toe → δάκτυλο ποδιού, δάκτυλο, άκρη, μύτη, κόψη, ακμή, παρυφή, ψίδι, μύτη κάλτσας, πέλμα, πόδι φράγματος, αγγίζω με δάκτυλα ποδιού, βάζω ψίδια, ψιδιάζω, πλέκω άκρη, μαντάρω άκρη, πατώ με δάκτυλα ποδιού, παρατάσσομαι στην αφετηρία, μαντάρω τα δάκτυλα, τοποθετώ δάκτυλα, βαδίζω με σύγκλιση ποδιών, συγκλίνω, αποκλίνω, συμμορφώνομαι
Apparatus ·
3 · 343