Σταύρος Ζαφειρίου, Κι έτσι αποκοιμήθηκε
Στα τσογλάνια
Σε βρήκα πάλι να κωπηλατείς σε γυάλινες λίμνες. Κύκλος στον κύκλο και η ζωή που επανέρχεται πάντα μόνη.
Οι δολοφόνοι σκύβουν πάνω από τη σιωπή της ομορφιάς.
Ο νεαρός σκηνοθέτης, με την κάμερα στοχεύει τους δολοφόνους. Το τελευταίο σούπερ οχτώ ασπρόμαυρο πλάνο. Ο Ντένις Χόπερ ξαπλωμένος με τα ρούχα στο κρεβάτι –σεντόνι λαμέ κατακόκκινο– ηχογραφεί την αγωνία του. Λάθος. Ο νεαρός σκηνοθέτης πέφτει νεκρός στην άσφαλτο του πάρκινγκ πυροβολημένος στο στήθος. Ο Ντένις Χόπερ ήδη νεκρός απ’ το προηγούμενο έργο. Το τελευταίο νοσηρό πλάνο. Ένα ξύλινο αλογάκι λικνίζεται στο παράθυρο. Η ομίχλη πνίγει το λιμάνι. Εσύ βέβαια το βιολί σου. Ξεκούρδιστη εδώ και χρόνια να στραπατσάρεις συνέχεια τις ίδιες κλίμακες, κρύβοντας τη μιζέρια σου από τα πλήθη, καρφώνοντας το μυαλό σου στις τρισδιάστατες οθόνες των κεντρικών κινηματογράφων. Κι ούτε μια καλησπέρα.
Τίποτε. Τσιμουδιά.
Γλυκιά πόρνη μιας ακόμη χαμένης γενιάς. Ενωμοτίες εκφυλισμένων προσκόπων λεηλατούν το κορμί σου μέσα στην κάπνα και την όξινη γεύση των μπαρ.
Η ανάγκη καλπάζει πότε-πότε πανέμορφη πάνω απ’ τα θραύσματα διανέμοντας τις ειδήσεις της παρακμής.
Τα υπόλοιπα βλέμματα χάσκουν γαλάζια και ήρεμα.
Ποιος ευθύνεται για την πορνεία της δεκαεξάχρονης Εύας; «Η κοινωνία». Όλοι μαζί εν χορώ, μαθητές γυμνασίου, αποχή και η γροθιά ψηλά στις διαδηλώσεις, ειρήνη καθάρματα, ειρήνη, ψωμί – παιδεία – ελευθερία και θάνατος στους προβοκάτορες, έξω οι φασίστες καθηγητές απ’ το γυμνάσιο, τζάκετ στρατιωτικό και το κασκόλ τρεις φορές γυρισμένο στο λαιμό, συνελεύσεις της ΜΟΔΝΕ στο αμφιθέατρο της φιλοσοφικής, μαύρο περιβραχιόνιο στην επέτειο του πολυτεχνείου, αποβολή κι ο Ριζοσπάστης κάτω απ’ το θρανίο.
Λίγο μετά αταξική κοινωνία, νο μπορντερλάιν, ροκ εν ρολ, νέγρικο μπλουζ. «Με σφιγμένα τα δόντια», ον δε ρόουντ, μπίρα σε κονσέρβα, κρεμμυδόσουπα, πού και πού μια νυχιά μαύρη, σε σκοτεινούς ντουμανιασμένους διαδρόμους, σε σκοτεινά αδιέξοδα, Σάρκα, Κάψα, Σκουπίδια, το σύστημα που βρίσκεται μες στο μυαλό μας, από κει να ξεκινήσουμε, ρομαντισμός, αγάπη, επικοινωνία, οράματα, η Λούσι στον ουρανό με τα διαμάντια, ανεπάρκεια, καταλήψεις, κοινοβιακή ευαισθησία, ο Τζον Λένον παντρεύτηκε, ο Τζον Λένον χώρισε, ο Τζον Λένον έβγαλε καινούριο δίσκο, ο Τζον Λένον κατούρησε, επαφή, άνοιξε την τρυφερή αγκαλιά σου στη γαλήνη, άνοιξε επιτέλους τα τρυφερά πόδια σου, μέικ λαβ νοτ γουόρ μωρό μου. Σκατά. Ανάπηρες λέξεις. Ανάπηρες σχέσεις. Χρηματιστήριο. Τα πάντα. Χρηματιστήριο. Συνθήματα με μαρκαδόρο στους τοίχους. «Ακόμη δε βαρέθηκες ρε αστέ;» Όχι. Γιατί να βαρεθεί; Κορόιδο είναι;
Μια ζωή τα ροκανίζουμε τα όνειρα. Τι; Δεν ακούγομαι καλά; Έλα αγόρι μου πάρε το μηδέν. Σκατά. Μια ζωή νούμερα ε; Μια ζωή να καταπίνουμε το σάλιο μας και να υπογράφουμε συναλλαγματικές. Μια ζωή στριμωχτά στο πεζοδρόμιο και να περνάμε απ’ τις διαβάσεις. Μια ζωή με την ταυτότητα στην τσέπη και καλημέρα με χαμόγελο στους μπάτσους. Σοβαρότης, σεμνότης, αξιοπρέπεια…
Ο Βέντερς κάνει σινεμά νεκρών χρόνων. Λάθος. Ο Βέντερς κάνει δοκιμιακό σινεμά. Λάθος. Υποθέτω ότι ο Βέντερς συνομιλεί με τον θάνατο. Εντάξει, εντάξει, έλεος. Σηκώνω τα χέρια.
Από τότε βέβαια αλλάξαμε λιγάκι. Προχωρήσαμε. Εξέλιξη φυσικά. Τώρα ακούμε Μπαουχάουζ και Έκοου εντ δε Μπάνιμεν, ο Μπάουι αστήρ του σινεμά και της ντίσκο, άρχισε να τη βρίσκει και με γυναίκες –το ασπρουλιάρικο κωλαράκι του ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά ανάμεσα στα σκέλια του Τσάινα γκερλ.–
Ο Μόρισσον ακόμη νεκρός.
Τώρα τα βράδια τζιν με τόνικ, παρέα με πούστηδες και λεσβίες, απομεινάρια αγγέλων, ξεφάντωμα μέχρι πρωίας σε άγνωστα δωμάτια, δυόμιση πακέτα τσιγάρα, γαμήσι στο άρπα κόλλα, σχιζοφρένεια, μοναξιά, απωθημένα, φεμινισμός και φαλλοκρατία, όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες, όλοι οι άντρες είναι μαλάκες, μπακάρντι με κόλα, η οικογένεια λευκός φασισμός, όμορφες λέξεις, παιχνιδιάρικες, ταλέντο φυσικής παρουσίας, ρόλοι, ρόλοι, ρόλοι, θέατρο τρόμου, θέατρο λόγου, θέατρο δράσης, θέατρο καταστάσεων, θέατρο παραλόγου, γκροτέσκ, ο Τζαρά χοροπηδά στη σκηνή βροντώντας τις κατσαρόλες, βγάζοντας την πράσινη γλώσσα του στην τέχνη, όχι στην Τέχνη, ο τύπος και η τύπισσα όρθιοι στον πάγκο του μπαρ την «ψιλοβρίσκουν», ένα ακόμη μοντέρνο ζευγάρι, συνουσία, ντισκοτέκ και αποχαύνωση, η λογική κι η φαντασία μπλέκουν τα μπούτια τους μέσα στις στάχτες και στο ηλίθιο χαμόγελο ενός πανέξυπνου μπάρμαν, κουτσομπολιό, η τεχνική της πίπας από τις αμερικάνες αδερφές, τραυματισμένοι καλλιτέχνες περιφέρονται από τραπέζι σε τραπέζι ανανεώνοντας τον κύκλο τους, εσύ όπως πάντα στημένη στην τηλεόραση, Τζιν Κέλι, τραγουδώντας στη βροχή, η κοιλιά σου σφίγγεται, η κοιλιά σου πονάει, κάτι σου λείπει, όχι αυτό που νομίζεις, τραυματισμένα νιου γουέιβ τεκνά, εξηνταεννιά συμβουλές για την επιτυχία μιας παρτούζας, πενηνταεννιά μαχαιριές, ούτε μία λιγότερη, η τελευταία στο μέτωπο, αναφορά σε δεκαπέντε στίχους του Μπάιρον, η λειτουργία της μουσικής στο έργο του Μπρεχτ, ξεβίδωμα και ανάλυση του Μπορίς Βιαν, η νεοορθόδοξη διανόηση μεθυσμένη σνομπάρει την αμηχανία των περαστικών νεομαρξιστών, κάπου στο βάθος ο τελευταίος κλόουν αυτοχτονεί με κραυγαλέες χειρονομίες, οι προβολείς τον φωτίζουν, τον βιάζουν σχεδόν, το κραγιόν του λιωμένο στάζει στο πάτωμα, το ραδιόφωνο μεταδίδει στατιστικές, η κυβέρνηση πατάει γερά, το κεφάλι του γερμένο στο πλάι, ο παγωμένος ιδρώτας του στάζει στο πάτωμα, ο τελευταίος γνήσιος κλόουν, στα μάτια του καθρεφτίζουν βιτρίνες με δώρα, στα τεράστια πράσινα μάτια του καθρεφτίζει η ιστορία ενός παιδιού που δεν μεγάλωσε ποτέ, η ιστορία ενός ποιητή που ακροβατεί στον υμένα μιας δωδεκάχρονης, η ιστορία ενός νταβατζή, η ιστορία της Χριστίνας που το βαφτιστικό της ήτανε Γιάννης, τώρα καμπαρετζού στο Βαρδάρι, εκδίδεται εκεί, επί τόπου, στο τραπέζι, ουρλιάζοντας «ξυπνήστε ρε Έλληνες, όλα εδώ πληρώνονται».
Η φωνή της Κάλας ραγίζει τα πάντα, Τζόνι Γκιτάρ κι εσύ κάπου αλλού κομματιάζεις το κρανίο σου, το εκτοξεύεις σ’ απελπισμένα ταξίδια, πάλι εδώ θα γυρίσεις, πάλι εδώ.
Τα ξυράφια σκουριάσανε και ξανάφτασε η εποχή των ισχνών αγελάδων.
Παύση.
Ω! γλυκιά μου Μέριλιν –μη με κοιτάς μ’ αυτό το βλέμμα– κάποτε πρέπει να μιλήσουμε οι δυο μας και τότε θα δούμε τι θα μου πεις.
Παύση.
Τώρα τα μαγαζιά κλείνουν νωρίς. Παύση.
Τώρα κάποιος μας ξυπνά κάθε πρωί, μας προστατεύει σε κάθε μας βήμα, τις νύχτες μας νανουρίζει γλυκά. Παύση.
Διαλυμένο μου κοριτσάκι, η ιστορία σταματάει εδώ και μην νευριάζεις για το χάπι έντ.
Τα ντεκόρ της φθοράς στήνονται για το επόμενο υπερθέαμα.
Πλέι ιτ αγκέν, Σαμ.
Ξαναπαίξ’ το λοιπόν.
Από τη συλλογή ... και να μπλοφάρουμε στο όνειρο (1984)