antivirulence → αντιμολυσματικότητα, αντιλοιμοτοξικότητα
avirulence → αμολυσματικότητα, αλοιμοτοξικότητα
cardiovirulence → καρδιομολυσματικότητα, καρδιολοιμοτοξικότητα
hypervirulence → υπερμολυσματικότητα, υπερλοιμοτοξικότητα
hypovirulence → υπομολυσματικότητα, υπολοιμοτοξικότητα
neurovirulence → νευρομολυσματικότητα, νευρολοιμοτοξικότητα
nonvirulence → μη μολυσματικότητα, μη λοιμοτοξικότητα
urovirulence → ουρομολυσματικότητα, ουρολοιμοτοξικότητα
virulence (VI, Vi) → λοιμοτοξικότητα, λοιμογόνος δράση, μολυσματικότητα, ιογόνος δύναμη, λοιμογόνος δύναμη, μιασματικότητα, τοξικότητα, κακοήθεια, λοιμικότητα, οξύτητα, βιαιότητα, δριμύτητα, δηκτικότητα, φαρμάκι