λεξηλασία
Το επινόησα (κοινώς "μου ήρθε ξεκάρφωτα"), αλλά δεν ξέρω τι σημαίνει.
1. αρπαγή λέξεων [κατ' αντιστοιχία προς τη λεηλασία] (π.χ. Κάποιοι έρχονται στο τρανσλάτουμ και ασκούν συστηματική λεξηλασία, με αποτέλεσμα να βλέπεις τις τρανσλατούμιες λεξιπλασίες να ξεφυτρώνουν κάθε τόσο και σε κάποιο μπλογκ.)
2. κατεργασία λέξεων, διαμόρφωση λεξιλογικού πλούτου [κατ' αντιστοιχία προς τη σφυρηλασία] (π.χ. Μου αρέσουν αυτοί που αφιερώνουν λίγο χρόνο στη λεξηλασία και το τόρνεμα του λόγου τους.)
3. [σπάνιο] καβάλημα λέξεων, λεξιλαγνεία [κατ' αντιστοιχία προς την αρματηλασία] (π.χ. Άμα αποφασίσει να βάλει κάτω μια λέξη, της αλλάζει τα φώτα. Όταν πια ξεφύγει από τα χέρια του, αγνώριστη έχει γίνει. Καλύτερα φυλακισμένη στη Βραζιλία, παρά θύμα της δικής του λεξηλασίας.)