terminologisiert → οροποιημένος, οροποιημένη, οροποιημένο
Terminologierung → οροποίηση
Determinologierung → αποοροποίηση
terminologieren → οροποιώ
determinologieren → αποοροποιώ
terminologize → οροποιώ
terminologized → οροποιημένος, οροποιημένη, οροποιημένο
terminologization → οροποίηση
determinologize → αποοροποιώ
determinologization → αποοροποίηση