το έχει σύστημα →
he can't help it,
she can't help it,
he does it all the time,
she does it all the time,
typical behaviour,
typical behavior,
it's one of his habits,
it's one of her habits,
it's his standard MO,
it's her standard MOτο 'χει σύστηματο έχω σύστημα / κατά σύστημα / (λόγ. έκφρ.) εκ συστήματος: Tο έχει σύστημα να δανείζεται. Aργεί στη δουλειά του κατά σύστημα. Είναι ψεύτης εκ συστήματος. || (συνήθ. επικριτικά) συνήθεια στον τρόπο ζωής: Tι καινούριο σύστημα είναι αυτό, να ξενυχτάς κάθε μέρα; Οι νέοι έχουν νέα συστήματα.
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη το 'κανε σύστημα, ενεργεί ή συμπεριφέρεται επίμονα με τρόπο που συνήθως ενοχλεί τους άλλους: «του δάνεισα κάποτε κάτι χρήματα, κι από τότε το 'κανε σύστημα κι όποτε χρειάζεται λεφτά, έρχεται σε μένα»·
–
το 'χει σύστημα, ενεργεί ή συμπεριφέρεται επίμονα με τον ίδιο τρόπο: «κάθε φορά που παίρνει το μισθό του, το 'χει σύστημα να καταθέτει τα μισά λεφτά στην τράπεζα».
—
Γεώργιος Κάτος:
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας