Όμηρος, Νέκυια (ραψωδία λ της Οδύσσειας), μεταφράσεις από Θανάση Γεωργιάδη & Δημήτρη Μαρωνίτη

wings · 9 · 41298

wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Σας παρουσιάζω ένα σπουδαίο συγγραφέα, ποιητή, μεταφραστή και μελετητή της πόλης μου, τον Θανάση Γεωργιάδη.

Σύντομο βιογραφικό του θα βρείτε εδώ και εδώ και πληροφορίες για ορισμένα από τα έργα του εδώ και εδώ.

Από το τεύχος 2 του "συγγράμματος περιοδικού της τέχνης και του λόγου" Πίερος [ο Πίερος, ο Μακεδών, όταν ήρθε στις Θεσπιές, λένε ότι όρισε να είναι εννέα οι Μούσες και έδωσε σ' αυτές τα τωρινά τους ονόματα, Παυσανίας, Βοιωτικά, 29] (άνοιξη-καλοκαίρι του 2003), σας δίνω ένα μικρό απόσπασμα από τη δημοσιευμένη μετάφραση της ραψωδίας λ της Οδύσσειας:

Προλογίζει λοιπόν ο Θανάσης Γεωργιάδης: Ο Οδυσσέας αφηγείται στον Αλκίνοο και τους Φαίηκες πώς, με συμβουλή της Κίρκης, φεύγει με το καράβι του από την Αιαίη, το νησί της, για να πάει στο βασίλειο του Άδη και της Περσεφόνης να λάβει πληροφορίες από τον Τειρεσία για τον γυρισμό του στην πατρίδα. Πώς, ακολουθώντας τις οδηγίες της Κίρκης, πλέει τον Ωκεανό, το θεϊκό ποτάμι που ζώνει ολοτρίγυρα τη γη, κι έρχεται, αφού περάσει πρώτα τη γη των Κιμμερίων, στο ιερό άλσος της Περσεφόνης. Εκεί, κάνει όσα τον συμβούλεψε η θεά και συναντάει τις ψυχές των νεκρών, μιλάει με την ψυχή του Τειρεσία πρώτα, της μητέρας του κατόπιν, του Αγαμέμνονα του Αχιλλέα κι έπειτα επιστρέφει στην Αιαίη.
Κατά την αρχαία σύνοψη:
  απαγγέλει [ο Οδυσσέας] πώς κατά τας Κίρκης εντολάς εις Άιδου κατήλθεν, και πώς ήκουσε Τειρεσίου του μάντεως περί της εαυτού και των άλλων εταίρων σωτηρίας, και ως τους ήρωας και τας ηρωίδας είδεν εν Άιδου, και την μητέραν κα των εις Ίλιον συστρατευσάντων ενίους, και των εν Άιδου κολαζομένων τινάς.
Οι αρχαίοι ονόμαζαν τη λ ραψωδία Νεκυομαντεία ή Νέκυα και συνηθέστερα Νέκυια. Εδώ μεταφράζονται οι στίχοι 1-224 και 385-567.
Η μεταφραστική πρόταση, που κατατίθεται, ακολουθεί τις εξής συντεταγμένες: Αφήνει όσες ομηρικές λέξεις είναι δυνατόν να μεταφερθούν στη νεοελληνική ως έχουν. Μεταφέρει κάθε ομηρικό επίθετο στο σύγχρονο ιδίωμά μας πάντα κατά όμοιο τρόπο. Τα επαναλαμβανόμενα στο πρωτότυπο ημιστίχια -όπως και οι στίχοι άλλωστε- είναι κατά το δυνατόν ίδια (και ίδιοι). Ακολουθείται ένας εσωτερικός ρυθμός, προσιδιάζων στον ελεύθερο στίχο της σύγχρονης ποίησης.


αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἐπὶ νῆα κατήλθομεν ἠδὲ θάλασσαν,
νῆα μὲν ἂρ πάμπρωτον ἐρύσσαμεν εἰς ἅλα δῖαν,
ἐν δ᾽ ἱστὸν τιθέμεσθα καὶ ἱστία νηὶ μελαίνῃ,
ἐν δὲ τὰ μῆλα λαβόντες ἐβήσαμεν, ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ
βαίνομεν ἀχνύμενοι θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες.

ἡμῖν δ᾽ αὖ κατόπισθε νεὸς κυανοπρῴροιο
ἴκμενον οὖρον ἵει πλησίστιον, ἐσθλὸν ἑταῖρον,
Κίρκη εὐπλόκαμος, δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα.
ἡμεῖς δ᾽ ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι κατὰ νῆα
ἥμεθα· τὴν δ᾽ ἄνεμός τε κυβερνήτης τ᾽ ἴθυνε.

τῆς δὲ πανημερίης τέταθ᾽ ἱστία ποντοπορούσης·
δύσετό τ᾽ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί.
ἡ δ᾽ ἐς πείραθ᾽ ἵκανε βαθυρρόου Ὠκεανοῖο.
ἔνθα δὲ Κιμμερίων ἀνδρῶν δῆμός τε πόλις τε,
ἠέρι καὶ νεφέλῃ κεκαλυμμένοι· οὐδέ ποτ᾽ αὐτοὺς

ἠέλιος φαέθων καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν,
οὔθ᾽ ὁπότ᾽ ἂν στείχῃσι πρὸς οὐρανὸν ἀστερόεντα,
οὔθ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ᾽ οὐρανόθεν προτράπηται,
ἀλλ᾽ ἐπὶ νὺξ ὀλοὴ τέταται δειλοῖσι βροτοῖσι.
νῆα μὲν ἔνθ᾽ ἐλθόντες ἐκέλσαμεν, ἐκ δὲ τὰ μῆλα

εἱλόμεθ᾽· αὐτοὶ δ᾽ αὖτε παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο
ᾔομεν, ὄφρ᾽ ἐς χῶρον ἀφικόμεθ᾽, ὃν φράσε Κίρκη.
ἔνθ᾽ ἱερήια μὲν Περιμήδης Εὐρύλοχός τε
ἔσχον· ἐγὼ δ᾽ ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
βόθρον ὄρυξ᾽ ὅσσον τε πυγούσιον ἔνθα καὶ ἔνθα,

ἀμφ᾽ αὐτῷ δὲ χοὴν χεόμην πᾶσιν νεκύεσσι,
πρῶτα μελικρήτῳ, μετέπειτα δὲ ἡδέι οἴνῳ,
τὸ τρίτον αὖθ᾽ ὕδατι· ἐπὶ δ᾽ ἄλφιτα λευκὰ πάλυνον.
πολλὰ δὲ γουνούμην νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα,
ἐλθὼν εἰς Ἰθάκην στεῖραν βοῦν, ἥ τις ἀρίστη,

ῥέξειν ἐν μεγάροισι πυρήν τ᾽ ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν,
Τειρεσίῃ δ᾽ ἀπάνευθεν ὄιν ἱερευσέμεν οἴῳ
παμμέλαν᾽, ὃς μήλοισι μεταπρέπει ἡμετέροισι.
τοὺς δ᾽ ἐπεὶ εὐχωλῇσι λιτῇσί τε, ἔθνεα νεκρῶν,
ἐλλισάμην, τὰ δὲ μῆλα λαβὼν ἀπεδειροτόμησα

ἐς βόθρον, ῥέε δ᾽ αἷμα κελαινεφές· αἱ δ᾽ ἀγέροντο
ψυχαὶ ὑπὲξ Ἐρέβευς νεκύων κατατεθνηώτων.
νύμφαι τ᾽ ἠίθεοί τε πολύτλητοί τε γέροντες
παρθενικαί τ᾽ ἀταλαὶ νεοπενθέα θυμὸν ἔχουσαι,
πολλοὶ δ᾽ οὐτάμενοι χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν,

ἄνδρες ἀρηίφατοι βεβροτωμένα τεύχε᾽ ἔχοντες·
οἳ πολλοὶ περὶ βόθρον ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος
θεσπεσίῃ ἰαχῇ· ἐμὲ δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει.
δὴ τότ᾽ ἔπειθ᾽ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα
μῆλα, τὰ δὴ κατέκειτ᾽ ἐσφαγμένα νηλέι χαλκῷ,

δείραντας κατακῆαι, ἐπεύξασθαι δὲ θεοῖσιν,
ἰφθίμῳ τ᾽ Ἀΐδῃ καὶ ἐπαινῇ Περσεφονείῃ·
αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
ἥμην, οὐδ᾽ εἴων νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα
αἵματος ἆσσον ἴμεν, πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι.

πρώτη δὲ ψυχὴ Ἐλπήνορος ἦλθεν ἑταίρου·
οὐ γάρ πω ἐτέθαπτο ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης·
σῶμα γὰρ ἐν Κίρκης μεγάρῳ κατελείπομεν ἡμεῖς
ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον, ἐπεὶ πόνος ἄλλος ἔπειγε.
τὸν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ,

καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων·
Ἐλπῆνορ, πῶς ἦλθες ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα;
ἔφθης πεζὸς ἰὼν ἢ ἐγὼ σὺν νηὶ μελαίνῃ.
ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ·
᾽διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,

ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ καὶ ἀθέσφατος οἶνος.
Κίρκης δ᾽ ἐν μεγάρῳ καταλέγμενος οὐκ ἐνόησα
ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν,
ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσον· ἐκ δέ μοι αὐχὴν
ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ᾽ Ἄϊδόσδε κατῆλθε.

νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γουνάζομαι, οὐ παρεόντων,
πρός τ᾽ ἀλόχου καὶ πατρός, ὅ σ᾽ ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα,
Τηλεμάχου θ᾽, ὃν μοῦνον ἐνὶ μεγάροισιν ἔλειπες·
οἶδα γὰρ ὡς ἐνθένδε κιὼν δόμου ἐξ Ἀίδαο
νῆσον ἐς Αἰαίην σχήσεις ἐυεργέα νῆα·

ἔνθα σ᾽ ἔπειτα, ἄναξ, κέλομαι μνήσασθαι ἐμεῖο.
μή μ᾽ ἄκλαυτον ἄθαπτον ἰὼν ὄπιθεν καταλείπειν
νοσφισθείς, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι,
ἀλλά με κακκῆαι σὺν τεύχεσιν, ἅσσα μοι ἔστιν,
σῆμά τέ μοι χεῦαι πολιῆς ἐπὶ θινὶ θαλάσσης,

ἀνδρὸς δυστήνοιο καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι.
ταῦτά τέ μοι τελέσαι πῆξαί τ᾽ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν,
τῷ καὶ ζωὸς ἔρεσσον ἐὼν μετ᾽ ἐμοῖς ἑτάροισιν.᾽
ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
᾽ταῦτά τοι, ὦ δύστηνε, τελευτήσω τε καὶ ἔρξω.᾽

νῶι μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβομένω στυγεροῖσιν
ἥμεθ᾽, ἐγὼ μὲν ἄνευθεν ἐφ᾽ αἵματι φάσγανον ἴσχων,
εἴδωλον δ᾽ ἑτέρωθεν ἑταίρου πόλλ᾽ ἀγόρευεν·
ἦλθε δ᾽ ἐπὶ ψυχὴ μητρὸς κατατεθνηυίης,
Αὐτολύκου θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀντίκλεια,

τὴν ζωὴν κατέλειπον ἰὼν εἰς Ἴλιον ἱρήν.
τὴν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς εἴων προτέρην, πυκινόν περ ἀχεύων,
αἵματος ἆσσον ἴμεν, πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι.
Ύστερα, αφού στο πλοίο ήρθαμε, στη θάλασσα,
πρώτα απ' όλα ρίξαμε το πλοίο στον θεϊκό τον πόντο,
κατόπιν βάλαμε κατάρτι και πανιά στο μαύρο μας πλεούμενο
και παίρνοντας τα πρόβατα σ' αυτό ανεβήκαμε κι οι ίδιοι·
θλιμμένοι μπήκαμε, το δάκρυ χύνοντας ποτάμι.

Kαι πίσω απ' το πλοίο μας με τη σκουρόχρωμή του πλώρη
έστειλε, σύντροφο καλό, άνεμο ούριο, που στα πανιά φυσάει,
η Κίρκη με τα όμορφα μαλλιά, η φοβερή θεά που των ανθρώπων ήξερε τη γλώσσα.
Αφού καθένας μας τα όπλα του πάνω στο πλοίο τακτοποίησε,
καθίσαμε· εκείνο το κατεύθυναν ο άνεμος και ο τιμονιέρης.

Ολόκληρη τη μέρα το πλοίο μας ποντοπορούσε με τα πανιά ανοιγμένα·
έδυσε ο ήλιος, τότε γέμισαν σκιές όλοι οι δρόμοι,
ενώ εκείνο έφτανε στα πέρατα του Ωκεανού, που 'χει βαθύ το ρέμα.
Εκεί η πόλη βρίσκεται και ο λαός των Κιμμερίων,
με σκοτεινιά και νέφη σκεπασμένοι· ποτέ του

ο ήλιος δεν τους βλέπει φωτεινός με τις ακτίνες του
ούτε τότε που τον αστερωμένο διασχίζει ουρανό,
ούτε και όταν από τον ουρανό στρέφεται πίσω προς τη γη,
αλλά μια νύχτα απειλητική τους δύστυχους θνητούς σκεπάζει.
Το πλοίο, φτάνοντας εδώ, έξω το σύραμε και βγάλαμε απ' αυτό

τα πρόβατα· οι ίδιοι ύστερα κατά τις όχθες του Ωκεανού
τραβήξαμε, ώσπου στον χώρο ήρθαμε που όρισε η Κίρκη.
Αυτού ο Περιμήδης κι ο Ευρύλοχος τα ζώα έπιασαν,
κι εγώ τραβώντας από το μερί το μυτερό μου ξίφος
έσκαψα λάκκο ίσαμε πήχη από εδώ και από εκεί·

γύρω του έκανα σπονδές για όλους τους νεκρούς,
πρώτα με μείγμα από μέλι κι από γάλα, ύστερα με γλυκό κρασί
και με νερό τρίτη φορά κατόπιν, ενώ απάνω τους πασπάλισα και άσπρο κριθαράλευρο.
Πολύ παρακαλούσα ακόμη, τάζοντάς τους, τους αδύναμους νεκρούς
πως, άμα στην Ιθάκη επιστρέψω, στείρα αγελάδα, την καλύτερη,

θα θυσιάσω στο ανάκτορό μου και θα γεμίσω τη φωτιά με πράματα ακριβά,
μα χώρια για τον Τειρεσία, για κείνον μόνο, αρνί θα σφάξω
κατάμαυρο, όποιο μέσα στα γιδοπρόβατά μου ξεχωρίζει.
Κι αφού με προσευχές και παρακλήσεις στα πλήθη των νεκρών
δεήθηκα, πήρα τα πρόβατα κι έκοψα τα κεφάλια τους

στον λάκκο, κι έτρεχε το αίμα τους το μαύρο· τότε μαζευτήκαν
κάτω απ' το έρεβος των πεθαμένων οι ψυχές, των τελειωμένων.
Νύφες κι αγόρια θαυμαστά και γέροντες πολυβασανισμένοι,
ανύπαντρα μικρά κορίτσια, με νέο ακόμη πένθος στην ψυχή,
κι επίσης πληγωμένοι πλήθος από ακόντια χάλκινα,

άντρες από τον Άρη δαμασμένοι, με όπλα αιματόβρεχτα·
εκείνοι άλλος από αλλού ξεφύτρωναν και συγκεντρώνονταν πολλοί γύρω απ' τον λάκκο
με θόρυβους θεόπνευστους· κι εμένα κατακίτρινο ο φόβος μ' έπιασε.
Τότε αμέσως τους συντρόφους παροτρύνοντας τους πρόσταξα
τα γιδοπρόβατα, που κείτονταν εκεί απ' τον αλύπητο χαλκό σφαγμένα,

να γδάρουν και να κάψουν εντελώς και να προσευχηθούνε στους θεούς,
στον Άδη, τον πανίσχυρο, τη φοβερή την Περσεφόνη·
κι εγώ ο ίδιος τραβώντας από το μερί το μυτερό μου ξίφος
κάθισα και τους αδύναμους νεκρούς δεν άφηνα
κοντά στο αίμα να σιμώσουν προτού συμβουλευθώ τον Τειρεσία.

Πρώτη η ψυχή του Ελπήνορα πλησίασε, του σύντροφού μας,
αφού δε θάφτηκε ακόμη εκείνος μες στη γη με τους πλατιούς της δρόμους·
γιατί το σώμα του το αφήσαμε στο ανάκτορο της Κίρκης
άκλαυτο κι άθαφτο, μια κι άλλες δουλειές επείγουσες μας περιμέναν.
Εκείνον βλέποντας δάκρυσα εγώ, και τον λυπήθηκε η ψυχή μου

κι είπα μιλώντας του με λόγια που σαν να έχουνε φτερά σκορπίζουν:
«Ελπήνορα, πώς ήρθες κάτω εδώ, στο ζοφερό σκοτάδι;
έφτασες γρηγορότερα, αν κι ήσουνα πεζός, από εμένα που ήρθα με πλοίο μαύρο;»
Έτσι του μίλησα, κι εκείνος μού απάντησε με λόγια και με θρήνους:
«Γιε του Λαέρτη, Οδυσσέα πολυμήχανε, που πρόγονός σου είναι ο Δίας,

κρασί παραπανίσιο και κακή μοίρα από θεού σταλμένη με ξεγέλασαν,
κι όπως στης Κίρκης πλάγιαζα τ' ανάκτορο, δε σκέφτηκα
πίσω να πάω, απ' την ψηλή τη σκάλα να κατέβω,
μα έπεσα, ίσια βαδίζοντας, από τη στέγη· μου 'σπασε του αυχένα
ο σπόνδυλος, και η ψυχή μου κάτω έφτασε, στον Άδη.

Μα τώρα σε παρακαλώ στ' όνομα όσων πίσω σου άφησες, αυτών που εδώ δεν είναι
-τη σύζυγό σου και τον πατέρα, που σ' ανάθρεψε μικρό,
και τον Τηλέμαχο, που μες στ' ανάκτορό σου μόνο τον παράτησες-
γιατί το ξέρω ότι φεύγοντας από εδώ, την κατοικία του Άδη,
με το καλοφτιαγμένο πλοίο σου στην Αιαίη το νησί θα πας·

τότε εκεί κι εμένα, βασιλιά μου, σε παρακαλώ να θυμηθείς·
άκλαυτο κι άθαφτο πίσω σου μη μ' αφήσεις φεύγοντας,
την πλάτη σου μη μου γυρίζεις, μήπως αιτία γίνω και θυμώσουνε μαζί σου οι θεοί·
μα κάψε με, με τα όπλα μου μαζί, όσα μου έμειναν,
και τάφο φτιάξε στην αμμουδιά της άσπρης θάλασσας

στον δύστυχον εμένα, για να με ξέρουν όσοι γεννηθούν κατόπι μας·
αυτά για χάρη μου να κάνεις· έπειτα μπήξε στον τύμβο το κουπί
αυτό που, ζωντανός, μαζί με τους συντρόφους τους δικούς μου, δούλευα».
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ απαντώντας τον του είπα:
«Δυστυχισμένε, αυτά για χάρη σου θα πράξω και θα τα τελειώσω».

Οι δυο μας τέτοια θλιβερά λόγια καθόμασταν και λέγαμε,
κι εγώ ψηλά, πάνω απ' το αίμα, το σπαθί κρατούσα,
κι από την άλλη μεριά το είδωλο πολλά μού έλεγε του σύντροφού μου.
Όμως μου φανερώθηκε η ψυχή της πεθαμένης μου μητέρας,
που ήτανε του μεγαλόκαρδου Αυτόλυκου η θυγατέρα, της Αντίκλειας·

εκείνην ζωντανή την άφησα ξοπίσω μου, πηγαίνοντας στην Τροία, την ιερή.
Αυτήν παρατηρώντας δάκρυσα, και τη λυπήθηκε η ψυχή μου,
μα όχι τόσο ώστε να την αφήσω, παρόλο που πολύ θλιβόμουν,
προτού τον Τειρεσία ρωτήσω, πρώτη στο αίμα να σιμώσει.
« Last Edit: 03 Jan, 2020, 14:18:50 by spiros »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Κι επειδή δεν είμαι καθόλου σίγουρη αν όλα τα μέλη του φόρουμ θα μπορέσουν να δουν σωστά τη δίστηλη παράθεση του κειμένου, για τους γνωστούς πιντιεφιστές (κυρίως τον nickel), συνημμένη υπάρχει και η pdf εκδοχή.:-)
« Last Edit: 14 Feb, 2008, 19:59:03 by spiros »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Από το σημερινό Βήμα της Κυριακής (07/05/2006), το ίδιο απόσπασμα μεταφρασμένο από τον Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη:

Αλκίνου απόλογοι: Νέκυια

Όταν σε λίγο κατεβήκαμε στη θάλασσα, στο πλοίο,
πρώτη μας μέριμνα να σύρουμε το πλοίο στο αλμυρό, θείο νερό•
Όπου και στήσαμε κατάρτι και πανιά στο μαύρο μας καράβι,
μετά τα πρόβατά μας φέραμε, τέλος κι εμείς βρεθήκαμε επάνω
στο πλεούμενο, με την καρδιά βαριά, χύνοντας μαύρο δάκρυ.
Για χάρη μας ωστόσο, πίσω στο κυανόπρωρο καράβι,
στέλνει τον ούριο άνεμο, που τα πανιά φουσκώνει, καλό μας σύντροφο,
η Κίρκη καλλιπλόκαμη, θεά που δέος φέρνει, με την ανθρώπινη μιλιά της.
Κι αφού πάνω στο πλοίο τ' άρμενα , ένα προς ένα, τα φροντίσαμε,
μείναμε καθιστοί - εκείνο γύρευε τον δρόμο μόνο του,
κυβερνημένο από τον άνεμο.
Όλη τη μέρα, μ' ανοιχτά πανιά, ποντοπορούσε,
ωσότου ο ήλιος έδυσε κι όλοι οι μεγάλοι δρόμοι βούλιαξαν στο σκοτάδι.
Έφτανε το καράβι πια στα πέρατα του Ωκεανού με τις βαθιές ροές,
όπου των Κιμμερίων ανδρών η χώρα και η πόλη -
από τα νέφη σκεπασμένοι και την καταχνιά, ποτέ
το φως του ήλιου δεν τους βλέπει με τις λαμπρές ακτίνες του,
μήτε κάθε φορά που ανηφορίζει ψηλά στον έναστρο ουρανό,
μήτε και σαν κατηφορίζει από τον ουρανό πάλι στη γη•
νύχτα βαριά και παγερή κρέμεται πάνω τους, σ' αυτούς
τους δύστυχους βροτούς.
Στα μέρη εκείνα φτάνοντας, τραβήξαμε το πλοίο στην άμμο, φέραμε
και τα πρόβατα έξω• ύστερα εμείς, στου Ωκεανού το ρεύμα πλάι
πηγαίνοντας, βρεθήκαμε στον τόπο εκεί που η Κίρκη μάς εξήγησε.
Εκεί τα σφάγια ο Περιμήδης κι ο Ευρύλοχος γερά
κρατούσαν• κι εγώ τραβώντας μυτερό σπαθί απ' το μηρό μου,
άνοιξα λάκκο ως έναν πήχη (φάρδος, πλάτος)
κι έχυνα γύρω από τα χείλη του σπονδές προς όλους τους νεκρούς•
πρώτα μέλι με γάλα, κρασί μετά γλυκό, τρίτο νεράκι,
και πάνω εκεί πασπάλιζα λευκό κριθαράλευρο.
Παρακαλούσα επίμονα τα αδύναμα κεφάλια των νεκρών•
αν φτάσω στην Ιθάκη, τάζω ένα βόδι θηλυκό και στείρο, το καλύτερο,
να σφάξω στο παλάτι μου, να κάψω στην πυρά σκεύη πολύτιμα•
στον Τειρεσία χωριστά, μόνο σ' αυτόν, πως θα προσφέρω
κατάμαυρο κριάρι, που ξεχωρίζει στο κοπάδι μας.
Κι αφού με τάματα και παρακάλια το σμάρι των νεκρών
λιτάνευσα, πιάνω τα πρόβατα, κι εκεί στον λάκκο κόβω
το λαιμό τους - έτρεχε μαύρο το αίμα τους. Κι ευθύς μαζεύτηκαν,
από το έρεβος του κάτω κόσμου, ψυχές νεκρών που ο θάνατος τους βρήκε:
νύφες, παλληκαράκια, συφοριασμένοι γέροντες,
κορίτσια τόσο τρυφερά, με λαβωμένη την καρδιά από το πρόωρο πένθος•
πολλοί κι οι χτυπημένοι από κοντάρια χάλκινα,
άντρες που πολεμώντας έπεσαν, στο χέρι τους κρατώντας
ματωβαμένα τα όπλα τους.
Αυτοί λοιπόν, τόσοι και τόσοι, γύρω στο λάκκο συναθροίστηκαν,
καθένας κι απ' αλλού, σηκώνοντας ανήκουστη βοή• κι εμένα
με συγκλόνισε τρόμος χλωρός.
Και μολαταύτα, παρακινώντας τους συντρόφους, πρόσταξα
τα ζώα, που σφαγμένα κείτονταν από τον ανελέητο χαλκό,
να γδάρουν και να κάψουν, υψώνοντας ευχές προς τους θεούς,
στον κρατερό τον Άδη, στην τρομερή την Περσεφόνη.
Στην ώρα μου κι εγώ, τραβώντας από τον μηρό το ξύ μου ξίφος,
εκεί στεκόμουν και δεν άφηνα τα αδύναμα κεφάλια των νεκρών
να σκύψουν στο αίμα, προτού τον Τειρεσία ρωτήσω για να μάθω.
Πρώτη η ψυχή του Ελπήνορα ήλθε, του συντρόφου μου•
δεν είχε ακόμη ταφεί στο χώμα, κάτω από το πλατύ στέρνο της γης,
το σώμα του• εμείς το αφήσαμε στης Κίρκης το παλάτι
άκλαυτο κι άταφο - μας πίεζε τ' άλλο βαρύ καθήκον.
Μόλις τον είδα δάκρυσα και τον συμπόνεσε η καρδιά μου
αμέσως τον προσφώνησα, κι όπως του μίλησα,
τα λόγια μου πέταξαν σαν πουλιά:
«Ελπήνορα, πώς έφτασες εδώ, κάτω στο ζοφερό σκοτάδι;
Με πρόλαβες πεζοπορώντας, εμένα και το μαύρο μου καράβι.»
Στα λόγια μου βογγώντας εκείνος αποκρίθηκε:
«Βλαστάρι του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
με σύντριψε ενός δαίμονα μοίρα κακή και το άμετρο κρασί•
στης Κίρκης το παλάτι, στον ύπνο βυθισμένος πλάγιασα στο δώμα,
κι ο νους μου σκοτισμένος δεν μ' άφησε να κατεβώ την ίδια
σκάλα την ψηλή που ανέβηκα, γκρεμοτσακίστηκα με το κεφάλι
από τη στέγη• έτσι συντρίφτηκαν οι αστράγαλοι
στον σβέρκο μου, κι ευθύς στον Άδη κατέβηκε η ψυχή μου.
Μα τώρα σε ξορκίζω, στο όνομα εκείνων που σου λείπουν,
για τη γυναίκα σου μιλώ, για τον πατέρα που μικρόν σ' ανάθρεψε,
για τον Τηλέμαχο, που μόνο του, μοναχογιό τον άφησες στο σπίτι.
Το ξέρω, μόλις αφήσεις τους δόμους του Άδη, θα πιάσεις
πάλι στο νησί της Αίας με το καλόχτιστο καράβι σου.
Εκεί λοιπόν σαν φτάσεις, παρακαλώ σε, άρχοντά μου, να με θυμηθείς•
μη φύγεις και μ' εγκαταλείψεις άταφον, άκλαυτο,
κι έτσι με χωριστείς, μήπως σου γίνω η αφορμή και πέσει πάνω σου
οργή θεού. Πρώτα κάψε το σώμα μου, μαζί με τ' άρματά μου,
τα δικά μου• ύστερα σήμα ανύψωσε για χάρη μου
στο περιγιάλι της θαλάσσης - ενός που η δυστυχία τον τσάκισε,
να βλέπουν οι μελλούμενοι και να με μνημονεύουν.
Κι όταν μ' αυτά τελειώσεις, στήριξε το κουπί στον τύμβο μου,
αυτό που είχα ζωντανός, όσο κωπηλατούσα με τους άλλους μου συντρόφους.»
Μου μίλησε, κι εγώ στο λόγο του αποκρίθηκα:
«Ω δύστυχε, όσα ζητάς θα γίνουν, δεν θα σου λείψει τίποτε.»
Οι δυο μας τότε, συναλλάσσοντας λόγια λυπητερά,
μέναμε αντίκρυ ο ένας στον άλλο: στη μια μεριά εγώ, με το σπαθί στο χέρι,
φυλάγοντας το αίμα• στην άλλη η σκιά του εταίρου
μιλούσε κι έλεγε πολλά.
Κι ήλθε η ψυχή της μάνας μου - είχε στο μεταξύ πεθάνει
η Αντίκλεια, κόρη του μεγαλόκαρδου Αυτόλυκου,
που ζωντανή την άφησα πηγαίνοντας στην άγια Τροία.
Την είδα, και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα, λύπη η ψυχή μου•
ωστόσο την εμπόδισα στο αίμα να σιμώσει,
μόλο που μ' έτρωγε ο καημός, προτού τον Τειρεσία
ρωτήσω για να μάθω.


Κι ο πρόλογος της έκδοσης από τον καθηγητή Μαρωνίτη:

ΛΟΙΠΟΝ τον ξεπεράσαμε τον κάβο. Περνώντας δύο φορές τις συμπληγάδες, η μετάφραση της Οδύσσειας άραξε επιτέλους σε ήρεμο ακρογιάλι. Όπου εντοπίστηκε και η πρώιμη, δειγματοληπτική, δοκιμή της, που την αναζήτησε ο Λίνος Πολίτης για την «Τέχνη» της Θεσσαλονίκης το 1977. Έντεκα χρόνια αργότερα, το 1988, ο Θάνος Μικρούτσικος προσκάλεσε στο φεστιβάλ της Πάτρας μεταφρασμένη ολόκληρη τώρα ραψωδία: την πέμπτη, που την είπαμε «Οδυσσέως σχεδία» και που ακούστηκε ένα μαγευτικό βράδυ ψηλά στο φρούριο της πόλης. Από τότε άρχισε να φαντάζει η παράτολμη ιδέα: θα μπορούσε άραγε να μεταφραστεί ολόκληρο το έπος, ραψωδία ραψωδία, με το πρωτότυπο κείμενο στο πλάι και τα Επιλεγόμενα ως επίμετρο; Αυτό το ριψοκίνδυνο ταξίδι ξεκίνησε το 1990 και συντελέστηκε, με ενδιάμεσα πάθη, φθινόπωρο του 2001. Τόσα, υποθέτω, φτάνουν για όσους θέλγονται από σημαδιακές χρονολογίες.
Άλλοτε κι αλλού κατέγραψα «επτά διλήμματα», όσο ακόμη γύρευε η μετάφραση τον προσανατολισμό της στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, θέλοντας να μείνει απεριόριστη από προκαταβολικές, εκβιαστικές, αποφάσεις. Παραφράζω εδώ το τέταρτο και το έκτο δίλημμα:
Το σημαντικότερο μεταφραστικό πρόβλημα στην προκειμένη περίπτωση έχει να κάνει με τη μεταρρύθμιση του πρωτότυπου ρυθμού, που είναι συνάμα σταθερός και εναλλασσόμενος. Η σταθερότητα επιβάλλεται από τη συνέχεια της επικής αφήγησης, μετρημένης σε δαχτυλικό εξάμετρο από τον πρώτο ως τον τελευταίο στίχο. Μοιάζοντας με τεράστιο φίδι που, καθώς εξελίσσεται, ποτέ και πουθενά δεν αλλάζει αρθρωτικό σχήμα. Όμως οι, απρόβλεπτοι πολλές φορές, ελιγμοί του παραλλάσσουν τον εξωτερικό σε εσωτερικό τώρα ρυθμό, καθώς η κίνηση του αφηγηματικού λόγου αλλού ευθυγραμμίζεται, αλλού καμπυλώνεται, αλλού επιταχύνεται, αλλού επιβραδύνεται, προσώρας αναστέλλεται. Αυτός ο εσωτερικός ρυθμός του έπους αναζητούσε τη δική του ελευθέρωση, κι έτσι προέκυψε ο απελεύθερος στίχος της μετάφρασης.
Όποιος διαβάζει με προσοχή την Οδύσσεια αισθάνεται τη μεγάλη απόσταση χώρου και χρόνου στο κείμενό της. Παρά ταύτα, σιγά σιγά αναδύεται η συναίσθηση ότι το ποίημα, ταξιδεύοντας, έρχεται και φεύγει, πλησιάζει και απομακρύνεται, χαμογελώντας άλλοτε με συμπάθεια και άλλοτε με ειρωνία. Κι αυτό το πήγαινε έλα καταλήγει σε μια παράξενη φιλοξενία.
Τέτοια φιλόξενη υποδοχή αναζητούσε η μετάφραση της Οδύσσειας. Τη βρήκε, ευτυχώς, στη στέγη του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Τύχη που μπορεί να ονομαστεί και νόστος, αν συνυπολογιστεί πως η νέα έκδοση εντοπίστηκε στη γενέθλια πόλη, στο Πανεπιστήμιό της, στον κόλπο της Φιλοσοφικής της Σοχλής. Έτσι εξηγείται και η οφειλή ευγνωμοσύνης προς τους συμβούλους, τον πρόεδρο και τον διευθυντή του Ιδρύματος, οι οποίοι υποδέχτηκαν πρόθυμα τον απόλογο της μεταφραστικής αυτής περιπλάνησης.
Όσο για τον αναγνώστη, θα πρέπει να γνωρίζει πως πιάνει στα χέρια του τώρα μια μετάφραση αυτόνομη• δίχως την υποστήριξη του πρωτότυπου κειμένου και των Επιλεγόμενων, που κι αυτά με τη σειρά τους αυτονομήθηκαν και κυκλοφορούν σε χωριστό τόμο. Συνάμα διαβάζει μια μετάφραση επιδιορθωμένη, αλλού στα κρυφά, αλλού στα φανερά. Ψάχνοντας, όπως λέμε, την οριστική μορφή της - όνειρο άπιαστο, παρήγορο όμως και ενθαρρυντικό.


Παγκράτι, Νοέμβριος 2005                                                                Δ. Ν. Μαρωνίτης
« Last Edit: 03 Jan, 2020, 14:19:38 by spiros »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


ElleG

  • Semi-Newbie
  • *
    • Posts: 3
Καλημέρα. Μπορώ να βρω κάπου στο internet ολόκληρη τη μετάφραση της ραψωδίας λ από τον κ. Θανάση Γεωργιάδη;
« Last Edit: 05 Jul, 2012, 11:08:45 by wings »



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Στο δεύτερο μήνυμά μου υπάρχει συνημμένο το κείμενο σε μορφή pdf.
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


ElleG

  • Semi-Newbie
  • *
    • Posts: 3
Έχω κατεβάσει το pdf, αλλά εκεί βρίσκονται μόνο οι στίχοι 1-89. Γι αυτό ρώτησα αν υπάρχει κάπου ολόκληρη η μετάφραση της ραψωδίας λ από τον κ. Θ. Γεωργιάδη. 


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Στο Ίντερνετ είναι σίγουρο ότι δεν θα τους βρεις. Μόνο σε βιβλιοπωλεία μπορείς να ρωτήσεις, γιατί θαρρώ πως η μετάφραση εκδόθηκε σ' ένα μικρό βιβλιαράκι. Το περιοδικό είναι σίγουρο ότι δεν θα το βρεις μετά από τόσα χρόνια. Κάνε και μια ερώτηση στους Σύγχρονους ορίζοντες μήπως ξέρουν κάτι παραπάνω.
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou

 

Search Tools