Ευτυχία Γερ. Μάστορα (Παπαγεράσιμου), Οι Κυριακές εκείνες
Στην εξαδέλφη μου Τίνα
Καθώς περνάς για το Λογγό ή για να πας στη Λάκκα,
εκεί στα Μαστοράτικα, στο τρίστρατο του Κάμπου,
μην προσπεράσεις βιαστικά, στάσου να χαιρετήσεις
το Χάνι απ’ τ’ αριστερά, τη στέρνα στα δεξιά σου
κι ας είν’ το Χάνι έρημο, κλειστό, μανταλωμένο
και για νερό δεν πάει κανείς κι η στέρνα έχει στερέψει.
Κι αν προχωρήσεις στο στρατί, μαζί σου εγώ δε θά ’ρθω,
θα βρω μια ελιά βαθύσκιωτη να κάτσω από κάτω,
να ’χω το Χάνι δίπλα μου κι αντίκρυ μου τη στέρνα,
να μου φανεί πως γύρισαν οι εποχές εκείνες
με την απλή μας τη ζωή και τις μικρές ανάγκες,
που με δουλειά, σκληρή δουλειά, περνούσε η βδομάδα
και Κυριακή τ’ απόγιομα μας μάζευε το Χάνι.
Κανένας δεν κατάλαβε πώς μες στο Χάνι μπήκα
κι ήτανε όλοι τους εκεί της γειτονιάς οι άντρες
στα τραπεζάκια συντροφιές κι όλοι σε μια παρέα
να περιμένουμε σειρά κι ο Νιάχας να σερβίρει
κι άλλοι να πίνουνε καφέ, να κάνουνε τσιγάρο
κι άλλοι να δοκιμάζουνε το πατρικό το ούζο
που το καΐκι του Κουτσού το ’φερε αυτές τις μέρες.
Κι άκουσα τις κουβέντες τους και τους συλλογισμούς τους,
πως φέτος έχουμε σοδειά κι ο κάθαρος* θ’ αρχίσει
και πρέπει να ραντίσουνε, το δάκο να προλάβουν.
Κατά την πόρτα κοίταξα κι η μάνα μέσα μπαίνει
κρατώντας απ’ το χέρι της τον πιο μικρό το γιο της
να τον φιλέψει θέλοντας πεντέξι καραμέλες
και βιαστικά έξω να βγει, μην την παρεξηγήσουν.
Κι εγώ την ακολούθησα, να της μιλήσω θέλω,
μα η μάνα μπαίνει στο χορό, στης στέρνας το αλώνι
οπού βαρούνε τα βιολιά στο χεροστόμι* γύρω
και όλες οι γειτόνισσες, γυναίκες και κορίτσια,
χορεύουν καλαματιανό και γλυκοτραγουδάνε
με μπαλαδόρα* τη Λενιώ, του Νιάχα τη γυναίκα,
που απ’ αυτή καλύτερα καμιά τους δε χορεύει.
Και συναλλάζουνε μπροστά κι οι άλλες οι κοπέλες
και φέρνουνε γυροβολιές κουνώντας το μαντίλι
κι όλα τα μάτια αστράφτουνε, τα στόματα γελούνε
και ξεχειλίζουν οι καρδιές από χαρά κι αγάπη.
Και βράδιασε και νύχτωσε και βγήκε το φεγγάρι
και χύνει το χλωμό του φως στο τρίστρατο του Κάμπου
κι αναθυμήθηκε κι αυτό και δάκρυσε μαζί μου,
γιατί είν’ το Χάνι έρημο, κλειστό, μανταλωμένο
κι ούτε χορός ούτε βιολιά στης στέρνας το αλώνι
και σβήσανε και χάθηκαν οι Κυριακές εκείνες…
_____________________________
* Γλωσσάρι
κάθαρος = καθαρισμός του εδάφους κάτω από τα ελαιόδεντρα
χεροστόμι = το άνοιγμα της στέρνας
μπαλαδόρα = η γυναίκα που σέρνει το χορό
Από τη συλλογή Παξινοί Δεκαπεντασύλλαβοι (2005)