Ελληνικός ή ελληνικός; → ελληνικός

spiros · 5 · 9246

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854562
    • Gender:Male
  • point d’amour
Ελληνικός ή ελληνικός;

Το επίθετο ελληνικός, όπως και όλα τα εθνικά επίθετα (γαλλικός, αγγλικός κ.λπ.) στην κανονική του χρήση ως επιθέτου γράφεται με μικρό ε-: η ελληνική γη. το ελληνικό τοπίο, η ελληνική σημαία κ.τ.ό. Όταν όμως χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, γράφεται με κεφαλαίο Ε: Η Ελληνική είναι μία από τις πιο παλιές γλώσσες στον κόσμο Διαβάζει Ελληνικά τρεις ώρες την ημέρα (αλλά η ελληνική γλώσσα είναι δύσκολη με μικρό ε-, γιατί το ελληνική εδώ είναι επίθετο* τα ελληνικά πλοία άραξαν στο λιμάνι, επίσης με μικρό ε-, γιατί το ελληνικά εδώ είναι επίσης επίθετο). Το ίδιο, φυσικά, ισχύει για όλα τα εθνικά επίθετα.
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη

ελληνικός
-ή, -ό (AM ἑλληνικός, -ή, -όν)· 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελλάδα και στους Έλληνες ή προέρχεται από την Ελλάδα και τους Έλληνες· 2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η Ελληνική· η ελληνική γλώσσα· || (νεοελλ.) 1. (φρ.) «Ελληνικό Σχολείο»· τριτάξιο σχολείο στο οποίο άρχιζε συστηματική διδασκαλία τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας· 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Ελληνικά· η ελληνική γλώσσα· || (αρχ.-μσν.) 1. ο ειδωλολατρικός, ο παγανιστικός, σε αντίθεση προς τον χριστιανικό· 2. (για λέξεις και τύπους) ο καθαρά ελληνικός («οὐχ ἑλληνική λέξις»)· || (αρχ.) 1. αυτός που ταιριάζει στον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική παράδοση· 2. (για τη γλώσσα, λέξεις, τύπους κ.λπ.) ο ελληνιστικός, χαρακτηριστικός τής ελληνιστικής εποχής, σε αντίθεση προς τον αττικό· 3. (το ουδ. εν. ως ουσ.) τὸ Ἑλληνικόν· α) το σύνολο τών Ελλήνων· β) ελληνικό στράτευμα· γ) ο ελληνικός πολιτισμός· 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἑλληνικά· α) περιγραφή τών ιστορικών γεγονότων μιάς περιόδου στην Ελλάδα· β) η ελληνική γραμματεία.
Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας

ελληνικός -ή -ό [elinikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελλάδα ή στους Έλληνες: Tο ελληνικό έθνος / κράτος. Ο ελληνικός λαός. ελληνικός πολιτισμός. Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος. H αρχαία ελληνική ιστορία / λογοτεχνία / τέχνη. H νέα ελληνική γλώσσα. H Mακεδονία είναι ελληνική. Tα ελληνικά νησιά. Οι ελληνικές παροικίες / κοινότητες της Ευρώπης. Οι ελληνικοί πληθυσμοί του Kαυκάσου. Ελληνικά ήθη και έθιμα. Ελληνικοί χοροί, εθνικοί, παραδοσιακοί. ελληνικός στρατός. Ελληνική εθνική συνείδηση. Ελληνική καταγωγή / ιθαγένεια / υπηκοότητα. Ελληνικό αλφάβητο. Ελληνική γραμματική. Ελληνικό Λεξικό. Tο ελληνικό δαιμόνιο. ΦΡ στις (ελληνικές) καλένδες*. 2. για λόγο, κείμενο που είναι σε ελληνική γλώσσα• (πρβ. ελληνόγλωσσος, ελληνόφωνος): Ελληνικό κείμενο. Ελληνική μετάφραση ενός ποιήματος. H ελληνική εκπομπή του BBC. ||Tα ελληνικά ποιήματα του Σολωμού. 3. που έχει χαρακτήρα, προέλευση κτλ. αμιγώς ελληνικά: Είναι έθιμο ελληνικό, ελληνικότατο. 4. (ως ουσ.) η ελληνική, τα ελληνικά, η ελληνική γλώσσα: H αρχαία / μεσαιωνική / νέα ελληνική. Aρχαία / μεσαιωνικά / νέα ελληνικά. Ελληνικά για ξένους. H κοινή νέα ελληνική. ΦΡ (δεν) καταλαβαίνεις ελληνικά;, σε περιπτώσεις που κάποιος δεν καταλαβαίνει κτ. αυτονόητο και απλό. || Ελληνικό σχολείο, τριτάξια μεσαία βαθμίδα παλαιού εκπαιδευτικού συστήματος, από την οποία άρχιζε η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας• σχολαρχείο. ελληνικά ΕΠIΡΡ σε ελληνική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ελληνικά. ΦΡ ελληνικά(σου) μιλάω (όχι κινέζικα), για αδυναμία ή άρνηση κάποιου να καταλάβει κτ. λέω κτ. ελληνικά, το λέω ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές ή απλά: Πες το ελληνικά να το καταλάβουμε.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη


Βλέπε και:
Έλληνας ή έλληνας;
Το εθνικό ουσιαστικό που επέχει θέση επιθέτου με κεφαλαίο ή με μικρό; (άγγλος τουρίστας ή Άγγλος τουρίστας;)
« Last Edit: 22 Aug, 2020, 15:02:16 by wings »


valeon

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 13958
    • Gender:Male
  • Κώστας Βαλεοντής <Φυσική, Tηλ/νίες, ΙΤ, Ορολογία>
Από την πλευρά της <Ορολογίας> οι παρακάτω τρεις έννοιες ταυτίζονται και αποτελούν μία έννοια: την "ελληνική γλώσσα":

"ελληνικά" = "ελληνική γλώσσα" = "ελληνική"

Πρόκειται δηλαδή για μία ατομική έννοια που πρέπει να αποδοθεί με ένα ουσιαστικό (μονολεκτικό ή όχι).

Αφού όμως πρόκειται για την ίδια έννοια, η ονοματοδοσία θα πρέπει να ακολουθήσει τον ίδιο κανόνα κατασήμανσης και στις τρεις περιπτώσεις.

Δηλαδή:
είτε: α. ελληνικά - ελληνική γλώσσα - ελληνική
είτε: β. Ελληνικά - Ελληνική Γλώσσα - Ελληνική (σαν να είναι κύριο όνομα)

Από τη σχολική γραμματική (Τριανταφυλλίδη) και το ΛΚΝ, υποστηρίζεται η εκδοχή α.

Από τον Πάπυρο και το ΛΝΕΓ υποστηρίζεται η υβριδική εκδοχή:  Ελληνικά - ελληνική γλώσσα - Ελληνική. Και οι δύο (Πάπυρος και ΛΝΕΓ) βλέπουν το θέμα λεξικογραφικά και όχι ορολογικά.

Προσωπικά - παρ' όλο που και η εκδοχή του ΛΚΝ είναι ορολογικά ορθή - υποστηρίζω την εκδοχή β., η οποία χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη σαφήνεια και η οποία - φυσικά - ισχύει όχι μόνο για την Ελληνική, αλλά και για τα ονόματα των άλλων γλωσσών στα Ελληνικά.

 



spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854562
    • Gender:Male
  • point d’amour
Την εκδοχή β ακολουθεί και η αγγλική γλώσσα.

Άρα, η θέση σου είναι με κεφάλαιο και σε αυτήν την περίπτωση;
https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=150905.0


valeon

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 13958
    • Gender:Male
  • Κώστας Βαλεοντής <Φυσική, Tηλ/νίες, ΙΤ, Ορολογία>



 

Search Tools