hazardous materials identification system (HMIS) → σύστημα προσδιορισμού επικίνδυνων υλικών, σύστημα καθορισμού επικίνδυνων υλικών, σύστημα αναγνώρισης επικίνδυνων υλικών, σύστημα ταυτοποίησης επικίνδυνων υλικών

wings · 12 · 1514

wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73949
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Hazardous Materials Identification System (HMIS) → σύστημα εξακρίβωσης επικίνδυνων υλικών;

Γιατί «εξακρίβωσης», όμως; Δεν βρίσκω κάποια καλύτερη απόδοση. Θα προτιμούσα «προσδιορισμού» ή «καθορισμού».
« Last Edit: 24 Oct, 2021, 21:54:25 by spiros »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)







wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73949
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73949
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Μα, αφού τα ξέρεις ήδη, άρα τα προσδιορίζεις ή τα επισημαίνεις. Γιατί να πεις ότι τα «ταυτοποιείς»; Τα υλικά εννοούσα κι εγώ, αλλά έκανα λάθος στη διατύπωσή μου νωρίτερα.
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


valeon

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 13958
    • Gender:Male
  • Κώστας Βαλεοντής <Φυσική, Tηλ/νίες, ΙΤ, Ορολογία>
Μπορεί να μην είναι τηλεπικοινωνίες, αλλά μην ξεχνάς Βίκυ και την TELETERM (εκεί υπάρχει διάχυτη σε πολλά λήμματα η παρακάτω γνώση που εφαρμόζει η ΜΟΤΟ στην τηλεπικοινωνιακή ορολογία - πρόκειται για χρήση των δύο βασικών σημασιών του ρήματος προσδιορίζω):

identify προσδιορίζω (την ταυτότητα) (την ξέρω και τη λέω)
identify προσδιορίζω (την ταυτότητα) (δεν την ξέρω και τη βρίσκω), αναγνωρίζω (συνώνυμο αυτού θα ήταν το ταυτοποιώ που όμως δεν το χρησιμοποιούμε στη ΜΟΤΟ)

be identified προσδιορίζεται η ταυτότητά μου, προσδιορίζομαι
be identifiedπροσδιορίζεται η ταυτότητά μου, αναγνωρίζομαι

identification προσδιορισμός (της ταυτότητας), προσδιορισμός
identification προσδιορισμός (της ταυτότητας), αναγνώριση (συνώνυμο αυτού θα ήταν και η ταυτοποίηση)

Βλέπε και ΛΚΝ προσδιορίζω σημασίες 1 και 2:
προσδιορίζω [prozδiorízo] -ομαι P2.1 : 1. ορίζω κτ. ύστερα από μετρήσεις, ελέγχους, υπολογισμούς: ~ το βάρος / το ύψος / την πυκνότητα ενός σώματος. 2. καθορίζω: Προσδιορίστηκε με ακρίβεια το αντικείμενο της έρευνας. ~ τα όρια / τα πλαίσια μέσα στα οποία θα κινηθώ. 3. (γραμμ.) για όρο πρότασης που καθορίζει, αποσαφηνίζει ή συμπληρώνει έναν άλ λο όρο της πρότασης: Eπίθετο που παίρνει το γένος, τον αριθμό και την πτώση του ουσιαστικού που προσδιορίζει. [λόγ. < αρχ. προσδιορίζω]


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73949
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou




 

Search Tools