Νίκος Δόικος, Των Δυναστών και του Όρκου
Των Δυναστών
Τώρα πια σας αναγνωρίζω.
Έμαθα να σας αναγνωρίζω,
απ’ το κουδούνισμα των αργυρίων
σαν τα μετράτε, ένα ένα,
με δάχτυλα τρεμάμενα,
στην ιδρωμένη απ’ απληστία παλάμη
–μισολιωμένη, τρίψε τρίψε,
η μορφή του φειδωλού γενάρχη–
όσα εισπράττετε ως τιμήν συνήθως αίματος
και μ’ όσα εξαγοράζετ’ αγοραίες συνειδήσεις.
Ανθίζετε στην Συντεχνία του Κισσού,
των διαπλεκόμενων αναρριχήσεων,
όπου ταχύρρυθμα διδάσκει η Βουλιμία
εκπαιδεύοντας τους νέους δυνάστες.
Αναριγούν οι γειτονιές
με τις λουσάτες μηχανές
στις ιδιοφυείς βιτρίνες,
για χάρη τους θυσιάζεται σύμπασα η Κτήση.
Ολοκαύτωμα.
Αγκομαχούν νηοπομπές
να παραδώσουν έγκαιρα πραμάτειες,
την ώρα της μεγάλης ζήτησης
της Ψεύτικης Ανάγκης.
Αποκοιμήθηκα στο πληκτρολόγιο,
δεσμώτης στον Ιστό,
μα ούτε καράβι θύμιζε
ούτε σημαία σαν ξύπνησα
’πό μια ’λιαχτίδα καπνισμένη στο κεφάλι.
Στην άσβεστη οθόνη διαφήμιζαν
τις νέες αλληγορίες σας
– αστόχαστος δεν πρόσεξα την ημερομηνία λήξης.
Ποιος να σφραγίζει, άραγε, την ημερομηνία λήξης;
Πολλάκις χειροκρότησα
τους εγκαθέτους εκλεκτούς σας
–πού τους ξεθάβετε, αλήθεια,
τόσους πιστούς ηνίοχους της δεσποτείας σας,
μα τέτοιο πλήθος εκκωφαντικές κενότητες;–
σαν τυφλωμένος απ’ τη λάμψη του καιρού
τους χειροκρότησα
κι άκουσα τις ελπίδες να συνθλίβονται
στις χαμηλές τις γειτονιές
με κάθε νέο ξημέρωμα.
Στα καταφύγια γνώρισα
φάρες περήφανες
που δεν εζήτησαν ποτέ σωτήρες,
χρονομετρώντας την ακολουθία των βομβαρδισμών,
τα έξυπνα λέιζερ να σημαδεύουν καταιγίδες καταγής
και χάθηκα
ανάμεσα σ’ ακρωτηριασμένα πλατάνια
πέρα στις κόκκινες πλαγιές
και πόνεσα, ακόμα πιο πολύ,
με τ’ ακρωτηριασμένα όνειρα στις κόκκινες πλαγιές.
και του Όρκου
Ώσπου με ξύπνησαν τα κροταλίσματα,
αμέτρητες αντλίες, ακρίδες μαύρες,
εκεί στις κτήσεις τις δικές σας,
με τους μαύρους φοίνικες,
τα μαύρα βότσαλα στις ακροθαλασσιές
των αστρολόγων, κι η άμμος μαύρη,
μαύρα τα κύματα να σπάνε χωρίς φλοίσβο,
χωρίς χάρη,
σαν αίμα πηχτό από πολλές αφρόντιστες πληγές,
μαύρα και τα θαλασσοπούλια,
άσπρες μονάχα οι σκιές,
εκεί στα διάσπαρτα ενεχυροδανειστήρια
όπου δεν άφησα ενέχυρο ποτέ μιαν έστω ελπίδα
παρά μονάχα έναν Όρκον ωρολογιακό.
Από τη συλλογή Συναμφότερα και λίγα μόνα (2015)