώ ο χρόνος έχει τελειώσει.

Και μετρήθηκαν πάλι το άπειρο
και οι ανοιγμένες πύλες του απείρου
κατά τις τέσσερις διευθύνσεις του ορίζοντα,
κατά τις τρεις διαστάσεις του νοητού.

Κι έμεινε αμέτρητη μόνον η τέταρτη διάσταση
κατά το μέγα,
το ελάχιστο του ανθρώπου.

Σημείωση του ποιητή:
Στ. 27: Βλ. Ιωάννου Αποκάλυψις, Κ' 14.
Στ. 28: Βλ. Ιωάννου Αποκάλυψις, Κ' 13.
Στ. 29: Βλ. Ιωάννου Αποκάλυψις, ΚΑ' 4.
Στ. 42, 43: Βλ. Ιωάννου Αποκάλυψις, ΚΑ' 13.


Από τη συλλογή Χωρικά (2007)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Préludes (complete 24) - Claude Debussy - Krystian Zimerman - YouTube

Achille-Claude Debussy, Preludes (by Krystian Zimerman)

Σταύρος Ζαφειρίου: I. corpus delicti

Μισοφωτισμένο καθιστικό. Επίπλωση, διακόσμηση, μικροαντικείμενα του συρμού. Απαραίτητα: το ανοιχτό παράθυρο, ο υπολογιστής, ένα σταχτοδοχείο∙ και όσα προκύψουν φυσικά σαν αναγκαία μέσα από το κείμενο.

Μπαίνω, κοιτάζω σε κάποιο σημείο ψηλά, φωνάζω:
Φώτα!

Έντονο φως καλοκαιριάτικου μεσημεριού με αποκαλύπτει. Καπνίζω.

Μιλάω
(η φωνητική έκφραση και η κίνηση σαν ασκήσεις στον χρόνο και τον χώρο. Οι παύσεις σαν να χάνονται στιγμές και οι θόρυβοι του δρόμου δεδομένοι):



Αυτό που διαβάζετε είναι ένα χαμένο χειρόγραφο. Ή, για να γίνω περισσότερο ακριβής, είναι λίγες χαμένες, εκτυπωμένες σελίδες∙ λίγα φύλλα χαρτιού μεγέθους A4 που ανεξήγητα έπαψαν πια να βρίσκονται μες στα υπάρχοντά μου.

Παίρνω βαθιές ανάσες ανακούφισης όταν φαντάζομαι πως το γραπτό μου ίσως και να μην έχει απολεσθεί οριστικά, πως ακόμη και τούτη ακριβώς τη στιγμή κάποιος μπορεί να το κρατά στα χέρια του και να το ξεφυλλίζει.

Όταν φαντάζομαι κάποιον ν’ αφοπλίζει
μία προς μία τις φράσεις μου,
αλώνοντας τα χαρακώματά τους.

Μου είναι δύσκολο ωστόσο να προβλέψω πόσο ενδιαφέρουσες ενδέχεται να υπάρξουν για κάποιον αυτές οι λίγες εκτυπωμένες σελίδες, όπου δεν συντελείται το παραμικρό.

Όπου ο χώρος παραείναι ασφυκτικός
για να συμβούν οι πράξεις
ή να ειπωθούν τα λόγια
που τις πράξεις περιγράφουν.

Ήταν η εποχή των μικρών μου μετακομίσεων από ένα τοπίο σε άλλο, και εκείνη ακριβώς η περίοδος που σκόπιμα έμενα μόνος σ’ ένα μικρό παράγωνο ανώγειο όχι μακριά από τον σταθμό των τρένων –χιλιάδες όμως μίλια μακριά από τις λίμνες όπου ήθελα να ζω κι απ’ τα ζαρκάδια– και εργαζόμουν ως εποχικός, μετατοπίζοντας διαρκώς τα όριά μου. Θ’ αναφερθώ όμως αργότερα σ’ αυτά διεξοδικότερα.

Κυκλοφορούσα μονίμως με τ’ αστικά λεωφορεία, διατρέχοντας οριζόντια τις αποστάσεις της πόλης, χωρίς να χρησιμοποιώ τις καθέτους, που σχεδόν όλες τους οδηγούσαν στη δημοφιλή παραλία. Απέφευγα, κατά το δυνατόν, τις καθέτους, και κατά συνέπεια απέφευγα, κατά το δυνατόν, τη δημοφιλή παραλία,

τα πέντε πλακοστρωμένα χιλιόμετρα που ξεκινούσαν από την ανατολική πλευρά του λιμανιού και έφταναν μέχρι το ογκώδες και κενόδοξο Μέγαρο Μουσικής∙ εκείνα τα πέντε και λίγο παραπάνω χιλιόμετρα που γενικεύουν την κακομούτσουνη θέα μιας άτακτης και εργολαβικού ρυθμού αρχιτεκτονικής.

Κρατούσα τότε επιμελώς σημειώσεις στο περιθώριο των κειμένων του Κάφκα, λεηλατώντας με ζήλο τα Μπλε του Τετράδια και όσα σαν σύντομες σκέψεις, ή σαν προσχέδια, κατέγραφε στα Ημερολόγιά του. Ανακάλυπτα αράδα αράδα την Αποικία των Τιμωρημένων και ανεβοκατέβαινα λαχανιάζοντας τα σκοτεινά σκαλοπάτια των αλληλέγκλειστων, ταλμουδικών του κτισμάτων, ακούγοντας παράλληλα, σε ενστικτώδεις εντάσεις, τα πιανιστικά πρελούδια του Ντεμπισί.

Είχα μόλις ξεμπερδέψει από μια δύσκολη άνοιξη, με όλο το δίκαιο να είναι με το μέρος μου. Ίσως είναι εντιμότερο να πω ότι τα έβγαλα πέρα με τον πιο πρέποντα τρόπο εκείνη την άνοιξη, ότι αντιστάθηκα, και εν τέλει αντέδρασα, με τον πιο πρέποντα τρόπο στην αβάσταχτη κορδέλα των πόθων της, με μια βαθιά οδυνηρή αποφασιστικότητα που άφησε έκπληκτο κι εμένα τον ίδιο.

Ήμουν καλά.
Οι επιθυμίες μου περνούσαν για ζωή∙
ευχόμουν, όποια στιγμή
και ν’ άνοιγα την πόρτα μου,
ν’ αντικρίζω τα πράγματα για πρώτη φορά,
σαν να ήταν η πρώτη φορά
που έχουν έρθει στον κόσμο.

Όλα εκεί∙ το καθένα να υπάρχει καινούριο
στην ουσία της φύσης του,
μέσα στις συλλαβές του ονόματός του.

Ο χρόνος μου επιζούσε των ενδείξεων∙
το αίμα είχε σχεδόν ξεθυμάνει στις φλέβες μου
και των δαιμόνων μου το βλέμμα
περιγελούσε τα μέλλοντα.

Ανελλιπώς τα κυριακάτικα πρωινά
έριχνα κι έριχνα σπόρους καλαμποκιού
στα λαίμαργα περιστέρια των δημόσιων κήπων
με την πλάτη στραμμένη στη θάλασσα∙
στο υγρό, χλιαρό αεράκι του νότου.

Νωρίς το απόγευμα επισκεπτόμουν το νεκροταφείο.
Οι μοβ ιβίσκοι έγερναν νωθρά
τα πληκτικά τους φύλλα∙
μια κίνηση τόσο απόλυτα πειστική,
όσο το υπαγόρευαν οι συμβάσεις του βίου τους.
Αντέγραφα με ακρίβεια απ’ τις ταφόπλακες
χρονολογίες γεννήσεων και θανάτων
και υπολόγιζα ψύχραιμα
το ενδιάμεσο γεγονός.
Τα βράδια τροφοδοτούσα σχολαστικά
αυτές τις στατιστικές εμμονές μου.

Θα μου αρκούσε να επέστρεφα
με έστω και μία λιγότερη,
αρκεί να μην έπαυα να είμαι
ο επικείμενος άνθρωπος:
διαιρετός, μεταβλητός και αεικίνητος.
Σαν πλήθος.

Μετά τα μεσάνυχτα, ο φωτεινός
σηματοδότης του δρόμου
–έξω ακριβώς απ’ το παράθυρό μου–
παλλόταν και παλλόταν μονότονα
στο πορτοκαλί,
σαν άγρυπνη εικόνα πειθαρχημένη
στον ωφέλιμο ρόλο της,
δίνοντας προεκτάσεις μηχανικές
στις αισθήσεις μου∙
περιμένοντας ανυπόμονα τη στιγμή
που το αυτάρεσκο σώμα μου,
όμοιο με παραβολή,
θα επιλέξει την ακόμη πιο αυτάρεσκη
στάση του.

Σημείωση του ποιητή:
Παρά την επισήμανση φίλων νομικών ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της ενοχής ως αποτέλεσμα άνομης πράξης, πολύ περισσότερο δε ως συναίσθημα, προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επιπλέον αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.

Οι τίτλοι των ενοτήτων προέρχονται από λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών ή αποφθεγματικών διατυπώσεων. Παραθέτω τη μετάφρασή τους:

I. corpus delicti: το σώμα του εγκλήματος.
II. vae victis: ουαί τοις ηττημένοις.
III. guarda e passa: βλέπε και πέρνα.
IV. desinit in piscem: απολήγει σε ιχθύ.
V. ita res est: έτσι έχει το πράγμα.
VI. homo homini lupus: ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο.
VII. difficiles nugae: δύσκολες φλυαρίες.
VIII. medice, curate ipsum: ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου.
IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant: όπου δημιουργούν έρημο, εκεί λένε ότι έδωσαν ειρήνη.
X. scribitur ad narrandum: γράφεται χάριν διηγήσεως.
XI. dehemur morti nos nostraque: χρεωστούμεθα στον θάνατο και εμείς και τα δικά μας.
XII. non Oedipus: όχι Οιδίπους.
XIII. ne adsum qui feci: εγώ είμαι ο δράστης.
XIV. res, non verba: έργα, όχι λόγια.
XV. finis coronat opus: το τέλος στεφανώνει το έργο.


Από το ποιητικό βιβλίο Ενοχικόν / ο μονόλογος ενός δράστη (2010)
« Last Edit: 29 May, 2022, 14:50:52 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: II. vae victis

Όταν αποφάσισα να καταπιαστώ με το χειρόγραφο, ν’ αρχίσω εννοώ τη φράση με φράση επίπονη συγγραφή του, τ’ αδέσποτα ασφυκτιούσαν μπαϊλντισμένα απ’ τη ζέστη, ο ορίζοντας ήταν βρόμικος και αλμυρός κι εγώ μόλις είχα επιστρατεύσει τις αντιθέσεις μου.

Γινόταν απαραίτητο πλέον, ανάμεσα στους όρους της ζωής μου να τοποθετώ όλο και πιο συχνά τη διάζευξη ή την παύλα ή μια κάθετη πλάγια γραμμή, την πλάγια γραμμή των αντιθέτων.

Πριν προμηθευτώ τον μεταχειρισμένο ηλεκτρονικό υπολογιστή, περνώντας και περνώντας ξανά, αναποφάσιστος, μπροστά από το κατάστημα των μεταχειρισμένων∙ προτού αποφασίσω αν έπρεπε ή όχι ν’ ανοίξω την τζαμόπορτα του καταστήματος των μεταχειρισμένων, σκέφτηκα:

Ο παλιός κόσμος δεν υφίσταται πια.
Κανείς δεν γέλασε με τον αφανισμό του
ούτε τον μοιρολόγησε κανείς.
Και σκέφτηκα:

Ο επόμενος κόσμος έχει ήδη ηττηθεί
μέσα στις δύσοσμες εκκρίσεις του φόβου του.
Το κάθε βήμα προς τα εμπρός το επαληθεύει.

Σηματωροί εγκαταλείπουν ένας ένας τη θέση του,
τα ρύγχη των δελφινιών εμβολίζουν τις πρύμνες∙
γαλάζιες μέδουσες χυλώνουν τις ακτές.
Εκατοντάδες γραπτά υπονομεύουν τις νομοτέλειες.
Ζούμε σε αμείλικτους καιρούς,
λυγίζοντας στο πρώτο χτύπημά τους.
Σκέφτηκα:

Θηλάζει η γη γάλα κακό απ’ το κακό της στήθος,
μελάνι μαύρο λιγοστεύει το λευκό,
κερδοσκοπώντας.
Όπου κι αν στρέψουμε το πρόσωπο θα δούμε
την υποτιμημένη επιτάχυνση
μιας προδιαγεγραμμένης εντροπίας.
Φουσκονεριές κλονίζουν τα θεμέλια,
παρασύρουν στη λάσπη τους τα υλικά των σημείων.
Τίποτε αντίθετο απ’ αυτά δεν έχει γίνει.
Καμίας Σίβυλλας χρησμός δεν έχει διαψευστεί
στη λογική της έκφραση ή
στο εκστατικό της παραλήρημα.

Περνούν τα σύνορα οι στρατιές των ψευδαισθήσεων,
φωτίζοντας τον μύθο τους στο φως των συνωνύμων.
Σαν όντα υποταγμένα στη φυγή τους,
το ίδιο ποτάμι κολυμπούν που τα διασχίζει.
Οι σκλάβοι ντύνουν με κουρέλια τα πόδια τους,
βαδίζοντας ανύποπτοι ανάμεσα σ’ ενέδρες.

Ένας σκλάβος πεθαίνει καλύτερα, σκέφτηκα,
όταν κινείται στον κατάντη της πυξίδας∙
σε τόπους όπου ο θάνατος αυτόματα
κεφαλαιοποιείται.

– Εξυπακούεται ασφαλώς πως ένας σκλάβος είναι πάντα σε θέση να πετύχει έναν καλύτερο θάνατο από τον θάνατό του∙ ακόμη κι έναν θάνατο εφάμιλλο της τέχνης του ως σκλάβου.

Καθώς είχα ανοίξει επιτέλους την τζαμόπορτα του καταστήματος των μεταχειρισμένων, και είχα αποκτήσει, βγαίνοντας, τον μεταχειρισμένο ηλεκτρονικό μου υπολογιστή∙ και διατηρώντας κατά νου την έγνοια να γράψω μόνο εν ονόματι του ανήσυχού μου εαυτού, αναρωτιόμουν:

Τι είδους λέξεις πρέπει να υποθέσω
για να εναρμονίσω τα προσχήματα
στη νέα υβριδική χιλιετία;
Και σκέφτηκα:

Μεγεθυμένες κλίμακες,
από το ασήμαντο ως το δραματικό,
τώρα ερμηνεύουν την καινούρια τάξη.
Σαν πρότυπο μορφοκλασματικό
στην πιο ανεστραμμένη αυτο-ομοιότητα.
Και αναρωτιόμουν πάλι:

Να είμαι άραγε αυτός που αβοήθητος
θα πρέπει να ορίσει
με ποια σειρά θα εμφανιστούν
τα ύψη, το αίμα, ο ουρανός,
ο ύπουλος υπαινιγμός του χρόνου;

Θα είμαι άραγε ικανός να φανταστώ
όλο το εύρος της σκηνής και της κουίντας
στο απόλυτο σκοτάδι του θεάτρου;
Όλους τους χαρακτήρες,
τη σιωπή τους, τα φαινόμενα,
σε ένα χώρο τόσο ανασφαλή
όσο ο μηχανισμός των γεγονότων;

Σε τελευταία ανάλυση, θα είμαι άραγε ικανός να ενστερνίζομαι, αμέσως και χωρίς ενδοιασμούς, κάθε αναγωγή που επιχειρούν οι αντιφάσεις; Και σκέφτηκα:

Όλες οι μαθητείες μου μαζί
συνηγορούν στη μέχρι τέλους παρανάγνωση της πλάνης.
Μου είναι ωστόσο αδύνατο να εναντιωθώ
στο διαρκώς και πιο ακατανόητο∙
ούτε έχω λόγο ν’ αρνηθώ πως είμαι μέσα μου
όλα εκείνα που έξω μου, και φαινομενικά, αποποιούμαι.

Σημείωση του ποιητή:
Παρά την επισήμανση φίλων νομικών ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της ενοχής ως αποτέλεσμα άνομης πράξης, πολύ περισσότερο δε ως συναίσθημα, προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επιπλέον αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.

Οι τίτλοι των ενοτήτων προέρχονται από λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών ή αποφθεγματικών διατυπώσεων. Παραθέτω τη μετάφρασή τους:

I. corpus delicti: το σώμα του εγκλήματος.
II. vae victis: ουαί τοις ηττημένοις.
III. guarda e passa: βλέπε και πέρνα.
IV. desinit in piscem: απολήγει σε ιχθύ.
V. ita res est: έτσι έχει το πράγμα.
VI. homo homini lupus: ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο.
VII. difficiles nugae: δύσκολες φλυαρίες.
VIII. medice, curate ipsum: ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου.
IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant: όπου δημιουργούν έρημο, εκεί λένε ότι έδωσαν ειρήνη.
X. scribitur ad narrandum: γράφεται χάριν διηγήσεως.
XI. dehemur morti nos nostraque: χρεωστούμεθα στον θάνατο και εμείς και τα δικά μας.
XII. non Oedipus: όχι Οιδίπους.
XIII. ne adsum qui feci: εγώ είμαι ο δράστης.
XIV. res, non verba: έργα, όχι λόγια.
XV. finis coronat opus: το τέλος στεφανώνει το έργο.


Από το ποιητικό βιβλίο Ενοχικόν / ο μονόλογος ενός δράστη (2010)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: IV. desinit in piscem

Γινόταν ολοένα πιο σαφές
πως ο τρόπος μου ήταν οι άλλοι∙
εκείνοι που η άπληστη γλώσσα τους γλείφει τη μνήμη
ως να ξεσπάσουν τα υγρά του απροστάτευτου φύλου της.

Στοίβες ολόκληρες με όρους ζωής που είχαν γίνει συνήθεια
κατέκλυζαν το πάτωμα, τις καρέκλες και τις προθέσεις μου.

Διαπίστωνα ότι είχα αναπτύξει ασυναίσθητα τις ιδιότητες του ανθρώπου που ενδίδει διαρκώς, δίχως αναστολές και διλήμματα, ως τη στιγμή που θ’ αποκτήσει πλεονέκτημα.

Μια και απέβλεπα μάλλον σε κάποιου είδους εκλεπτυσμένη παραπλάνηση, παρά στην κακόγουστη θέση τού να είμαι στ’ αλήθεια, υποβάθμιζα αμέσως σε δευτερεύουσα πρόταση –αν δεν τη διέγραφα ήδη εντελώς– κάθε αυθόρμητη εντύπωση, που μπορεί να μετέτρεπε ένα ελεγχόμενο σχέδιο σε δωρεά.

Διαβάζοντας ακατάπαυστα πλέον τ’ αδυσώπητα βιβλία του Κάφκα∙ ένα προς ένα τ’ αποσπάσματα στα Μπλε του Τετράδια, και μία προς μία τις ημερολογιακές του καταγραφές,

όχι για να εισβάλω στο ευάλωτο κέντρο μιας αυτοένοχης ύπαρξης, ούτε ασφαλώς για να διεισδύσω στις ροπές της, αλλά για ν’ αποφύγω ίσα ίσα τα σύμβολα και τους συσχετισμούς, ή τις πιθανόν κακόβουλα υπονοημένες εκλεκτικές συγγένειες∙

διαβάζοντας λοιπόν ακατάπαυστα τις σελίδες του Κάφκα, και κρατώντας με ζήλο εκτενείς σημειώσεις στο περιθώριό τους∙ ακούγοντας επιπλέον τα πρελούδια του Ντεμπισί, ανέθετα στον εαυτό μου αποστολές από πριν καταδικασμένες:

να εκστομίζω, λόγου χάριν, απροσδόκητα συνθήματα, διχάζοντας το ανώνυμο πλήθος, να σταματώ διά της βίας τα μέσα μαζικής μεταφοράς σε τυχαία σημεία ή να επιβάλω μειώσεις στα δίδακτρα των ξενόγλωσσων σχολών και κολεγίων.

Αυτές οι αποτυχίες, η εντελώς γκροτέσκα κατάληξη των γραφικών, χαριτωμένων ωστόσο, τούτων παρεκτροπών, αποτέλεσαν την πρώτη μου άσκηση, δείχνοντάς μου θαρρώ πώς πρέπει ν’ αντλώ απ’ τις πράξεις τους τρόπους.

Τα δάχτυλα πήγαιναν απ’ το ένα γράμμα στο άλλο,
από τον κέρινο ήχο των πλήκτρων
στη σπογγώδη ηχώ του φορτίου τους∙
οι αντίχειρες άχρηστοι,
και μικροί κι οι παράμεσοι∙
μόνοι οι δείκτες και οι μέσοι διπόδιζαν
σε κουτσό καλπασμό.

Βέβαιος κιόλας πως η έμπνευση
είναι κατάλυμα για τους ερασιτέχνες,
αναζητούσα μια γεωγραφία εφικτή
για να χωρέσω μέσα της τον λόγο.
Με μία λέξη αν ήταν δυνατόν,
με μία πράξη,
γύρευα να επινοήσω το απόλυτο,
την έλλογη αποκάλυψη του δημιουργημένου.

Μέχρι που έμαθα επιτέλους πως ποτέ
δεν πρόκειται να μοιραστώ
τον ίδιο χρόνο με κανέναν
και ότι η γλώσσα είναι αυτή που επινοεί
τον λόγο εκείνον που εικονίζει τη μορφή της.

Μέχρι που έμαθα επιτέλους
πως χρειάζομαι τα ψέματα
για να επιβιώσω απ’ την αλήθεια.


Ούτε για μια στιγμή δεν είχα παρακάμψει την ιδεοληψία του εφικτού, τούτη τη δεύτερη τέχνη που με απάλλασσε απ’ τ’ αδιέξοδα της πρώτης. Απεναντίας, απολάμβανα τη διαδικασία της επίδρασης πάνω μου του ανεκμετάλλευτου εν γένει αυτού μυστηρίου, του μυστηρίου της δεύτερης τέχνης, που παραδόξως βάθαινε και βάθαινε την πίστη μου, κάνοντάς με ανεπιφύλακτα αρνητικό προς την έμπνευση και τα επακόλουθά της.

Μου φαινόταν ολοένα πιο πιθανό, δίχως να έχει ωστόσο πρακτικά επαληθευτεί, πως τούτη ακριβώς η άρνησή μου για την έμπνευση ενεργοποιούσε τη λανθάνουσα ως τότε διάθεσή μου για παρατήρηση, τοποθετώντας με στην, κατά το δυνατόν, ιδεωδέστερη γωνία του ενός και μοναδικού παραθύρου μου, απ’ όπου μπορούσα αθέατος να παρακολουθώ τους ταξιδιώτες και τις αποσκευές τους, που κατευθύνοντας προς, ή απομακρύνονταν από, τον παρακείμενο της κατοικίας μου σταθμό των τρένων.

Παρατηρούσα περισσότερο τις αποσκευές των ταξιδιωτών και λιγότερο τους ίδιους τους ταξιδιώτες∙ περισσότερο τις κλασικές τους βαλίτσες με τη χειρολαβή, τα σκληρά ή μαλακά τους βολικότατα τρέιλερ, την ευφάνταστη ποικιλία των σακ βουαγιάζ∙ περισσότερο τους χαρτοφύλακες, τα επώνυμα νεσεσέρ και τις πλαστικές τους σακούλες με το εμφιαλωμένο νερό, τα σάντουιτς και τα σνακ, και λιγότερο εκείνους που τα κρατούσαν.

Παρατηρούσα κυρίως τις αποσκευές, όχι πασχίζοντας κοινότυπα να μαντέψω το μέσα τους, να μαντέψω, θέλω να πω, τα διπλωμένα πουκάμισα, τα εσώρουχα ή τα ντοσιέ δειγματισμών και τα πελατολόγια των εμπορικών αντιπροσώπων, αλλά σαν να υπάκουα μάλλον σε κάποιου είδους γλωσσική ηθική ή σαν να εκπλήρωνα μια παλιά υποχρέωση

προς όλες τις μέρες, όλα τα χρόνια, όπου αμέτρητες και αμέτρητες στη σειρά αποσκευές, ακολουθώντας με τάξη η μία την άλλη, κινούνται ρυθμικά και ασταμάτητα, παρελαύνουν ρυθμικά και ασταμάτητα η μία πίσω απ’ την άλλη, προς τον σταθμό ή απ’ τον σταθμό των τρένων.

Και αυτή η με υποδειγματική τάξη πορεία τους, σκεφτόμουν τότε, είναι που ανταποκρίνεται ετυμολογικά και ερμηνευτικά στην έννοια του ταξι-διού, οι αποσκευές είναι κυριολεκτικά και ουσιαστικά οι πραγματικοί ταξι-διώτες, σε αντίθεση προς τους μεταφορείς τους (τους εμπορικούς αντιπροσώπους και τους άλλους), οι οποίοι μετακινούνται, απλώς μετακινούνται από έναν τόπο σε άλλο, χωρίς καμιά λεξικολογική υποστήριξη, δίχως καν τη στοιχειώδη τυπογραφική σύνδεση του λήμματός τους με το ταξίδι.

Τ’ αδέσποτα αγρίευαν κλονισμένα απ’ τη ζέστη,
χάνονταν κι εμφανίζονταν πάλι με γδαρμένους λαιμούς∙
ανάμεσα δρόμου και δρόμου έφευγαν και επέστρεφαν πάλι,
με τη σοφία των αδέσποτων που πάντα γνωρίζουν
πως ο δρόμος έχει την κατεύθυνση εκείνη
που ο ίδιος του δίνεις.

Σημείωση του ποιητή:
Παρά την επισήμανση φίλων νομικών ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της ενοχής ως αποτέλεσμα άνομης πράξης, πολύ περισσότερο δε ως συναίσθημα, προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επιπλέον αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.

Οι τίτλοι των ενοτήτων προέρχονται από λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών ή αποφθεγματικών διατυπώσεων. Παραθέτω τη μετάφρασή τους:

I. corpus delicti: το σώμα του εγκλήματος.
II. vae victis: ουαί τοις ηττημένοις.
III. guarda e passa: βλέπε και πέρνα.
IV. desinit in piscem: απολήγει σε ιχθύ.
V. ita res est: έτσι έχει το πράγμα.
VI. homo homini lupus: ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο.
VII. difficiles nugae: δύσκολες φλυαρίες.
VIII. medice, curate ipsum: ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου.
IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant: όπου δημιουργούν έρημο, εκεί λένε ότι έδωσαν ειρήνη.
X. scribitur ad narrandum: γράφεται χάριν διηγήσεως.
XI. dehemur morti nos nostraque: χρεωστούμεθα στον θάνατο και εμείς και τα δικά μας.
XII. non Oedipus: όχι Οιδίπους.
XIII. ne adsum qui feci: εγώ είμαι ο δράστης.
XIV. res, non verba: έργα, όχι λόγια.
XV. finis coronat opus: το τέλος στεφανώνει το έργο.


Από το ποιητικό βιβλίο Ενοχικόν / ο μονόλογος ενός δράστη (2010)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: V. ita res est

«Όλες οι ευθείες περνούν μέσα από έναν λαβύρινθο». Έκανα ευλόγως τούτη τη σκέψη, καθώς διαπίστωνα πως η αρχική μου πρόθεση να μπω κατευθείαν στο θέμα μου είχε ουσιαστικά εκτροχιαστεί.

Η διαδρομή που ακολουθούσα τώρα πια, ξεκινούσε από τα φαινόμενα, διακλαδιζόταν ανάμεσα σ’ αυτά, χωρίς καθόλου να είναι σίγουρο ότι θα έφτανε κάποια στιγμή στις αιτίες. Μετεωριζόμουν συνεχώς, κατά την προσφιλή μου συνήθεια, μεταξύ λογικής και παραδόξου, μεταξύ παιχνιδιού και πειράματος.

Μέχρις ένα βαθμό ιδιοτελής –και αφελής συνάμα– υιοθετούσα καλόπιστα, ή δήθεν καλόπιστα, όλα τα μέσα που μου έρχονταν στον νου, απωθώντας με τον τρόπο αυτόν το θέμα μου στο μη περαιτέρω, κατευθύνοντας το θέμα μου εκεί όπου υπήρχε ο κίνδυνος να συνθλιβεί ή να εκπαραθυρωθεί οριστικά, αφήνοντας, ως συνέπεια, το γραπτό μου να παραδέρνει ανερμάτιστο και έκκεντρο.

Έχοντας κιόλας αμφισβητήσει κάθε μεταφυσική ερμηνευτική, ότι τα πράγματα δηλαδή μπορεί ν’ αποκτήσουν οντότητα μέσω του λόγου –πολύ περισσότερο βέβαια μέσω ενός λόγου δηλωτικού– και μην έχοντας παρακάμψει παράλληλα ούτε για μια στιγμή την ιδεοληψία του εφικτού∙

εγκατεστημένος επιπλέον, και μάλιστα εσκεμμένα, στο ανώγειο μιας κατηφούς οικοδομής, ανεγερμένης στην αντιπαροχική δεκαετία του ’60, τηρούσα στάση επιφυλακτική απέναντι στο πολλαπλό των μύθων.

Αν και η επιλογή της τότε διεύθυνσης όχι μακριά απ’ τον σταθμό των τρένων ήταν ταυτόσημη με μιαν εντελώς συγκεκριμένη πνευματική και ψυχική μου διάθεση, όπως αντιστοίχως συνέβαινε και με την επιλογή της εργασίας μου, ως εποχικού, ως εποχικού υπαλλήλου διοικητικής υποστήριξης –οφείλω σ’ αυτό το σημείο να διευκρινίσω– σε ένα από τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών∙

αν και αυτές οι επιλογές ήταν οι πλέον ενδεδειγμένες, όπως επέμενα και επέμενα τότε ν’ αυταπατώμαι, και είχαν γίνει επί τούτου, με αποκλειστικό σκοπό δηλαδή τη δημιουργία του ιδανικού δομικού περιβάλλοντος για τη συνεπή και ορθολογική ανάπτυξη του θέματός μου στις σελίδες ενός χειρογράφου, παρατηρούσα εντούτοις ότι δυσκολευόμουν να διατυπώσω τις ιδέες μου.

Αυτή η κοινότοπη διαπίστωση της αδυναμίας του ανθρώπινου λόγου, του δικού μου ανθρώπινου λόγου εν προκειμένω, που ήταν ταυτόχρονα και αυταπόδεικτη διαπίστωση της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσης μου∙ το γεγονός ότι η ανθρώπινη φύση μου αδυνατούσε ν’ αποκαλύψει, ονομάζοντάς την, την ουσία της, αρκούμενη μόνο στην άνευρη αναπαράστασή της, με οδηγούσε σε μιαν αναπόφευκτη διόρθωση, στην αναπόφευκτη κίνηση ενός τακτικού ελιγμού,

ο οποίος, παρά το δεδηλωμένο, παρά το γεγονός δηλαδή ότι ο κειμενικός σχεδιασμός μου παρέμενε επίμονα και επίμονα αρνητικός προς την έμπνευση, και παρέμενε επίμονα αναγώγιμος στα δεδομένα πνευματικά και θυμικά μου βιώματα, δεν θα είχε πλέον καμία σχέση απολύτως με την ως τότε εντελώς διαφορετική μου κατάσταση, την ως τότε εντελώς διαφορετική τακτική μου.

Ό,τι προείχε στις συνθήκες που διαμόρφωνε η παρούσα δυνητική συγκυρία ήταν η εκ του ασφαλούς επαναδιαπραγμάτευση του αρχικού μου μύθου, του αρχικού μου θέματος, μία εκ νέου διευθέτηση του χαρίεντος χώρου των αντιφάσεων και παραδοξοτήτων, έτσι ώστε όλα να στοιχηθούν επιτέλους στην τάξη της κοινής παραδοχής, με όρους πλέον μιας μητροπολιτικής διαλεκτικής, απαλλαγμένης από τ’ αδίκαστα εγκλήματα, τα σκάνδαλα και τις παρανοήσεις της άποικης γλώσσας.

Και για να δώσω ένα παράδειγμα αυτού που εννοώ ως σκανδαλώδη γλωσσική παρανόηση, όπου η σημαία του σημαινομένου μεταβάλλεται, καθώς λένε, κατά το πλαίσιο αναφοράς, αλλά και κατά τη σύνδεσή του με την εμπειρία, γυρίζω σαν σε παρένθεση πίσω τον χρόνο, στη αγαθή ηλικία μου τη μεταξύ των πέντε και έξι ετών, τότε που μου είχαν ήδη μάθει να διαβάζω, όχι να γράφω παρά μόνο να διαβάζω συλλαβιστά, έχοντας –και αυτό το μνημονεύω παρεμπιπτόντως– ως πρώτη μου λέξη, ως λέξη που κατάφερα να συλλαβίσω ολόκληρη μέσα μου και να εκφωνήσω ολόκληρη έξω μου για πρώτη φορά μονομιάς, τη λέξη «φυ-τί-νη», γραμμένη με πεζά γράμματα επάνω στο μεταλλικό κουτί της συσκευασίας της∙

και μου είχαν μάθει ν’  απαγγέλλω νεράκι ολόκληρη τη «μικρή μας αγελάδα» και ολόκληρο το «φεγγαράκι μου λαμπρό». Σε τούτο το τελευταίο ήθελα να σταθώ και στην εντύπωση που προκαλούσαν στη αγαθή παιδική μου αντίληψη οι ομοιοκατάληκτοι στίχοι: «γράμματα, σπουδάματα / του Θεού τα πράματα»∙ ειδικά ο ακροτελεύτιος στίχος μού προκαλούσε αμηχανία και με έκανε να κοκκινίζω από ντροπή, μ’ εκείνη την τελευταία του λέξη, τη λέξη «πράματα», αφού «πράμα» και «πράματα» έλεγαν όλοι, και ο παππούς μου και η γιαγιά μου και οι γονείς μου και ο κόσμος μου ολόκληρος το πράμα τους, το πουλάκι τους ή το πιπί τους, και ως εκ τούτου μου φάνταζε ακατανόητο και τρομερό να μιλά ένα ποίημα για τα πράματα, και να ταυτίζει τα γράμματα και τα σπουδάματα με τα πράματα του Θεού.

Κλείνοντας την παρένθεση κι επανερχόμενος στον χρόνο συγγραφής του χειρογράφου μου: ένας σκεπτόμενος άνθρωπος, σκεφτόμουν∙ ένας άνθρωπος του οποίου η σκέψη ακολουθεί έναν ειρμό υποταγμένο στις περιστάσεις∙

ένας άνθρωπος ο οποίος ανακαλύπτει ξαφνικά ότι η μέχρι τώρα ενασχόλησή του με το θέμα του υπήρξε επιπόλαιη και μάταιη, επειδή επιπόλαιο και μάταιο υπήρξε και το ίδιο το θέμα του, τόσο επιπόλαιο και τόσο μάταιο,

ώστε όταν ήρθε η στιγμή να το αναπτύξει στις σελίδες ενός χειρογράφου τού ήταν αδύνατο να το πράξει, παρότι το είχε προηγουμένως συναρτήσει με την εσκεμμένη επιλογή της κατοικίας του όχι μακριά απ’ τον σταθμό των τρένων και με την εσκεμμένη επιλογή της εργασίας του ως εποχικού∙

ένας άνθρωπος ο οποίος αναζητούσε τους τρόπους να ελέγχει διαρκώς κάθε είδους χρονική προβολή αιτίας και αποτελέσματος, πάνω στην οποία θα στήριζε το θέμα του και την ανάπτυξή του∙

αυτός ο σκεπτόμενος άνθρωπος όφειλε τώρα ν’ αμφισβητήσει, να επανεκτιμήσει καλύτερα, ό,τι ως τότε με παρρησία προέκρινε σαν τη μοναδικά ενδεδειγμένη του επιλογή. Αρκετά.

Σημείωση του ποιητή:
Παρά την επισήμανση φίλων νομικών ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της ενοχής ως αποτέλεσμα άνομης πράξης, πολύ περισσότερο δε ως συναίσθημα, προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επιπλέον αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.

Οι τίτλοι των ενοτήτων προέρχονται από λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών ή αποφθεγματικών διατυπώσεων. Παραθέτω τη μετάφρασή τους:

I. corpus delicti: το σώμα του εγκλήματος.
II. vae victis: ουαί τοις ηττημένοις.
III. guarda e passa: βλέπε και πέρνα.
IV. desinit in piscem: απολήγει σε ιχθύ.
V. ita res est: έτσι έχει το πράγμα.
VI. homo homini lupus: ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο.
VII. difficiles nugae: δύσκολες φλυαρίες.
VIII. medice, curate ipsum: ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου.
IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant: όπου δημιουργούν έρημο, εκεί λένε ότι έδωσαν ειρήνη.
X. scribitur ad narrandum: γράφεται χάριν διηγήσεως.
XI. dehemur morti nos nostraque: χρεωστούμεθα στον θάνατο και εμείς και τα δικά μας.
XII. non Oedipus: όχι Οιδίπους.
XIII. ne adsum qui feci: εγώ είμαι ο δράστης.
XIV. res, non verba: έργα, όχι λόγια.
XV. finis coronat opus: το τέλος στεφανώνει το έργο.


Από το ποιητικό βιβλίο Ενοχικόν / ο μονόλογος ενός δράστη (2010)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: VI. homo homini lupus

«Όποιος επιθυμεί να καταλάβει τις επιδιώξεις μου
πρέπει να ομολογεί τις ματαιώσεις.»
Για να εκτιμήσει κανείς στην πλήρη τους διάσταση
τη σημασία του συγκεκριμένου αφορισμού
δεν αρκεί να γυρίζει αδιάκοπα σαν ποδηλάτης
στη μέσα πλευρά ενός κύκλου
ή να διασχίζει μονάχα το δάσος της φαντασίας του
σαν ένα άγνωστο και απερίγραπτο κομμάτι της φύσης,

αλλά οφείλει να έχει στο μυαλό του συνέχεια
και συνέχεια να μνημονεύει
–με το έξω και το μέσα της γλώσσας του–
τα φυλλοβόλα και τ’ αειθαλή,
τους κρυπτόγαμους μύκητες,
τις θαμνώδεις εκτάσεις και τα ξέφωτα,
ακόμη και τα ολομόναχα ρόμπολα,
τα χτυπημένα από τον κεραυνό.

Μια περιγραφή της διαδρομής των αδέσποτων από τη μία πλευρά του οδοστρώματος στην άλλη, από το ένα πεζοδρόμιο στο απέναντι, ακολουθώντας κι ακολουθώντας κατά πόδας τις κινήσεις των ανθρώπων∙ να περιμένουν δηλαδή (τα αδέσποτα) στις διαβάσεις όταν ο φωτεινός σηματοδότης είναι στο κόκκινο, και να διασχίζουν κάθετα το οδόστρωμα μόλις ο φωτεινός σηματοδότης αλλάζει στο «τώρα μπορείς»∙

και ακόμη, μια ακριβής περιγραφή της πορείας τους από το απέναντι πεζοδρόμιο προς κάποιο καθορισμένο σημείο –επειδή μου είναι αδύνατο να φανταστώ, και πολύ περισσότερο αδύνατο να πιστέψω, ότι τ’ αδέσποτα κινούνται τυχαία, χωρίς να θέλουν κάπου να φτάσουν, δίχως να έχουν κάποιον σαφή και συγκεκριμένο προορισμό∙

αυτή η περιγραφή της διαδρομής τους από το ακριβές σημείο εκκίνησης μέχρι το ακριβές σημείο προορισμού τους θα μπορούσε, σκεφτόμουν τότε, ν’ αποτελέσει από μόνη της μια χαρά το θέμα της εργασίας μου, αν μου αρκούσε, το θέμα της εργασίας μου να προσανατολιστεί στα αδέσποτα και στην πιστή εφαρμογή από μέρους τους των κανόνων των ανθρώπων∙

των ανθρώπων εκείνων οι οποίοι, εφαρμόζοντας και οι ίδιοι κατά περίσταση τους κανόνες που έχουν θεσπίσει, περνούν με πράσινο από το ένα πεζοδρόμιο στο απέναντι, διασχίζουν παρέα με τα αδέσποτα το πλάτος του οδοστρώματος, κάπου εκεί όμως χωρίζουν οι δρόμοι τους, γιατί τ’ αδέσποτα γνωρίζουν ξεκάθαρα πού ακριβώς κατευθύνονται και κατευθείαν κινούνται προς τα εκεί,

ενώ οι άνθρωποι, αν και γνωρίζουν τον ακριβή τους προορισμό, αν και ήδη από τη στιγμή που κόβεται ο ομφάλιος λώρος τους βρίσκονται αναπόδραστα στη διαδρομή προς τον ακριβή τους προορισμό, προσπαθούν με τους πιο ένοχους και ανακόλουθους τρόπους να διαταράξουν αυτή την πορεία, προσπαθούν

εντελώς τραγικά και αδιανόητα, ή και ανόητα πολλές φορές, και μάλιστα το προσπαθούν και το προσπαθούν σε όλη τους τη ζωή, να λοξοδρομούν απ’ αυτή την πορεία,

καταστρέφοντας στο πέρασμά του όχι μονάχα τα φυλλοβόλα και τ’ αειθαλή, τους κρυπτόγαμους μύκητες και τις θαμνώδεις εκτάσεις, αλλά ακόμη κι εκείνα το ολομόναχα ρόμπολα, τα χτυπημένα από τον κεραυνό.

Αυτή την ιδέα της ένοχης λοξοδρόμησης, και όσων συνεπειών τη βαραίνουν, με την πληθώρα των γλωσσικών μεταφορών και των συμβολισμών και των επαναλήψεων, που ανεμίζονται άτσαλα κι ακατάστατα ανάμεσα στα ρεύματα του λόγου, δεν θα επιχειρούσα ποτέ να την καλλιεργήσω, αν δεν είχα διαρκώς κατά νου τ’ αδέσποτα,

παρά τη συμπάθεια που εκμαιεύουν με την αδέσποτη φύση τους, παρά το στερητικό άλφα που δεσπόζει του ονόματός τους, για ν’ αρνηθεί, έστω και λεκτικά, την εξουσία επάνω τους κάποιου δεσπότη, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση ν’ αποτελέσουν το κεντρικό θέμα ενός ολόκληρου, παρότι σύντομου, χειρογράφου, και είναι ασφαλώς προτιμότερο να τ’ αφήσουμε να περιφέρονται και να περιφέρονται ως αδέσποτα και να ενεργούν μοναχά ως αδέσποτα στις αράδες του,

ενώ οι άνθρωποι, χάρη στην ένοχα επίμονη και ακατάπαυστη διάθεσή τους να λοξοδρομούν, πράττοντάς το ακόμη και με τρόπους μελοδραματικούς ή με τρόπους αστείους, ήταν και παραμένουν το εν δυνάμει μοναδικό και αξεπέραστο θέμα.

Αν και το ενδιαφέρον μου για τον ένοχο άνθρωπο –ενώ ο φερόμενος και συμπεριφερόμενος κατ’ επίφαση ως αθώος μου είναι αδιάφορος παντελώς, όπως αδιάφορη παντελώς μου είναι και η προσήκουσα αρετή της αθωότητας– αποτελεί εκ προοιμίου ένα ισχυρότατο κίνητρο μελέτης των τυπικών του έστω δειγμάτων,

ο χώρος εντούτοις ενός χειρογράφου, το οποίο εξαρχής οριοθέτησε τις σελίδες του σε λίγες δεκάδες, με αναγκάζει να περιοριστώ σε ημιτελείς και, εν πολλοίς, ατεκμηρίωτες γενικεύσεις, πράξη διόλου, όπως υποπτεύομαι, προσφιλή, τουλάχιστον σε εκείνους που απαιτούν, εν μέρει δικαίως, να κατανοήσουν από πού αφορμάται τούτο το ενδιαφέρον μου προς τον ένοχο άνθρωπο,

τον άνθρωπο που διαρκώς διαπράττει μια ενοχή (sic), μια ολοένα και ολοένα μεγαλύτερη ενοχή, μέχρι που καταλήγει να γίνεται λύκος για τον άνθρωπο, και καταλήγει, σαν αγρίμι, να κατασπαράζει τον άνθρωπο, λες και υπακούει κατά γράμμα στον νόμο της φυσικής επιλογής, ενώ ο λύκος, παρότι υπόκειται ex officio στα άρθρα και τις διατάξεις του προαναφερόμενου νόμου, ουδέποτε κατασπαράζει τον λύκο∙

προς εκείνον τον άνθρωπο ο οποίος βαδίζει λοξά και παραβατικά, παρά το γεγονός ότι σε όλη και σε όλη του τη ζωή απαιτεί την ομαλή λειτουργία των φωτεινών σηματοδοτών και των ενδείξεών τους, και απαιτεί τα σημεία και τις λευκές παράλληλες διαγραμμίσεις των διαβάσεων, και ο οποίος βαδίζει αλύγιστα και μονοκόμματα, παρά το γεγονός ότι σε όλη του τη ζωή περιπλέκει και περιπλέκεται στο αλύγιστο και μονοκόμματο βήμα του.

Με τούτη την εύθραυστη και πιθανότατα διαβλητή και ανατρέψιμη διαλεκτική των αντιθέσεων και αντινομιών, με τα «παρότι», τα «εντούτοις» και τα «αν και», που είναι και η εύθραυστη και διαβλητή και πιθανότατα ανατρέψιμη διαλεκτική της ανθρώπινης ύπαρξης, ή της ανθρωπινότητας –αν θελήσουμε εκτός από την ύπαρξη να θίξουμε, έστω και μόνον ονομάζοντάς το, το περιεχόμενό της– δεν φιλοδοξώ ασφαλώς να εμβαθύνω θεωρητικά σε οποιαδήποτε οντολογική κατάσταση,

κάτι που αποτολμούν, κοιλοπονώντας όρη και γεννώντας ποντικούς, οι σύγχρονοι θλιβεροί μεταπράτες της και οι υπερβατικοί διδάσκαλοί της, με τις οιστρήλατές τους ταυτολογίες.

Ούτε βεβαίως σχεδιάζω να αποπροσανατολίσω τους πιθανούς αναγνώστες των χαμένων τούτων σελίδων του χειρογράφου μου, κατευθύνοντας και εγκαταλείποντάς τους στα δύσβατα περάσματα και στις μονιές των λύκων,

των μαγικών αυτών τετραπόδων με τ’ απαστράπτοντα και μαγεμένα μάτια, που κινούνται αγεληδόν ή κατά μόνας στα όρια, και που προτείνουν τα όρια σκότους και φωτός, μυθολογούμενα στο πλήρες της σελήνης∙

τότε που η καρναβαλική και σχιζοειδής ανθρώπινη φύση ντύνεται με θράσος τον μύθο τους, φορά δηλαδή με θράσος το λυκίσιο τομάρι και τα λυκίσια δόντια του μύθου τους,

ενώ από τη άλλη μεριά, ουδέποτε η εντελής φύση των λύκων καταδέχτηκε να ντυθεί το τομάρι και τα δόντια του ανθρώπινου μύθου.

Ο στόχος μου, στο πλαίσιο ενός εκ πρώτης όψεως σπασμωδικού και ατελούς, μα κατά βάθος οργανωμένου, όπως θα ήθελα να καταδείξω, αφηγηματικού σχήματος, παραμένει η φράση προς φράση ασφαλής ανάπτυξη του θέματός μου, ενός θέματος το οποίο, μετά την περιπετειώδη και αμφιρρέπουσα περιπλάνησή του σε ασταθή και χασματικά τοπία, φαίνεται να βρίσκει επιτέλους τα ηθικά του ερείσματα και τα πατήματά του. Χαρτιά.

Σημείωση του ποιητή:
Παρά την επισήμανση φίλων νομικών ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της ενοχής ως αποτέλεσμα άνομης πράξης, πολύ περισσότερο δε ως συναίσθημα, προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επιπλέον αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.

Οι τίτλοι των ενοτήτων προέρχονται από λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών ή αποφθεγματικών διατυπώσεων. Παραθέτω τη μετάφρασή τους:

I. corpus delicti: το σώμα του εγκλήματος.
II. vae victis: ουαί τοις ηττημένοις.
III. guarda e passa: βλέπε και πέρνα.
IV. desinit in piscem: απολήγει σε ιχθύ.
V. ita res est: έτσι έχει το πράγμα.
VI. homo homini lupus: ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο.
VII. difficiles nugae: δύσκολες φλυαρίες.
VIII. medice, curate ipsum: ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου.
IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant: όπου δημιουργούν έρημο, εκεί λένε ότι έδωσαν ειρήνη.
X. scribitur ad narrandum: γράφεται χάριν διηγήσεως.
XI. dehemur morti nos nostraque: χρεωστούμεθα στον θάνατο και εμείς και τα δικά μας.
XII. non Oedipus: όχι Οιδίπους.
XIII. ne adsum qui feci: εγώ είμαι ο δράστης.
XIV. res, non verba: έργα, όχι λόγια.
XV. finis coronat opus: το τέλος στεφανώνει το έργο.


Από το ποιητικό βιβλίο Ενοχικόν / ο μονόλογος ενός δράστη (2010)
« Last Edit: 28 May, 2022, 23:06:31 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: VII. difficiles nugae

Οι πολλαπλές και επίμονες αναφορές μου στην ανθρώπινη φύση –και ειδικότερα στην ένοχη ανθρώπινη φύση–, αποτέλεσμα, εν πολλοίς, της αμηχανίας μου, αλλά και του αδιαμφισβήτητου ενδιαφέροντός μου απέναντι σε οτιδήποτε κρίνεται ως ενοχή ή συνιστά ενοχή, παρότι υπακούουν σε μιαν αδήριτη ανάγκη να μιλήσω για τις πράξεις της ενοχής, απέχουν ωστόσο από το να περιορίσω το θέμα μου σε τούτη μονάχα τη διάσταση.

Και το λέω αυτό επειδή η ενοχή δεν είναι ένας όρος τεχνικός ούτε μπορείς να την αναγάγεις σ’ εφαρμοσμένα συστήματα και ιδιότητες –και πολύ περισσότερο δεν μπορείς ν’ απαιτήσεις από τον ένοχο ν’ αποδείξει την ενοχή του, εν αντιθέσει με τον φερόμενο ως αθώο, από τον οποίο απαιτείς και απαιτείς διαρκώς ν’ αποδεικνύει την αθωότητά του–, αλλά ήταν και θα παραμείνει ένα εγγενές συστατικό της ανθρώπινης κατάστασης, η τελευταία απελπισμένη απόπειρα εξόδου του ανθρώπινου νου απ’ τον κλοιό της ματαιότητάς του.

Αυτό που σκέφτομαι τώρα φυλλομετρώντας τον Κάφκα, φυλλομετρώντας τα Μπλε του Τετράδια και τα Ημερολόγιά του, διαβάζοντας και διαβάζοντας πάλι τα φοβικά και βασανιστικά, τα φορτωμένα με υποψίες και ενοχές Γράμματά του προς τη λευκή αρραβωνιαστικιά του Φελίτσε, και διαβάζοντας το εξουθενωτικό και ανεπίδοτο Γράμμα στον Πατέρα του, είναι ότι

η μόνη εν τέλει ποινή που μπορεί να επιβάλλει η ίδια η ενοχή του στον ένοχο, αυτή που μπορεί να τιμωρήσει και ταυτοχρόνως μπορεί να λυτρώσει τον ένοχο, είναι η σκληρή και επώδυνη ποινή της γραφής πάνω στην ίδια του τη σάρκα, είναι η μετάλλαξη της ίδιας του της σάρκας σε πεδίο γραφής. Και ίσως να μην αποτελεί υπερβολή ή εικασία ότι, έστω και περιμένοντας την επιβολή αυτής της ποινής, να επιμένει ο ένοχος να ζει, ακόμη και αν δεν γνωρίζει, ακόμη και αν φοβάται τον τρόπο.

Ο τόσο συγκεχυμένος και ιδιότυπος, σκέφτομαι τώρα, κόσμος που κρύβει και κρύβει –όχι εν δυνάμει μα σε διαρκή εντελέχεια– εντός του ο ένοχος, παρά το συμβολικό φορτίο που μεταφέρει μέσα απ’ τις δαιδαλώδεις του νοητικές διαδρομές, προβάλλει προς τα έξω έναν συγκροτημένο και φονικό κατά βάση μηχανισμό, η αναπαράσταση του οποίου από τις πράξεις, και στη συνέχεια η αναπαράσταση των πράξεων από τη γλώσσα, είναι και η μόνη εφικτή διέξοδός του.

Κατά τον τρόπο αυτόν, σκέφτομαι πάλι, οι μεγαλύτεροι ένοχοι της ιστορίας, εκείνοι που φόρτωσαν την ιστορία της ανθρωπότητας με τις ασύλληπτες ενοχές των λαιμητόμων, της αγχόνης και της πυράς, των εκκαθαρίσεων, των θαλάμων καταιόνησης και της πλαστογραφημένης ενημέρωσης∙

οι μεγάλοι ιεροεξεταστές και οι Ροβεσπιέροι, οι Ναπολέοντες και οι Φύρερ, οι αποθεωμένοι Πατερούληδες και οι αυτάρεσκα μικρόνοες Πρόεδροι πασών των ηπείρων και πασών των θαλασσών,

αναπαρέστησαν τον μέσα τους κόσμο, σκηνοθέτησαν και παρουσίασαν ζωντανά στη σκηνή τον φοβικό και ενοχικό μέσα τους κόσμο, θέτοντας σε κίνηση με τον φριχτότερο τρόπο τον φονικό του μηχανισμό, σαν τη μόνη εφικτή και ασφαλή διέξοδό τους προς το αναγκαίο. Και τούτη ακριβώς η αναπαράσταση είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του μέσα, που είναι ένα αόριστο και αφηρημένο σχήμα του λόγου, και του έξω, που είναι η πιο αιματηρή πραγματικότητα.

Ό,τι λοιπόν ονομάζουμε, σκέφτομαι, ελαφρά τη καρδία «η σκοτεινή πλευρά», ό,τι αφήνουμε να εννοηθεί πως είναι η άλλη πλευρά του ανθρώπου, η περίπλοκη και δυσθεώρητη και ανεξιχνίαστη, η δήθεν αντίθετη προς τη φύση του, και η δήθεν ταπεινωτική και ανάξια, μα απολύτως συμβατή, τελικά, προς τη φύση του∙

ό,τι δεσπόζει στα φροϋδικά και λοιπά, μακριά και μακριά νυχτωμένα, ψυχαναλυτικά εγχειρίδια ως μοντέλο του ενστίκτου της καταστροφής, το οποίο εναρμονίζεται και συνεργάζεται πλήρως με το άλλο μοντέλο, του ενστίκτου της επιβίωσης, και συνυφαίνεται με το ένστικτο της επιβίωσης σε έναν ιστό, όπου ως μοναδικό παγιδευμένο θήραμα σπαρταρά απεγνωσμένα ο ίδιος ο θύτης∙

ό,τι λοιπόν ονομάζουμε «η σκοτεινή πλευρά» δεν είναι, σκέφτομαι, τίποτε άλλο πέρα από την ενεργοποίηση του λανθάνοντος τούτου μηχανισμού που τα γρανάζια του ηχούν σαν σάλπισμα στο φρέαρ της αβύσσου.

Και είναι αυτή ακριβώς η ενεργοποίηση, που παρά τις απλοϊκές –χωρίς τίποτε να είναι απλό– αναλύσεις, παρά τους κοινούς τόπους και τις υπερβολές των σοφιστειών και των αυθαίρετων συμπερασμάτων, μας κατευθύνει στην παραδοχή ότι και ο άνθρωπος, παρά την έλλογη οντότητά του, παρά το γεγονός ότι χάρη σε τούτη την έλλογη οντότητά του νομοθέτησε και νομοθετήθηκε, κωδικοποίησε και κωδικοποιήθηκε ηθικά, δεν παύει να είναι μια φύση εν φύσει,

όπου η ενοχή δεν υφίσταται ως μια αλληγορική –και κατ’ ουσίαν άνομη και ανήθικη– πράξη της απέναντι στους άλλους, ή και στον ίδιο της τον εαυτό, αλλά μονάχα ως μια πράξη βιολογικά καταγωγική, φωτισμένη απ’ όλους τους προβολείς του ανθρώπινου δράματος και υποταγμένη στους εικότες νόμους της ανάγκης.

Και αν πλέον αναλογιστούμε, επανερχόμενοι στον Κάφκα, ότι η ιδιόμορφη μονομανία του να συλλαμβάνει ενόχους χωρίς προφανή ενοχή, να δικάζει κατηγορούμενους χωρίς κατηγορητήριο ή να προσλαμβάνει χωρομέτρες δίχως αχωρομέτρητους χώρους∙

αν αναλογιστούμε ότι τ’ αδιέξοδα και οι αποκλεισμοί στους οποίους αυτοβούλως καταδικάστηκε, κι ότι ο απρόσιτος –ή μήπως ανύπαρκτος;– μεγάλος Πύργος στον οποίο αυτοβούλως εγκλείσθηκε,

δεν ήταν παρά μια ιδιοφυής πρακτική για να αποκαλύψει, κατά πρωτεύοντα λόγο, την προγραμματικά στρεβλή και ατελή ηθική σχέση της ενοχής με τον άνθρωπο, και του ανθρώπου με την ίδια του τη φυσική ανθρώπινη εμπειρία,

ενδεχομένως μπορεί να κατανοήσουμε τον λόγο για τον οποίο εγκατέλειπε κι εγκατέλειπε τα γραπτά του μετέωρα και ημιτελή, μα παραδόξως όχι ανολοκλήρωτα.

Εφαρμόζοντας κατ’ αρχήν στον ίδιο τον εαυτό του, στο ίδιο το πεδίο της σάρκας του την ποινή της γραφής, αποκάλυψε τις γεωμετρικές διαστάσεις της ενοχής, η οποία γίνεται θεώρημα και αποδεικνύεται μόνον από τη στιγμή που οι πράξεις της αποτελέσουν και πράξεις του γραπτού λόγου.

Σημείωση του ποιητή:
Παρά την επισήμανση φίλων νομικών ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της ενοχής ως αποτέλεσμα άνομης πράξης, πολύ περισσότερο δε ως συναίσθημα, προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επιπλέον αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.

Οι τίτλοι των ενοτήτων προέρχονται από λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών ή αποφθεγματικών διατυπώσεων. Παραθέτω τη μετάφρασή τους:

I. corpus delicti: το σώμα του εγκλήματος.
II. vae victis: ουαί τοις ηττημένοις.
III. guarda e passa: βλέπε και πέρνα.
IV. desinit in piscem: απολήγει σε ιχθύ.
V. ita res est: έτσι έχει το πράγμα.
VI. homo homini lupus: ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο.
VII. difficiles nugae: δύσκολες φλυαρίες.
VIII. medice, curate ipsum: ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου.
IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant: όπου δημιουργούν έρημο, εκεί λένε ότι έδωσαν ειρήνη.
X. scribitur ad narrandum: γράφεται χάριν διηγήσεως.
XI. dehemur morti nos nostraque: χρεωστούμεθα στον θάνατο και εμείς και τα δικά μας.
XII. non Oedipus: όχι Οιδίπους.
XIII. ne adsum qui feci: εγώ είμαι ο δράστης.
XIV. res, non verba: έργα, όχι λόγια.
XV. finis coronat opus: το τέλος στεφανώνει το έργο.


Από το ποιητικό βιβλίο Ενοχικόν / ο μονόλογος ενός δράστη (2010)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: VIII. medice, curate ipsum

Σήμερα οι λέξεις κολλούν απ’ τον ιδρώτα μου. Δύσκολη αναπνοή και αληθινή ανάγκη για ανάπαυλα. Φοβάμαι αυτό που φοβόμουν εξαρχής: να μη χαλαρώσω και παρασυρθώ εξαιτίας της ζέστης σε προσωπικές, αισθηματικές εξομολογήσεις.

Εκείνες που στις πρώτες σελίδες υπονόησα με την έκθετη φράση «αβάσταχτη κορδέλα των πόθων της».

Βηματίζω πάνω κάτω στο δωμάτιο με το τσιγάρο στο χέρι∙ ξανακάθομαι και...

Περιμένω την από μηχανής σωτήρια τροχοπέδη της μνήμης∙ τη σύγχυση του υπολογιστή, τη δηλωμένη αδυναμία του προγράμματος να ανταποκριθεί στα παρελθόντα. Ματαίως.

Τότε ήμουν απολύτως πεπεισμένος πως δεν θα τελείωνε ποτέ∙ ότι το μη πραγματικό της αιωνιότητας θ’ αποδειχτεί υπερβολικά πραγματικό, και πως η αιωνιότητα θα κάνει πάντοτε λάθος.

Τούτη η αβίαστη και μειονεκτική παραδοχή του εσαεί, η εξίσου άστοχη και αξιοκατάκριτη με τις πράξεις μου, για τις οποίες μετάνιωνα και μετάνιωνα διαρκώς, και τις οποίες επαναλάμβανα διαρκώς με ισχυρότερο μένος, δεν σήμαινε τίποτε άλλο πέρα από τη μέχρι δακρύων και γέλωτος αδυναμία μου να ελέγξω τη διαστροφή της υποταγής μου σε ένα φτωχών αισθητικών παραστάσεων πάθος το οποίο,

αν και αποτελούσε πλήγμα, όχι μόνον κατά της αξιοπρέπειας, αλλά και κατά οποιουδήποτε στιλ, δρούσε ωστόσο ως μια υπερτιμημένη διαδικασία –ή παρα-διαδικασία– του νου, και επινοώντας τελειότητες εκ του μη όντος, εξιδανίκευε, εν είδει στανταλικής ερωτικής κρυστάλλωσης, το αντικείμενό του.

Παρότι αισθάνομαι πως μέχρι και σήμερα επιμένουν και επιμένουν ακόμη να κρέμονται κάποια ξεφτίδια της αβάσταχτης εκείνης κορδέλας της στο διπλό και τριπλό αγκαθωτό σύρμα του φράχτη που είχα από τότε απλώσει στον νου μου,

το γεγονός και μόνον ότι, έστω και οδυνηρά, κατάφερα κάποια στιγμή και τα έβγαλα πέρα με τον πιο πρέποντα και ανυποχώρητο τρόπο, παίρνοντας στην πιο κρίσιμη καμπή της κατιούσας πορείας μου την απόφαση να μετακομίσω για μία ακόμη φορά –μεταφορικά και κυριολεκτικά– από ένα τοπίο σε άλλο,

και επιλέγοντας να εργαστώ ως εποχικός σε ένα από τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών, μου επέτρεψε παρά την αρχική έκπληξή μου για τη δύναμη που ως τότε αγνοούσα πως έκρυβα εντός μου, να αποκαταστήσω σταδιακά τη διλημματική και άγονη σχέση –κάτι μεταξύ περιφρόνησης και καταλλαγής– που είχα αναπτύξει με τον εαυτό μου∙

να τακτοποιήσω ξανά και να συγυρίσω ξανά ένα προς ένα τα άνω κάτω συρτάρια των μύθων μου, ένα προς ένα τα ράφια της τουαλέτας μου και τα ντουλάπια του prêt-à-porter ρουχισμού μου.

Η θλιβερή αυτή περιοχή των αισθημάτων μου,
που χαρτογράφησα για να την περιγράψω,
οριοθετημένη ανάμεσα στο πριν
και το μετά αυτού που ήμουν,
διαιρεμένη απ’ το ποτάμι που υπερχείλισε
πλημμυρίζοντας και τις δύο του όχθες,
απέμεινε η μόνη αγεώργητη γη,
το μόνο υπονομευμένο πεδίο όπου ο άνεμος
αποσυναρμολόγησε και σκόρπισε
τις αβέβαιές του εικόνες.

Κάτω από τούτες τις εκ νέου ανεκτές –αισθητικά και διανοητικά– περιστάσεις, γινόταν επιτακτική και αναπόφευκτη πλέον η ενασχόλησή μου με κάποια πνευματική εργασία∙ με τη σύλληψη και τη συγγραφή, λόγου χάριν, ενός περιορισμένων σελίδων κειμένου,

όπου κοιτάζοντας και κοιτάζοντας πάλι προς όλες τις μεριές, από τις πιο υποφερτές μέχρι τις πιο ανυπόφορες, από τις πιο φιλικές μέχρι τις πιο εναντίον μου, θ’ αποπειρόμουν να παραστήσω το αυτονόητο: ότι οι καιροί δεν είναι χαρισάμενοι κι ότι το θαύμα της ζωής δεν είναι θαύμα.

Ωστόσο, πλάι στον σκόπιμα επαναλαμβανόμενο και επί τούτου αργό βηματισμό των φράσεών μου, πλάι στην πληκτρολόγηση και την αυτόματη αναίρεση τούτων των σκέψεών μου, νιώθω να τριγυρίζουνε ακόμη, λίγο ή λίγο περισσότερο ανεμπόδιστα, όσα ευχόμουν να μου είναι πια απωθητικά:

τ’ απομεινάρια μιας παλιάς ενοχής, οι υποκριτικά εκλεπτυσμένοι εκείνοι ενδοιασμοί και τα προσχήματα που καθημερινά επικαλούμουν για να εξαπατώ τον εαυτό μου.

Ασφαλώς και δεν θέλω τη μνήμη μου,
τούτη τη μνήμη που αλύπητα
είναι πάντοτε τώρα.

Η μισερή και αμήχανη εκδρομή το απομεσήμερο,
στη δυτική ακτή της χερσονήσου.
Απρίλης μήνας και οι δραστήριες
ανταύγειες της θάλασσας,
η αμμουδιά.

Βάλ’ τη ζακέτα σου, είπα.
Μη σε γελάει ο ήλιος, θα κρυώσεις.

Βαδίσαμε στην υγρή αμμουδιά ανυπόδητοι,
χωρίς να τολμούμε να μπούμε στη θάλασσα,
δίχως τις λέξεις που τις είχαμε παλιώσει.

Το αδειανό από πελάτες εξοχικό καφενείο.
Καθίσαμε στο καλαμένιο υπόστεγο για έναν καφέ.
Τριάντα λεπτά προσηλωμένοι κι οι δυο
στα φλιτζάνια μας.
Ένα συμβάν.

Ογδόντα τέσσερα χιλιόμετρα απ’ την πόλη,
σ’ έναν ένοχο ρόλο διπλής διανομής.
Επιστροφή άρον άρον κι όταν βγήκαμε
πάλι στην άσφαλτο στάζαμε δράμα.

Φτάνοντας στα προάστια
τα πάντα είχαν πια συντελεστεί
μέσα σε μια σιωπή που διαρκώς άλλαζε τόνο.
Πάλι ο αμπιγέρ με τα κοστούμια μας.
Ένα συμβάν.

Τράβα στον δρόμο σου, είπα.
Ακριβώς η ατάκα μου.
Τα στήθη της, η κοιλιά της, ο πόθος της,
η κορδέλα.
Χαρτιά.

Το ήμερο βλέμμα του αδέσποτου
κάτω ξανά απ’ το παράθυρό μου.

Είναι λάθος σου, σκέφτηκα,
να πιστεύεις στο βλέμμα μου.
Δεν σου είμαι χρήσιμος σε τίποτε απολύτως.
Δεν μου είσαι παρά μόρφωμα ανάγκης.
Τράβα τον δρόμο σου, του είπα.
Ακριβώς η ατάκα μου.
Χαρτιά.

Σημείωση του ποιητή:
Παρά την επισήμανση φίλων νομικών ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της ενοχής ως αποτέλεσμα άνομης πράξης, πολύ περισσότερο δε ως συναίσθημα, προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επιπλέον αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.

Οι τίτλοι των ενοτήτων προέρχονται από λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών ή αποφθεγματικών διατυπώσεων. Παραθέτω τη μετάφρασή τους:

I. corpus delicti: το σώμα του εγκλήματος.
II. vae victis: ουαί τοις ηττημένοις.
III. guarda e passa: βλέπε και πέρνα.
IV. desinit in piscem: απολήγει σε ιχθύ.
V. ita res est: έτσι έχει το πράγμα.
VI. homo homini lupus: ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο.
VII. difficiles nugae: δύσκολες φλυαρίες.
VIII. medice, curate ipsum: ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου.
IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant: όπου δημιουργούν έρημο, εκεί λένε ότι έδωσαν ειρήνη.
X. scribitur ad narrandum: γράφεται χάριν διηγήσεως.
XI. dehemur morti nos nostraque: χρεωστούμεθα στον θάνατο και εμείς και τα δικά μας.
XII. non Oedipus: όχι Οιδίπους.
XIII. ne adsum qui feci: εγώ είμαι ο δράστης.
XIV. res, non verba: έργα, όχι λόγια.
XV. finis coronat opus: το τέλος στεφανώνει το έργο.


Από το ποιητικό βιβλίο Ενοχικόν / ο μονόλογος ενός δράστη (2010)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant

Τι γυρεύεις σε τούτη την έρημο; του είπα.
Σ’ αυτόν τον τόπο των σφαγών και των ενόρκων;
Τούτη η ήπειρος, σ’ όλες τις εποχές,
έχει ν’ απαριθμεί τον θάνατό της.
Τις τελικές της λύσεις, τις μεθόριους
και τις δογματικές της αυταπάτες.
Μπορείς να λαχανιάζεις την ανάσα σου
στης χήνας τον βηματισμό
ή να πλαγιάζεις ήσυχος
με ασκούπιστο το αίμα στους κοπτήρες.
Μπορείς να ιστορείς τα κενοτάφια,
τις βυθισμένες γέφυρες,
τα ερείπια και τους νεκρούς του μίσους,
ή να διασχίζεις άπατρις
την επηρμένο ωκεανό της ουτοπίας.
Μπορείς ν’ ανοίγεις πόρτες και παράθυρα,
για να δειχτείς ολόκληρος,
σαν εκλεκτός, στον κόσμο.

Τι γυρεύεις ανάμεσα στον ερπετώδη νου του πλήθους;
Του όχλου του αλαλάζοντος,
του εξαθλιωμένου,
του τρελαμένου από τα σκέλια της πυράς
και την οσμή της θηλυκής της σάρκας;
Αν δεις στα μάτια, λένε, τη φωτιά,
κατάματα κι αυτή θα σε κοιτάξει.
Ο φοβερός ανακριτής καλεί την άβυσσο
στη βιβλική της γλώσσα,
και οι πεπτωκότες άγγελοι το βιβλικό του μένος
από τις φλόγες της αβύσσου τού επιστρέφουν.

Τι γυρεύεις σ’ αυτόν τον λαβύρινθο
με του απόβλητου το ακέφαλο κουφάρι;
Τι αναζητάς στο λάθος χρώμα του πανιού,
στον θεϊκό συνωστισμό, σε ό,τι απόμεινε
από τα θλιβερά εξάμετρα της δόξας∙
σ’ αυτή την όμοια ειρκτή του διφορούμενου
όπου μονάχα όποιος λύσει
επιδέξια τους κύκλους της κλωστής
μπορεί να βρει το πέρασμα
στο ανάμεσα των μύθων;

Τι γυρεύεις, του είπα, σε τούτο το θέατρο;
Ούτε ο μονόλογός σου θ’ ακουστεί ούτε η σιωπή σου.
Ποιος παίρνει πια στα σοβαρά των τραγωδών τον ρόλο;
Τις ικεσίες του χορού ποιος επωμίζεται;
Ποιος αμαρτάνει και πιστεύοντας στα λόγια των τυφλών
τυφλώνεται απ’ το ίδιο του το χέρι;
Στον άδειο τόπο της ανήλεης σκηνής,
χωρίς τον οίστρο και τις λάμψεις των θριάμβων,
σε μιαν ακρόαση κουφών
θα απαγγείλεις φωναχτά το κείμενό σου.

«Είμαι ο λύκος.
Αυτός που η όψη του μουδιάζει τις καρδιές σας,
αυτός που πνίγει τα νεογέννητα του ύπνου σας.
Στους ανέμους μου καίω το στέρνο μου,
στα φεγγάρια μου τα σπλάχνα μου αλλάζω.
Το δέρμα μου ανοίγει κατά πάνω σας σαν φως.
Όταν μου λείπει τους χειμώνες η τροφή,
αναζητώ τα μονοπάτια μου που χάθηκαν στις πόλεις.
Όχι ασφαλώς στις εργάσιμες ώρες σας,
ούτε με την πασίγνωστη στολή του εαυτού μου.

Φορώ κουρέλια και σκουφί σαν πολυμήχανος,
ομοιώνομαι τον ναυαγό
που αντίκρισε τη γη των λωτοφάγων.
Κάνω πως τρέμω τάχα από τον φόβο μου,
όταν γρυλίζουν γύρω μου
τα υπόλοιπα αδέσποτα των δρόμων.
Καμιά φορά με πιάνετε στο δόκανο,
άλλες φορές σας πιάνω στο δικό μου.
Τότε πληρώνει, με τον τρόπο του ο καθείς,
τα οφειλόμενα.

»Είμαι ο λύκος.
Αυτός που υποδύεται τον λύκο σας,
το πιο πιστό σας ζωντανό,
το κατοικίδιό σας.
Ακολουθώ τον χρόνο σας και τον βηματισμό σας
χωρίς να δυσανασχετώ για το κολάρο μου,
για το γελοίο μου όνομα
και το λουρί της βόλτας.
Μ’ ευγνωμοσύνη τρώω απ’ τ’ αποφάγια σας,
ουρώ κι αποπατώ όπου μου πείτε.
Αν χρειαστεί θα γλείψω τις παλάμες σας,
θα φέρνω με τα δόντια τις παντόφλες σας
ή την εφημερίδα σας κάθε πρωί απ’ τον κήπο.
Αν χρειαστεί θα γίνω ο οδηγός σας.

Μαζί μου θα διασχίζετε με ασφάλεια
τ’ αυτιστικά σημεία των καιρών σας.
Αν χρειαστεί θα προστατέψω τις γυναίκες σας,
τ’ ανήλικα του οίκου σας
ή τα πολύτιμα κτερίσματα των τάφων σας
από τους τυμβωρύχους.

Αν χρειαστεί θα διακορεύσω τις γυναίκες σας,
τ’ ανήλικα κορίτσια σας
ή θα συλήσω τα κτερίσματα των τάφων σας
πριν απ’ τους τυμβωρύχους.

»Είμαι πια ο λύκος.
Τις νύχτες μου αποσύρομαι στα υπόγεια.
Στο υποσκήνιό μου.
Εκεί όπου μένω μόνος με τα έργα μου,
όπου μπορώ να μελετώ τα πτώματά σας.»

Σημείωση του ποιητή:
Παρά την επισήμανση φίλων νομικών ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της ενοχής ως αποτέλεσμα άνομης πράξης, πολύ περισσότερο δε ως συναίσθημα, προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επιπλέον αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.

Οι τίτλοι των ενοτήτων προέρχονται από λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών ή αποφθεγματικών διατυπώσεων. Παραθέτω τη μετάφρασή τους:

I. corpus delicti: το σώμα του εγκλήματος.
II. vae victis: ουαί τοις ηττημένοις.
III. guarda e passa: βλέπε και πέρνα.
IV. desinit in piscem: απολήγει σε ιχθύ.
V. ita res est: έτσι έχει το πράγμα.
VI. homo homini lupus: ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο.
VII. difficiles nugae: δύσκολες φλυαρίες.
VIII. medice, curate ipsum: ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου.
IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant: όπου δημιουργούν έρημο, εκεί λένε ότι έδωσαν ειρήνη.
X. scribitur ad narrandum: γράφεται χάριν διηγήσεως.
XI. dehemur morti nos nostraque: χρεωστούμεθα στον θάνατο και εμείς και τα δικά μας.
XII. non Oedipus: όχι Οιδίπους.
XIII. ne adsum qui feci: εγώ είμαι ο δράστης.
XIV. res, non verba: έργα, όχι λόγια.
XV. finis coronat opus: το τέλος στεφανώνει το έργο.


Από το ποιητικό βιβλίο Ενοχικόν / ο μονόλογος ενός δράστη (2010)
« Last Edit: 05 Jun, 2022, 14:38:32 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: X. scribitur ad narrandum

Αν και το πόνημά μου με είχε απορροφήσει εντελώς, δεν παρέλειπα ωστόσο τα κυριακάτικα πρωινά να ρίχνω σπόρους καλαμποκιού στα λαίμαργα περιστέρια των δημόσιων κήπων και νωρίς το απόγευμα να επισκέπτομαι το νεκροταφείο.

Τώρα, με το χειρόγραφό μου σε εξέλιξη, συνειδητοποιούσα ότι ήμουν γαντζωμένος περισσότερο από πριν στη ζωή, και οι χαραγμένες χρονολογίες των γεννήσεων και των θανάτων στις μαρμάρινες ή γρανιτένιες πλάκες των τάφων αποκτούσαν πλέον μιαν επίσημη και αγχωτική στατιστική σημασία∙

ο ίδιος ο θάνατος αποκτούσε μιαν επίσημη και στατιστική σημασία και ήμουν διατεθειμένος να ερευνώ εξαντλητικά –ή να φαντάζομαι εξαντλητικά– κάθε συνδυασμό αιτίων, συνθηκών και πιθανοτήτων, προκειμένου ν’ απομακρύνω ή όχι το ενδεχόμενο της αιφνίδιας απειλής του.

Προσθέτοντας και αφαιρώντας χρονολογίες διαρκώς, διαπίστωνα ανήσυχος την πολυπληθή παρουσία των νεκρών –και μάλιστα των αρρένων νεκρών– της λεγόμενης μέσης και προγεροντικής ηλικίας, της ηλικίας της μεταξύ των πενήντα και εβδομήντα χρόνων, παρουσία σχεδόν εφάμιλλη μ’ εκείνη της μεταξύ των εβδομήντα και ογδόντα, και εμφανώς υπερέχουσα εκείνης των άνω των ογδόντα, που μακαρίζεται και ως «πλήρης ημερών».

Διαπίστωνα ότι η εν λόγω ηλικία κατέβαλλε σταθερά έναν υψηλότατο φόρο ζωής, ενώ από τη μεριά τους οι άνω των ογδόντα κατέβαλλαν ως άμεση φορολόγηση το ελάχιστο, και κατά συνέπεια συνέβαλλαν ελάχιστα στο σκέλος των εσόδων του μακάβριου τούτου προϋπολογισμού.

Θα τολμούσα ωστόσο να υποστηρίξω ότι η μέση κ.τ.λ. ηλικία αντιστάθμιζε τούτες τις επιδόσεις της στη γραμμή παραγωγής νεκρών, με το πλεονέκτημα της κατά κανόνα καλπάζουσας ή αναπάντεχης μεταβολής της υπαρξιακής της κατάστασης, χωρίς δηλαδή να ταλαιπωρείται με μακροχρόνιες παραμονές στη δυσάρεστη θέση των ασθενών ή των υπό διαρκή αναμονή μελλοθανάτων, ενώ πιστωνόταν πλήρως και τα ευεργετήματα των επιδομάτων παραγωγικότητας, κάθε φορά που κατάφερνε να ξεπεράσει το σταχανοβίτικο πλάνο της.

Βεβαίως, θύματα αυτού του άτεγκτου και απρόσωπου φοροεισπρακτικού μηχανισμού και απαραίτητοι αναβαθμοί της επαχθούς φορολογικής κλίμακας ήταν, παρά τους ευνοϊκούς διακανονισμούς και τις χαμηλές τους παρακρατήσεις, με το δικό τους ισοσκελιστικό ποσοστό και οι νεότεροι,

συγκαταλεγόμενοι όμως κατά κύριο λόγο στους ασταθείς, αν και μετρήσιμους, παράγοντες των επηρμένων τροχαίων ατυχημάτων ή των εκούσιων αισθηματικών αναχωρήσεων, συμπεριλαμβανομένων και των ανεπίστρεπτων εκτοξεύσεων στους παραισθητικούς μετακόσμους της εξάρτησης και του εκμηδενισμού.

Συγκρίνοντας πλέον την προκλητικά ναρκισσιστική αισθητική των ταφικών μνημείων, με τα απλά και διακριτικά και γαλήνια στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου, με την καθαριότητα δηλαδή των χαλικόστρωτων, αλφαδιασμένων διαδρόμων, τις φροντισμένες βραγιές και το ελαφρύ αεράκι που κυμάτιζε ανάμεσα στα πυκνοφυτευμένα κυπαρίσσια, αναρωτιόμουν:

Τι κάνουν τελικά τόσοι άνθρωποι κάτω απ’ τη γη, τι στο καλό ζητούν να βρουν στην αποσύνθεση και στην αμφίβολη, αν όχι ανυπόστατη, διάσταση του επέκεινα, από τη στιγμή που οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι, σε όλη και σε όλη τους τη ζωή –και μάλιστα πάνω στη γη– αναζητούσαν και δεν έβρισκαν τίποτα.

Αυτή είναι η αλήθεια, και ως εκ τούτου, κανείς ποτέ του δεν έμαθε τι στο καλό είναι αυτή η ζωή και τι στο καλό είναι τούτος ο θάνατος και, ακόμη χειρότερα, ποιες είναι αυτές οι αφηρημένες τελεολογικές και μηχανικές αρχές και αιτιότητες των μαθητευόμενων ιδεαλιστών, ή εκείνες οι φρούδες τελικές σκοπιμότητες, οι οποίες ορίζουν προϋποθέσεις κι επικαλούνται κοσμικές εικοτολογίες και αναγκαιότητες, για να σου αποκαλύψουν και ν’ αποκαλυφθούν.

Ούτε φυσικά ποτέ του κανείς κατάφερε να κατανοήσει για ποιον άραγε λόγο βρίσκεται αρχικά πάνω στη γη, βλέποντας κι εκτιμώντας την καθαριότητα των χαλικόστρωτων, αλφαδιασμένων διαδρόμων και τις φροντισμένες βραγιές ή νιώθοντας το ελαφρύ αεράκι που κυματίζει ανάμεσα στα πυκνοφυτευμένα κυπαρίσσια, και για ποιον άραγε λόγο βρίσκεται έπειτα κάτω απ’ τη γη, μη βλέποντας και νιώθοντας τίποτε.

Και τούτος ο συλλογισμός γίνεται αισθητά πιο τραγικός, αν αναλογισθούμε ότι ο μόνος τρόπος για να καταστούν επισήμως παραδεκτά το «αρχικά» και το «έπειτα» είναι οι πολλαπλά σφραγισμένες και υπογραμμένες ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεως και θανάτου, οι ακριβείς και με κάθε λεπτομέρεια συμπληρωμένες εκείνες πράξεις, που νομιμοποιούν τη συνθήκη της λήξεως και της αρχής.

– Και εδώ μπορεί, μεταξύ σοβαρού και αστείου, να επισημάνει κανείς το πρωθύστερο σχήμα της λέξης «ληξι-αρχικός», να επισημάνει δηλαδή ότι ως αρχικό δεδομένο εκλαμβάνεται η λήξη και ως ληκτικό η αρχή, ότι η λήξη είναι η πρωταρχική βεβαιότητα και ακολουθεί η βεβαιότητα της αρχής, εκτός εάν ανάμεσα στους δύο όρους δεν υπάρχει κάποια ιεραρχική αντίθεση επιθυμητού και ανεπιθύμητου, οπότε ως μόνος αποδεκτός λόγος πρόκρισης και χρήσης της συγκεκριμένης συνθετικής παράταξης απομένει το εύηχο και το εύρυθμο της γλωσσικής εκφοράς.

Σημείωση του ποιητή:
Παρά την επισήμανση φίλων νομικών ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της ενοχής ως αποτέλεσμα άνομης πράξης, πολύ περισσότερο δε ως συναίσθημα, προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επιπλέον αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.

Οι τίτλοι των ενοτήτων προέρχονται από λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών ή αποφθεγματικών διατυπώσεων. Παραθέτω τη μετάφρασή τους:

I. corpus delicti: το σώμα του εγκλήματος.
II. vae victis: ουαί τοις ηττημένοις.
III. guarda e passa: βλέπε και πέρνα.
IV. desinit in piscem: απολήγει σε ιχθύ.
V. ita res est: έτσι έχει το πράγμα.
VI. homo homini lupus: ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο.
VII. difficiles nugae: δύσκολες φλυαρίες.
VIII. medice, curate ipsum: ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου.
IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant: όπου δημιουργούν έρημο, εκεί λένε ότι έδωσαν ειρήνη.
X. scribitur ad narrandum: γράφεται χάριν διηγήσεως.
XI. dehemur morti nos nostraque: χρεωστούμεθα στον θάνατο και εμείς και τα δικά μας.
XII. non Oedipus: όχι Οιδίπους.
XIII. ne adsum qui feci: εγώ είμαι ο δράστης.
XIV. res, non verba: έργα, όχι λόγια.
XV. finis coronat opus: το τέλος στεφανώνει το έργο.


Από το ποιητικό βιβλίο Ενοχικόν / ο μονόλογος ενός δράστη (2010)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: XI. dehemur morti nos nostraque

Μια διαφορά ανάμεσα στην ανθρώπινη ζωή και τον ανθρώπινο θάνατο: η ζωή είναι σεπτή και ο θάνατος βλάσφημος. Ή το αντίθετο. Όπως εξίσου θα μπορούσε να ισχύει: η ζωή είναι κυνική και ο θάνατος φιλάνθρωπος. Ή το αντίθετο. Ή ακόμη: ο άνθρωπος ταπεινώνει τη ζωή και ο θάνατος ταπεινώνει τον άνθρωπο. Ή μήπως η ζωή ταπεινώνει τον άνθρωπο και ο θάνατος ταπεινώνει τη ζωή; Μήπως εν τέλει και η ζωή και ο θάνατος ταπεινώνουν τον άνθρωπο; Ή το αντίθετο. Απ’ όποια πλευρά και να το δεις, ο άνθρωπος παραμένει η προϋπόθετη φύση. Ναι. Αν και, είτε επιδιώκει την απέραντη ζωή είτε αμαχητί υποτάσσεται στον απέραντο θάνατο, κατανοεί απ’ το απέραντο τα ελάχιστα.

Να μην το κάνουμε ακόμη πιο περίπλοκο. Αν και είναι. Προσωπικά θα με βόλευε, όλα τα εκείνα τα ενδιάμεσα «ή» να τα ερμηνεύω όχι ως αμφίσημες διαζεύξεις και επιλογές, μα ως κατά παράταξη απόλυτες συζεύξεις και επιταγές μέσα στον χώρο. Θα με βόλευε, ναι, να ισχύουν ταυτόχρονα όλες οι εκδοχές, όλες οι εκδοχές να ’ναι η αλήθεια, σαν συνεχείς κι αδιαπραγμάτευτες πραγματικότητες του νου, και ό,τι ανατέμνεται σαν διαφορά, ν’ αρθρώνεται μόνο σαν ένα στον χρόνο παιχνίδισμα λόγου. Όπως και είναι.

Ναι. Και προπαντός ας μην το αναλύουμε. Ας το αφήσουμε σαν λέξεις που έχουν νόημα ή λέξεις που αποκτούν το νόημά τους απ’ τις συγκρούσεις τους και από τους ελιγμούς τους.

Τέσσερις μέρες πριν τον θάνατό του
ο γέροντας περιήλθε σε σιωπή.
Σ’ εκείνη τη μισή σιωπή
μισή ντροπή των ηττημένων.
Τέσσερις μέρες σε απόλυτη σιωπή,
με τη σιωπή ως τον μοναδικό
αφηγητή των ημερών του.

Υπέθετα πως ήθελε να πει,
πως ήθελε ν’ αποκαλύψει τα τοπία του,
τα πηχτά και βαλτώδη τοπία που ήδη αντάμωνε,
το τρομερό και ακόμη ανεξερεύνητο παρόν
του σχήματός τους.
Υπέθετα πως ήθελε να πει,
αγωνιζότανε να πει για τις σκιές τους.
Ανέβαζε τον θώρακα ως το σπάσιμο,
ρουφούσε άγρια απ’ τη μάσκα τ’ οξυγόνο.

Δεν φανταζόμουν ποτέ
πως κάνει τόσο θόρυβο ο άνθρωπος
για να χωρέσει μέσα του αέρα.
Ούτε και φανταζόμουν πως ο θάνατος
είναι αυτές οι μέρες της σιωπής,
αυτές οι μέρες που η σιωπή τον περιγράφει
με όλους τους νοητούς συνδυασμούς
του αλφάβητού της.

Η τελευταία φράση του που άκουσα
την ώρα που έσπρωχνα προς τα εφημερεύοντα
το αναπηρικό του καροτσάκι:
«Τώρα τελείωσαν όλα.»
Και ούτε κατάλαβα ποια «όλα» εννοούσε.
Ποια ήταν τα «όλα» που τελείωσαν,
και πότε άρχισαν για να τελειώσουν τώρα;
Τι του είχε γίνει αίφνης ολοκάθαρο
στον χτυπημένο νου,
ποιο άπαν είχε τάχα αντιληφθεί,
ποιου πράγματος το τέλος;

Κι έπειτα ακολούθησε η κατάκλιση∙
μονάχος κι ανοχύρωτος στ’ ασφυκτικά του μήκη,
ένα άχαρο ομοίωμα του πρώην εαυτού∙
κι έπειτα η άρνηση τροφής, η κατακράτηση
υγρών και το κρεμώδες πρήξιμο
των παγωμένων άκρων∙
του σώματος η αποσωματοποίηση
και η βεβήλωση κι ο εξευτελισμός∙
μια λιπαρή και ασήμαντη
μάζα οστών, ιστών και μυώνων,
ανίκανη να ελέγξει τις εκκρίσεις της
και τις απορροές της.

Κι έπειτα η ζορισμένη αναπνοή∙
για τέσσερα μερόνυχτα
η ακατάστατη και βίαιη εισροή του οξυγόνου
απ’ το μηχάνημα μέχρι τα έγκατά του∙
τα στεγνωμένα χείλη του,
το πείσμα των δοντιών του,
το πηγαινέλα των γιατρών,
των νοσοκόμων οι οροί και οι ενέσεις∙

κι έπειτα, ερήμην του, ο παπάς,
οι βιαστικές ευχές και η συγγνώμη,
όση συγγνώμη αναλογούσε στις διαψεύσεις∙
και οι ώρες της αναμονής στον άδειο διάδρομο,
οι ώρες στο πλάι μου, οι ώρες
στο ηλιόλουστο μπαλκόνι∙
και οι συλλογισμοί οι αναπόφευκτοι
για το άμετρο, το αχανές και το μεγαλειώδες.

Κι έπειτα τρεις μικρές αναπνοές κι ακόμη μία,
μια τελευταία, πιο μικρή,
ανάλαφρη ανάσα δίχως βάρος,
σαν στην παλάμη χνούδι νεοσσού.
Η πιο αβαρής, η πιο μικρή ανάσα της ζωής του.

Δεν φανταζόμουνα ποτέ
πως είναι τόσο ανάλαφρος ο θάνατος,
πως είναι όλο κι όλο ένα χνούδι,
μια και τον κοίταζα σαν θάνατο
για πρώτη μου φορά.
Μόλις που πρόλαβα και είδα
την αδράνεια στο βλέμμα του,
καθώς η αποκλειστική
του έκλεινε επιδέξια τα μάτια.
«Τζάμπα ταλαιπωρήθηκε.
Έπρεπε να τον είχατε αφήσει
να φύγει απ’ την αρχή»,
μου είπε, αφαιρώντας του τη μάσκα
του οξυγόνου.
«Τώρα πια θα μπορέσει να ξεκουραστεί»,
μου είπε πάλι, ενώ ξεδίπλωνε
το άσπρο παραβάν.
Αυτή η κούραση∙
η κούραση όπου κανείς δεν ξέρει
αν τη χρωστάει της ζωής ή του θανάτου.

Κι έπειτα ο νεκροθάλαμος και η γυμνή σορός του,
το πλύσιμο, οι πούδρες και τ’ αρώματα,
τα καθαρά εσώρουχα, το ντύσιμο
με το καλό του, επίσημο κοστούμι.
Αυτή η κούραση. Κι έπειτα τα χαρτιά.
Το αποβιωτήριο, ένα σωστό κατεβατό
από αίτια θανάτου,
ένας κατάλογος βλαβών χωρίς επισκευή.
Και η κάσα του.
Να φορτωθεί η κάσα του για ν’ ανεβεί στο σπίτι.
Επτά πατώματα να φορτωθεί στους ώμους∙
οι στάσεις στα ενδιάμεσα, οι ενδιάμεσες στροφές.
Αυτή η κούραση∙ κι εκείνη η αγρύπνια∙
τα βλέφαρα που βάραιναν,
η μυρωδιά της σήψης που βάραινε κι αυτή
όσο περνούσε η νύχτα.
Αυτή η κούραση.
Μέχρι την άλλη μέρα που κηδεύτηκε,
η κούραση.

Ούτε φαντάστηκα ποτέ πως ένας θάνατος
μπορεί να κρύβει τόση κούραση
για εμάς τους ζωντανούς,
για εκείνους που δεν είναι.

Κι έπειτα η στατιστική, εκείνη η αθεράπευτη εμμονή μου. Ναι. Η εμμονή μου για το πότε της ζωής, μα πιο πολύ για το πότε του θανάτου.

Σημείωση του ποιητή:
Παρά την επισήμανση φίλων νομικών ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της ενοχής ως αποτέλεσμα άνομης πράξης, πολύ περισσότερο δε ως συναίσθημα, προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επιπλέον αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.

Οι τίτλοι των ενοτήτων προέρχονται από λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών ή αποφθεγματικών διατυπώσεων. Παραθέτω τη μετάφρασή τους:

I. corpus delicti: το σώμα του εγκλήματος.
II. vae victis: ουαί τοις ηττημένοις.
III. guarda e passa: βλέπε και πέρνα.
IV. desinit in piscem: απολήγει σε ιχθύ.
V. ita res est: έτσι έχει το πράγμα.
VI. homo homini lupus: ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο.
VII. difficiles nugae: δύσκολες φλυαρίες.
VIII. medice, curate ipsum: ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου.
IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant: όπου δημιουργούν έρημο, εκεί λένε ότι έδωσαν ειρήνη.
X. scribitur ad narrandum: γράφεται χάριν διηγήσεως.
XI. dehemur morti nos nostraque: χρεωστούμεθα στον θάνατο και εμείς και τα δικά μας.
XII. non Oedipus: όχι Οιδίπους.
XIII. ne adsum qui feci: εγώ είμαι ο δράστης.
XIV. res, non verba: έργα, όχι λόγια.
XV. finis coronat opus: το τέλος στεφανώνει το έργο.


Από το ποιητικό βιβλίο Ενοχικόν / ο μονόλογος ενός δράστη (2010)
« Last Edit: 07 Jun, 2022, 15:38:23 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou


Max Ernst, Oedipus Rex (1922)
Πηγή: https://www.max-ernst.com/oedipus-rex.jsp


Σταύρος Ζαφειρίου: XII. non Oedipus

Χτες βράδυ μετά τα μεσάνυχτα, ο φωτεινός σηματοδότης του δρόμου –έξω ακριβώς απ’ το παράθυρό μου– έπαψε απότομα να πάλλεται στο πορτοκαλί∙ απέμεινε εντελώς σκοτεινός, με αποτέλεσμα να με αποσυντονίσει.

Σκοντάφτοντας και σκοντάφτοντας
στα οστά των νεκρών,
ξηλώνοντας από εμπρός μου τον
–πότε πρόλαβε;–
εν προόδω ιστό της αράχνης,
φόρεσα πάλι τα παπούτσια
του κυριακάτικου περιπάτου μου,
κάθισα ανακούρκουδα στο πάτωμα
κι άρχισα με υπομονή να πλέκω,
μια μέσα-μια έξω, το πλατύφυλλο σκότος,
μια μέσα-μια έξω, τις χορταριασμένες ρίζες του,
μια μέσα-μια έξω, στα μάτια μου,
το στεφάνι μιας ανθεστήριας νύχτας.
Αν και δεν ήταν αρκετά τα υλικά,
αφού οι καθρέφτες, οι ύπεροι των λουλουδιών
και προπαντός οι λυπημένες λέξεις
είχαν εξ ορισμού αποκλειστεί,
κατάφερα ωστόσο να πετύχω
–χάρη κυρίως στ’ αβαθή των ποταμών
και στων πευκόφυτων πλαγιών τις αναφλέξεις–
μια καθ’ όλα ευπρόσωπη σύνθεση∙
μια σύνθεση, όπου παρά
το ατελές του σχήματός της,
έπειθε εντούτοις
για τις τίμιες προθέσεις της.

Οι μορφές που υπήρχαν τριγύρω μου, όχι φαντάσματα, όχι, μα οι γεμάτες σφρίγος μορφές με τα μεγάλα άκρα και τη βιταλιστική καταγωγή, που εδώ και χρόνια κατοικούν μαζί μου, που εδώ και χρόνια μ’ ακολουθούν πιστά στις ολοένα πιο συχνές μετακομίσεις μου, χωρίς να μου παρενοχλούν τη λογική∙

οι ίδιες εκείνες μορφές που ανοίγουν και κλείνουν την πόρτα μου σε κάθε έξοδο και κάθε είσοδό μου, που ιδιοποιούνται, δίχως ενοχές, αόριστους και παρατατικούς και ενεστώτες, και που κινούνται με παρόμοια ευχέρεια μέσα, ανάμεσα και έξω από τον ύπνο μου, ορατές ακόμη κι αν ήμουν τυφλός, αόρατες ακόμη και αν διέθετα τις άφατες αισθήσεις,

ανταμείβοντας γενναιόδωρα τη φιλότιμη κι έντιμη τέχνη μου, την τέχνη του πλεξίματος των στεφανιών, μου αποκάλυψαν στη λοξεύουσα γλώσσα τους την άλλη του αινίγματος της σφίγγας.

Ένας άνθρωπος στέκεται μπροστά στο παράθυρο∙
κοιτάζει∙
έξω από το παράθυρο κοιτάζει,
εκεί όπου όλα γίνονται υπαίτια και δρουν,
σαν να ’χουν σκηνοθετηθεί έτσι που να μετέχουν
στην πράξη της εκπλήρωσης που αναπαριστούν.

Ούτε σωπαίνει ούτε μιλά, ξαναμιμείται μόνο
τις λέξεις που τον στιχουργούν και τον διαδραματίζουν,
ποντάροντας τη γλώσσα του στην μπλόφα των χρησμών∙
όλη τη γλώσσα του σε μια παρτίδα μύθων,
σ’ ένα εντελές συντακτικό μόρσιμων επωδών.

Έπαιξε κι έχασε της πόλης του τις πύλες,
των αστραγάλων του τις μελανές πληγές,
το αθήλαστο της μάνας του και το κακό κρεβάτι.

Μόνο τα μάτια του δεν κέρδισε κανείς,
τα σπαραγμένα μάτια του, το βλέμμα
που επινόησε μέσα από των βλεφάρων του
το αίμα.

Ένας άντρας μπροστά στο παράθυρο∙ κοιτάζει
όχι την πράξη που έχει ονομαστεί,
όχι αυτή την πράξη∙
κοιτάζει τον τυφλό που κατευθύνεται
ικέτης στη χαλκόστρωτη οδό.

Ένας άντρας μπροστά στο παράθυρο.
Οδηγημένος απ’ τους άλλους στο παράθυρο.
Δεν είναι ο Οιδίποδας. Όχι,
δεν είναι αυτός.

Σημείωση του ποιητή:
Παρά την επισήμανση φίλων νομικών ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της ενοχής ως αποτέλεσμα άνομης πράξης, πολύ περισσότερο δε ως συναίσθημα, προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επιπλέον αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.

Οι τίτλοι των ενοτήτων προέρχονται από λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών ή αποφθεγματικών διατυπώσεων. Παραθέτω τη μετάφρασή τους:

I. corpus delicti: το σώμα του εγκλήματος.
II. vae victis: ουαί τοις ηττημένοις.
III. guarda e passa: βλέπε και πέρνα.
IV. desinit in piscem: απολήγει σε ιχθύ.
V. ita res est: έτσι έχει το πράγμα.
VI. homo homini lupus: ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο.
VII. difficiles nugae: δύσκολες φλυαρίες.
VIII. medice, curate ipsum: ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου.
IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant: όπου δημιουργούν έρημο, εκεί λένε ότι έδωσαν ειρήνη.
X. scribitur ad narrandum: γράφεται χάριν διηγήσεως.
XI. dehemur morti nos nostraque: χρεωστούμεθα στον θάνατο και εμείς και τα δικά μας.
XII. non Oedipus: όχι Οιδίπους.
XIII. ne adsum qui feci: εγώ είμαι ο δράστης.
XIV. res, non verba: έργα, όχι λόγια.
XV. finis coronat opus: το τέλος στεφανώνει το έργο.


Από το ποιητικό βιβλίο Ενοχικόν / ο μονόλογος ενός δράστη (2010)
« Last Edit: 09 Feb, 2020, 15:22:37 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: XIII. ne adsum qui feci

Λοξοδρομώ, λοξοδρομώ συνεχώς∙ συνεχώς περιπλέκομαι στα ίδια τα πόδια μου, μπερδεύομαι μέσα στα βήματά μου κι έπειτα, με την πλέον ένοχη συνείδηση, επιχειρώ κι επιχειρώ να επανορθώσω.

Αντιλαμβάνονται ότι ατακτώ πάνω στην ίδια τη σκέψη μου, αναστατώνω την ίδια τη σκέψη μου προσπαθώντας –χωρίς να τα καταφέρνω– να περιγράψω πράξεις και έννοιες που δεν καταλαβαίνω. Η τιμωρία μου είναι να ποντίζω ολοένα και ολοένα την πέτρα μου, και λίγο πριν προσβυθιστεί να ελαφραίνει και ν’ ανεβαίνει πάνω.

Γεμίζω απ’ την καράφα το ποτήρι με νερό, πίνω. Ανάβω ένα καινούριο τσιγάρο∙ το σταχτοδοχείο ξέχειλο ήδη με αποτσίγαρα.

Αποθηκεύω τις λέξεις μου∙
αρχείο, κλικ, αποθήκευση,
file, click, save,
στο τέλος της κάθε μου πρότασης
μετακινώ με το ποντίκι τον δρομέα,
file, click, save και ξανά,
file, save, αρχείο, κλικ, αποθήκευση,
αποθήκευση ως...

Γυρίζω πίσω τις σελίδες του γραπτού μου, διαβάζω ξανά με προσοχή κι επιείκεια ό,τι έχω γράψει μέχρι αυτή τη στιγμή∙ ίσως υπάρχει κάποια συνοχή τελικά, ένα, έστω λανθάνον, δίκτυο κοινών νοηματικών χαρακτηριστικών, κάποια σχεδόν λογική ακολουθία.

Εντοπίζω και μαρκάρω αμέσως την τροφή των περιστεριών, τη συγκεκριμενοποιώ διορθώνοντας τους αρχικούς «κίτρινους σπόρους» σε «σπόρους καλαμποκιού»∙ πυκνώνω τις φράσεις μου σε τρεις παραγράφους θανάτου∙ περνώ ώρες ολόκληρες με τη μεταβλητή της εντροπίας και με τη θεωρία των φράκταλ, προσπαθώντας να διασαφήσω τη σχέση τους με τα λοιπά λεγόμενά μου, να διατυπώσω, θέλω να πω, στα όρια μιας σύντομης και ώριμης φράσης, τη λογική ανησυχία μου για τον βαθμό

– σ’ αυτό ακριβώς το σημείο κολλάω θέλοντας ν’ αποφύγω λέξεις κακές όπως: πρόσληψη, κατανόηση, προσδοκία, πρόθεση, ερμηνεία, ανταπόκριση, και ωστόσο μην έχοντας άλλες∙ σ’ αυτό ακριβώς το σημείο σπαταλάω τον χρόνο μου, μέχρι που παίρνω επιτέλους την απόφαση να εγκαταλείψω ηττημένος τον αγώνα,

ν’ αφήσω τα πάντα, έτσι όπως είναι, στη θέση τους κι ας μοιραστώ το κρίμα μου με όλους εκείνους που έχουνε στοιχειώσει μ’ ενοχές ό,τι υπάρχει τάχα ή δεν υπάρχει εντός κειμένου

ή με όλα εκείνα που με έχουν ταλανίσει από τα πρώτα μου κιόλας κεφάλαια, από τις πρώτες μου κιόλας γραμμές, εκείνα που ολοένα και προστίθενται στη γενικότερή μου ανασφάλεια ως ατόμου, αλλά στην εν μέρει εσκεμμένη, εν μέρει εκ των ενόντων επιβεβλημένη απουσία κεντρικού μύθου και πλοκής, ολοκληρωμένων ανθρώπινων χαρακτήρων και των διαλογικών συγκρούσεών τους.

Αυτά τα ενοχικά συμπλέγματα, σκέφτομαι τώρα, αυτές οι ακαδημαϊκές εκκρεμότητες ήταν οι κατεξοχήν αιτίες της εναγώνιας από μέρους μου επιζήτησης κάποιων, έστω και υποτυπωδών, μυθοπλαστικών εφευρημάτων, που θα μπορούσαν να προσδώσουν έναν σαφέστερο, ειδολογικό τουλάχιστον, προσανατολισμό στο κείμενό μου.

Ό,τι μου λείπει, σκεφτόμουν τότε, εκείνο που θα γεωμετρήσει στο κείμενό μου τις συνθετικές και αφηγηματικές, και, εν πολλοίς, μυθιστορικές του διαστάσεις, εκείνο που θα το ενδυναμώσει και θα το προικίσει με κάποιες δραματουργικές αρετές, αφήνοντας πίσω του κάθε θεωρητικό βερμπαλισμό και αδιαφορώντας για κάθε μετα- και απο-δομική εσχατολογία, είναι μια ένοχη πράξη,

μια ισχυρή και κατάφωρη και αμετάκλητη ενοχή που θα πρέπει να διαπράξω ο ίδιος εγώ, αναπαριστώντας με τον τρόπο αυτόν,
εμφανίζοντας με τον τρόπο αυτόν στη σκηνή τον κοινότοπο και κατά συνθήκη κοινότροπο μέσα μου κόσμο, την ονομαζόμενη εκείνη «σκοτεινή» μου πλευρά∙

θα πρέπει να διαπράξω μια ενοχή, για την οποία θα πρέπει, εν συνεχεία, να επιβάλω στον αμετάκλητα ένοχο πια εαυτό μου την καφκική ποινή της αναγνώρισής της, την ήδη αναφερθείσα –παρά τις απαξιωτικές, κι εν τέλει βαρετές, εκτροπές και εικασίες– λυτρωτική ποινή της γραφής, την υφιστάμενη όχι ως υποκατάστατο της πράξης, αλλά ως αδιάψευστη μαρτυρία της και επικύρωσή της.

Σηκώνομαι όρθιος, πλησιάζω στο ανοιχτό παράθυρο, κοιτάζω έξω για λίγο∙ σκηνοθετώ ορισμένες κινήσεις μου, μάλλον άσκοπες, στο δωμάτιο.

Αυτή ακριβώς είναι η μόνη μου διέξοδος, αναλογίζομαι τώρα ότι σκεφτόμουν τότε, αυτός είναι ο μόνος, ο πιο κατάλληλος, τρόπος για την αποπαγίδευσή μου και κυρίως για την κορύφωση και το τελείωμα αυτού του κειμένου: μια ένοχη πράξη. Πρώτα βεβαίως η ένοχη ιδέα κι έπειτα η ένοχη πράξη. Πρώτα ο εντελής της σχεδιασμός κι έπειτα η ολοτελής εφαρμογή της.

Έχοντας στο μυαλό τις καθημερινές μου οριζόντιες διαδρομές με τ’ αστικά λεωφορεία, τις καθημερινές επαγγελματικές μου επαφές με το ανόμοιο και ανυπόμονο κοινό στο Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών, και την εκ των ων ου άνευ καθημερινή παρατήρηση των μετακινούμενων προς και από τον παρακείμενο της κατοικίας μου σταθμό των τρένων∙

και έχοντας στο μυαλό τις ανελλιπείς κυριακάτικες επισκέψεις μου στα περιστέρια των δημόσιων κήπων και στο νεκροταφείο∙

με ήδη δηλωμένη, και μάλιστα με τόση επιμονή, την άρνησή μου για την έμπνευση και τα επακόλουθά της, και πληρώνοντας τώρα το τίμημα τούτης της άρνησης, βρισκόμουν ξαφνικά υποχρεωμένος να περιορίσω την έρευνα για την ένοχη πράξη μου σ’ αυτά τα συγκεκριμένα πεδία της εμπειρίας μου και της αντίληψής μου.

Σημείωση του ποιητή:
Παρά την επισήμανση φίλων νομικών ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της ενοχής ως αποτέλεσμα άνομης πράξης, πολύ περισσότερο δε ως συναίσθημα, προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επιπλέον αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.

Οι τίτλοι των ενοτήτων προέρχονται από λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών ή αποφθεγματικών διατυπώσεων. Παραθέτω τη μετάφρασή τους:

I. corpus delicti: το σώμα του εγκλήματος.
II. vae victis: ουαί τοις ηττημένοις.
III. guarda e passa: βλέπε και πέρνα.
IV. desinit in piscem: απολήγει σε ιχθύ.
V. ita res est: έτσι έχει το πράγμα.
VI. homo homini lupus: ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο.
VII. difficiles nugae: δύσκολες φλυαρίες.
VIII. medice, curate ipsum: ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου.
IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant: όπου δημιουργούν έρημο, εκεί λένε ότι έδωσαν ειρήνη.
X. scribitur ad narrandum: γράφεται χάριν διηγήσεως.
XI. dehemur morti nos nostraque: χρεωστούμεθα στον θάνατο και εμείς και τα δικά μας.
XII. non Oedipus: όχι Οιδίπους.
XIII. ne adsum qui feci: εγώ είμαι ο δράστης.
XIV. res, non verba: έργα, όχι λόγια.
XV. finis coronat opus: το τέλος στεφανώνει το έργο.


Από το ποιητικό βιβλίο Ενοχικόν / ο μονόλογος ενός δράστη (2010)
« Last Edit: 29 May, 2022, 03:10:20 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σταύρος Ζαφειρίου: XIV. res, non verba

Φρίκη στους δρόμους

Άγνωστοι εξόντωσαν τα αδέσποτα της πόλης


Ένα αποτρόπαιο θέαμα, βγαλμένο από σενάριο της πιο νοσηρής φαντασίας, αντίκρισαν το πρωί του Δεκαπενταύγουστου οι κάτοικοι του κέντρου της πόλης. Δεκάδες αδέσποτα κείτονταν νεκρά σε δρόμους, πλατείες και πάρκα, με εκφράσεις που αποτύπωναν τον μαρτυρικό θάνατό τους.
Σύμφωνα με τους γιατρούς της Κτηνιατρικής Υπηρεσίας, τα αδέσποτα εξοντώθηκαν με δηλητηριώδη ουσία (φόλα), η οποία αναμείχθηκε με παράγωγα κρέατος.
Έργο ψυχοπαθούς χαρακτήρισε αυτή την ασύλληπτη στη βαρβαρότητά της εγκληματική ενέργεια ο Προϊστάμενος της Αστυνομικής Διεύθυνσης, διαβεβαιώνοντας ότι θα γίνει κάθε δυνατή προσπάθεια για τον εντοπισμό και τη σύλληψη του δράστη, αν και σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις κάτι τέτοιο θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο, δεδομένης της απουσίας μαρτύρων.
«Είναι η πρώτη φορά που βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια τέτοια ανάξια για τον άνθρωπο πράξη», υπογράμμισε ο Δήμαρχος στις δηλώσεις του, συνεχίζοντας: «Τα αδέσποτα είναι μέρος της καθημερινότητάς μας. Μάθαμε να ζούμε μ’ αυτά κι εκείνα μαζί μας. Ίσως είμαστε η μοναδική αστική περιοχή, όπου τ’ αδέσποτα απολαμβάνουν τη φιλική διάθεση αρχών και κατοίκων. Ελπίζουμε και ευχόμαστε, το απεχθές αυτό περιστατικό να μην έχει συνέχεια, και όποιος ή όποιοι διέπραξαν τούτο το έγκλημα να αντιμετωπίσουν σύντομα τη δικαιοσύνη.»

Σημείωση του ποιητή:
Παρά την επισήμανση φίλων νομικών ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της ενοχής ως αποτέλεσμα άνομης πράξης, πολύ περισσότερο δε ως συναίσθημα, προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επιπλέον αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.

Οι τίτλοι των ενοτήτων προέρχονται από λατινικές φράσεις που έγιναν παροιμιώδεις ή απέκτησαν ισχύ γνωμικών ή αποφθεγματικών διατυπώσεων. Παραθέτω τη μετάφρασή τους:

I. corpus delicti: το σώμα του εγκλήματος.
II. vae victis: ουαί τοις ηττημένοις.
III. guarda e passa: βλέπε και πέρνα.
IV. desinit in piscem: απολήγει σε ιχθύ.
V. ita res est: έτσι έχει το πράγμα.
VI. homo homini lupus: ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο.
VII. difficiles nugae: δύσκολες φλυαρίες.
VIII. medice, curate ipsum: ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου.
IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant: όπου δημιουργούν έρημο, εκεί λένε ότι έδωσαν ειρήνη.
X. scribitur ad narrandum: γράφεται χάριν διηγήσεως.
XI. dehemur morti nos nostraque: χρεωστούμεθα στον θάνατο και εμείς και τα δικά μας.
XII. non Oedipus: όχι Οιδίπους.
XIII. ne adsum qui feci: εγώ είμαι ο δράστης.
XIV. res, non verba: έργα, όχι λόγια.
XV. finis coronat opus: το τέλος στεφανώνει το έργο.


Από το ποιητικό βιβλίο Ενοχικόν / ο μονόλογος ενός δράστη (2010)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


 

Search Tools