fellow traveler → συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα, συνταξιδευτής, συνταξιδεύτρια, συνοδοιπόρος, συνοδοιπόρισσα, συνέποχος, συνεπιβάτης, σύντροφος ταξιδιού, άτομο που ταξιδεύει μαζί μου, σύντροφος σε ταξίδι, υποστηρικτής οργάνωσης, συμπαθών οργάνωσης, φίλα προσκείμενος οργάνωσης, υποστηρικτής, υποστηρίκτρια, φιλοκομμουνιστής, φιλοκομμουνίστρια
spiros ·
1 · 86