Οι διαπλοκές του αφηγηματικού στα ελληνικά και τα όρια του κειμένου: μια γλωσσολογική προσέγγιση (Γεωργακοπούλου, Γούτσος)
Στόχος της ανακοίνωσής μας είναι να παρουσιάσει τις βασικές αρχές ενός αναλυτικού πλαισίου που έχουμε πρόσφατα εισηγηθεί (Georgakopoulou και Goutsos 1997) με σκοπό την περιγραφή και ερμηνεία της κειμενικής πολλαπλότητας και, ταυτόχρονα, να υποδείξει τις βασικές εφαρμογές του αναλυτικού αυτού προτύπου στη μελέτη της διαμόρφωσης, εξέλιξης και συγχρονικής αλληλεπίδρασης των κειμενικών ειδών στα ελληνικά. Το προτεινόμενο αναλυτικό υπόδειγμα, παρότι έχει ως αφετηρία το χώρο της γλωσσολογίας, αντλεί από τις ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές προσεγγίσεις της ανάλυσης λόγου, καθώς και από τους συναφείς χώρους της υφολογίας και αφηγηματολογίας και, όπως θα υποστηρίξουμε στη συνέχεια, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να φωτίσει πλευρές της νεοελληνικής πραγματικότητας στα πλαίσια που θέτει το Α' Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών. Με βάση αυτούς τους στόχους, η εισήγησή μας είναι εν μέρει προγραμματική και επομένως όχι μόνο απαντά αλλά και θέτει ερωτήματα.
Θεωρητικό υπόβαθρο
Η αφετηρία της προσέγγισής μας στην πολλαπλότητα των κειμενικών ειδών βρίσκεται στη διαπίστωσή μας ότι το κομβικό σημείο στο οποίο συναντιόνται οι κειμενικές και περικειμενικές ή κοινωνικο-ιδεολογικές διαστάσεις των κειμενικών ειδών εντοπίζεται στην παράμετρο της ρητορικής στάσης ή τρόπου, όπως αυτή πραγματώνεται στη σχέση του αφηγηματικού με το μη αφηγηματικό λόγο. Συγκεκριμένα υποστηρίζουμε ότι είναι αδύνατο να ερμηνεύσουμε τη σημασία, τη διαπλοκή και την εξέλιξη των ποικίλων ειδών κειμένων χωρίς να αναφερθούμε στη θεμελιώδη διάκριση του λόγου στον αφηγηματικό και το μη αφηγηματικό τρόπο (Georgakopoulou και Goutsos 1997, 1998, Γεωργακοπούλου και Γούτσος 1997, υπό έκδ.). Αυτή η διάκριση, όπως διαπιστώσαμε ύστερα από διεξοδική κριτική ανάλυση της βιβλιογραφίας (Georgakopoulou 1997, Goutsos 1997), αποτελεί μια βασική αναλυτική αρχή, η οποία γίνεται αντιληπτή με περισσότερο ή λιγότερο λανθάνουσα μορφή, σε όλο το φάσμα των επιστημών που ασχολούνται με τη λειτουργία των κειμένων στην επικοινωνία.
Καταρχάς, οι διεπιστημονικές γλωσσολογικές προσεγγίσεις στην ανάλυση της συνομιλίας έχουν υποδείξει ότι οι λειτουργίες της αφήγησης καταλαμβάνουν κεντρική θέση στη διαμόρφωση του καθημερινού λόγου (βλ. λ.χ. Schiffrin 1994). Ταυτόχρονα, προσεγγίσεις στη γνωστική και αναπτυξιακή ψυχολογία επισημαίνουν ότι η διάκριση του αφηγηματικού και μη αφηγηματικού τρόπου αποτελεί βασική παράμετρο της νοητικής διάπλασης και πραγματολογικής κοινωνικοποίησης του παιδιού. Αξιοσημείωτη εδώ είναι η πολυσυζητημένη άποψη του Bruner, σύμφωνα με την οποία “οργανώνουμε τις εμπειρίες μας και τη μνήμη μας για τα ανθρώπινα συμβάντα κυρίως με τη μορφή αφηγημάτων - ιστοριών, δικαιολογιών, μύθων, λόγων για να κάνουμε ή να μην κάνουμε κάτι και ούτω καθεξής” (1991: 4). Με βάση τη διαπίστωση αυτή, ο Bruner διακρίνει τον αφηγηματικό τρόπο γνώσης που ασχολείται με την ανθρώπινη πραγματικότητα, τις εμπειρίες, τις αξίες, τις αμφιβολίες και τα συναισθήματα από τον “παραδειγματικό” τρόπο, ο οποίος επικεντρώνει το ενδιαφέρον στη φυσική πραγματικότητα, την αλήθεια, την παρατήρηση, την ορθολογική ανάλυση και απόδειξη.
Παρομοίως, η σημασία της αφήγησης για τη δόμηση, την ερμηνεία και τη μετοχή στο κοινωνικο-πολιτισμικό γίγνεσθαι έχει επισημανθεί από αναλύσεις στο χώρο της κοινωνικής ανθρωπολογίας και ψωχολογίας, που τονίζουν ότι η ίδια η κατασκευή της ταυτότητας του εγώ βασίζεται στη σύνθεση και ανα-δημι- ουργία προσωπικών αφηγήσεων (Kerby 1991). Εθνογραφικές έρευνες έχουν αναδείξει το ρόλο της αφήγησης σε παραδοσιακές κοινωνίες (π.χ. Maranhao - 1993) και με αυτό τον τρόπο έχουν οξύνει την αντίληψή μας για την αντίθεση του αφηγηματικού και του μη αφηγηματικού. Η αφήγηση βρίσκεται, επίσης, στο κέντρο του προβληματισμού για την ιστορία και την ιστοριογραφία και τη σχέση της με τη ρητορική (White 1978). Τέλος, οι κειμενικές τυπολογίες της υφολογίας και ο σχετικός προβληματισμός στο χώρο της θεωρίας της λογοτεχνίας (Prince 1982, Stanzel 1984, Genette 1988) έχουν αναδείξει τον αφηγηματικό τρόπο ως καθολική διεπιστημονική έννοια. Χωρίς αμφιβολία, όλες αυτές οι προσεγγίσεις σχετίζονται στενά με την ευρεία, αλλά υπεργενικευμένη και σχηματικά καθορισμένη σύλληψη του αφηγηματικού στις μεταδομιστικές θεωρίες, βάσει των οποίων κάθε κοινωνική δραστηριότητα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ρητορικό κείμενο ή αφήγημα. Συνδέονται επιπλέον με την εξίσου ευρεία μετανεωτεριστική αντίληψη για το τέλος των μεγάλων αφηγημάτων (Lyotard 1984). Εν συνάψει, οι σχετικοί θεωρητικοί προβληματισμοί έχουν αναδείξει την πρωταρχικό- τητα του αφηγηματικού τρόπου, αν και συχνά με όρους γενικευτικούς και χωρίς σύνδεση με γλωσσολογική ανάλυση. Επίσης, παρόλο που έχουν υποδείξει την ανάγκη για τη συστηματοποίηση του άλλου πόλου, δηλαδή του μη αφηγηματικού, ελάχιστη έρευνα έχει εκπονηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Σχετικά ανεξερεύνητες έχουν παραμείνει και οι διαπλοκές και αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δυο τρόπων. Τέλος, το χάσμα ανάμεσα στη γλωσσική και περικειμενική ανάλυση και του ενός και του άλλου τρόπου δεν έχει ακόμα γεφυρωθεί, με αποτέλεσμα η έρευνα να πολώνεται ανάμεσα στις αφιστορικευμένες, αφαιρετικές προσεγγίσεις και στις γλωσσικά αστήρικτες κοινωνιολογικές εικασίες.
Σε ένα διαφορετικό επίπεδο, η ανάγκη για τη συστηματοποίηση της διάκρισης των δύο τρόπων επιβάλλεται από τις θεωρητικές και μεθοδολογικές επιπτώσεις της εμφάνισης των νέων κειμενικών ειδών, που περιλαμβάνουν τα ηλεκτρονικά κείμενα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα κείμενα που συνδέονται με τις νέες τεχνολογίες των ηλεκτρονικών υπολογιστών, του διαδικτύου κ.λπ. Στον ελληνικό χώρο, τα νέα κειμενικά είδη σημαδεύουν τη δεκαετία του ’80, που χαρακτηρίζεται από μια εισβολή κειμένων χωρίς προηγούμενο. Το άνοιγμα των ραδιοτηλεοπτικών μέσων στην ιδιωτική πρωτοβουλία οδήγησε στην παραγωγή νέων ηλεκτρονικών κειμένων (ενημερωτικές συζητήσεις, ραδιοτηλεοπτικά “ριάλιτι” και “τοκ σόου”, εκπομπές αναζήτησης κ.λπ.) και συνοδεύτηκε από μια πρωτοφανή έξαρση του δημοσιογραφικού λόγου, κυρίως στον περιοδικό Τύπο, με ένα πλήθος πρωτότυπων γραπτών κειμένων σε ένα ιδιαίτερα ευρύ φάσμα θεματολογίας. Σίγουρα, η εισβολή των νέων ηλεκτρονικών ειδών δεν είναι ασύνδετη με τις πρόσφατες τάσεις της βιβλιοπαραγωγής που εμφανίζουν δραστική μείωση στο μερίδιο της λογοτεχνίας και σημαντική αύξηση στην παραγωγή μη μυθοπλαστικών ειδών, έτσι ώστε να γίνεται λόγος για ένα “νέο αναγνωστικό κοινό [...] σταθερά προσανατολισμένο στην απόκτηση γνώσεων” (Ιχνευτής 12: 6-7). Το κοινό στοιχείο σε όλα αυτά τα νέα κειμενικά είδη, που αποτελεί ταυτόχρονα πρόκληση για τα υπάρχοντα θεωρητικά υποδείγματα, είναι ότι δεν μπορούν να αναλυθούν ικανοποιητικά με παραδοσιακές κατηγορίες όπως είναι η διάκριση μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου ή η “απόκλιση” από τις νόρμες της επικοινωνίας. Επιβάλλεται, επομένως, μια επανεξέταση της θεωρίας των κειμενικών ειδών σε συνάρτηση με τις επικοινωνιακές συνθήκες των γλωσσικών περιβαλλόντων στα οποία απαντούν.
Το αναλυτικό υπόδειγμα
Η διαμόρφωση του αναλυτικού μας πλαισίου έχει ως αφετηρία τις θεωρητικές και μεθοδολογικές ανάγκες που υποδείχθηκαν πιο πάνω. Η ανάλυσή μας εξαρχής θεωρεί ότι η διάκριση μεταξύ αφηγηματικού και μη αφηγηματικού δεν αποτελεί απλώς τον άξονα κειμενικών διακρίσεων αλλά εκφράζει τους δύο θεμελιώδεις μηχανισμούς οργάνωσης της αντίληψης που έχουμε για το γίγνεσθαι και την υποκειμενική μας πραγματικότητα. Επίσης, αφετηρία μας αποτελεί η διαπίστωση ότι η διάκριση είναι πολιτισμικά καθορισμένη: παρόλο που υπάρχει καθολική σχηματική γνώση (υπό μορφή μακροδομών) για τους δυο τρόπους, διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια παρουσιάζουν διαφορετικές χρήσεις και αλληλεπιδράσεις των δυο τρόπων, όπως και στάσεις και αντιλήψεις γι’αυτοΰς. Έτσι, μπορούμε να κάνουμε λόγο για αφηγηματικά ή μη αφηγηματικά προσανατολισμένες κουλτούρες ή πολιτισμικά πλαίσια. Η αναγνώριση της διαπλοκής των δύο τρόπων μας επιβάλλει επιπρόσθετα να περιγράφουμε τη σχέση μεταξύ αφηγηματικού και μη αφηγηματικού ως ένα συνεχές παρά ως μονολιθικά αντιτιθέμενους πόλους. Με αυτό τον τρόπο, κατανοούμε τα επιμέρους κειμενικά είδη αποφεύγοντας τον κατακερματισμό του λόγου σε επιφανειακές φορμαλιστικές ταξινομήσεις χωρίς αντίκρυσμα στο ευρύτερο περικείμενο.
Η δυναμική θεώρηση της σχέσης κειμένου και περικειμένου αποτελεί μια επιπλέον προϋπόθεση για την ερμηνεία των κειμενικών ειδών από μια περικει- μενοποιημένη, ιστορικευμένη οπτική γωνία. Η γλωσσολογική προσέγγιση που ακολουθούμε καθιστά δυνατή την εκτίμηση της συμβολής των περικειμενικών παραμέτρων στη διαμόρφωση των κειμένων, με τη χρήση των τριών μεταλει- τουργιών του λόγου (αναφορική - κειμενική - περικειμενική, βλ. Georgakopoulou και Goutsos 1997, 1998), αλλά και με την πολυεπίπεδη σύλληψη του κειμένου, που επιτρέπει να συσχετίσουμε διαφορετικά πεδία του λόγου (οργάνωση, διάρθρωση, λειτουργίες, σχέσεις κ.λπ.). Η ίδια αυτή προσέγγιση μάς επιτρέπει να αξιοποιήσουμε την εμπειρία άλλων αναλυτικιόν υποδειγμάτων και θεωριών (π.χ. δομιστικών ερμηνειών ή εθνογραφικών αναλύσεων για την προοπτική - κ.λπ.), τοποθετώντας τη συμβολή τους στο κατάλληλο επίπεδο αντίληψης του λόγου.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το αναλυτικό μας πρότυπο, η σχέση αφηγηματικού και μη αφηγηματικού καθορίζεται από ένα σύνολο συστηματικών και πρωτοτυπικών συσχετισμών ανάμεσα σε αναφορικούς, κειμενικούς και περικειμενικούς παράγοντες. Με άλλα λόγια, το αφηγηματικό και το μη αφηγηματικό αποτελούν δύο αντίθετους πόλους με τυπικά ή πρωτοτυπικά χαρακτηριστικά που ορίζουν ένα συνεχές ειδών, σύμφωνα με τη σχέση τους προς τους πόλους αυτούς. Οι μελετητές σε γενικές γραμμές συμφωνούν ότι η τυπική αφήγηση αποτελεί την κωδικοποίηση (κυρίως περασμένων) εμπειριών που λαμβάνουν χώρα σε μια δεδομένη χρονική στιγμή ή διάστημα σε έναν αφηγηματικό κόσμο. Στη βάση της, κάθε ιστορία ασχολείται με χρονικά διατεταγμένα γεγονότα που αναπαράγονται, ωστόσο, μέσα από μια ανασυνθετική προοπτική και αξιολόγηση που καθιστά τα γεγονότα αφηγήσιμα. Συχνή προϋπόθεση της ιστορίας είναι η επαναφορά της τάξης και ισορροπίας έπειτα από ρήξη και περιπέτεια.
Αντίθετα, όπως μπορούμε να συναγάγουμε από τα ευρήματα της βιβλιογραφίας στον τυπικό μη αφηγηματικό λόγο, η έμφαση μετατοπίζεται από τις μιμητικές στις πληροφοριακές χρήσεις της γλώσσας, δηλαδή, στη διατύπωση γενικών αληθειών και αξιολογήσειον, στην περιγραφή απόψεων, ιδεών και επιχειρημάτων με σαφή και εκπεφρασμένη αξιολόγηση, που δεν βασίζεται στη χρονική περιγραφή γεγονότων ή στην προσωπική προοπτική αλλά επιδιώκει στη διαπίστωση επαληθευμένων και επαληθεύσιμων οντοτήτων. Αυτό συμβαίνει, κατά κύριο λόγο, σε πρωτοτυπικά μη αφηγηματικά κείμενα όπως απλές περιγραφές, δοκίμια και άρθρα, αναλύσεις και παρουσιάσεις, ρητορική επιχειρηματολογία και συζήτηση.
Στο αναλυτικό μας υπόδειγμα, τα παραπάνω τυπικά χαρακτηριστικά συνοψίζονται σε μια δέσμη αναφορικών παραμέτρων, δηλαδή στοιχείων που αφορούν στο αντικείμενο αναφοράς των διάφορων κειμενικών ειδών, όπως φαίνεται στον πίνακα 1. Τα χαρακτηριστικά αυτά αφορούν πρωταρχικά στην αναφορικότητα σε ορισμένου είδους γεγονότα, απ’όπου προκύπτει η ιδιαιτερότητα ή , μη όσων περιγράφονται, στη μέθοδο αλληλουχίας των γλωσσικών πράξεων, στη σχέση τους με τη διατύπωση ενός κανόνα για το πώς είναι τα πράγματα και, τέλος, στο βαθμό διαπραγματευσιμότητας του επικοινωνιακού στόχου, δηλαδή, στο κατά πόσο υπόκειται σε νέες ερμηνείες ανάλογα με τα πρόσωπα που συμμετέχουν στο γλωσσικό γεγονός, το καταστασιακό πλαίσιο κ.λπ.
Αφηγηματικός Λόγος Μη Αφηγηματικός Λόγος
Αναφορικότητα ανασύνθεση γεγονότων επαληθεύσιμα γεγονότα
Ιδιαιτερότητα ιδιαίτερα γεγονότα γενικές αλήθειες
Αλληλουχία χρονική διαδοχή (διπλή χρονολογία) πολλαπλή (απεικονιστική, λογικού περιεχομένου κ.λπ.)
Κανονιστικότητα ρήξη και αποκατάσταση της ισορροπίας διατύπωση (επιχειρηματολογία κ.λπ.) του κανονικού
Επικοινωνιακός υπόκειται σε διαπραγμάτευση σταθερός σε όλα
στόχος ανά περικείμενο τα περικείμενα
Πίν. 1: Τυπικά αναφορικά χαρακτηριστικά των δύο τρόπων
Επιπλέον, σύμφωνα με το αναλυτικό υπόδειγμα που προτείνουμε, η τυπική κειμενική δείξη και οργάνωση κάθε είδους κειμένου διαφέρει σύμφωνα με τη διάκριση σε αφηγηματικό και μη αφηγηματικό λόγο. Τα τυπικά κειμενικά χαρακτηριστικά κάθε τρόπου αφορούν στις κειμενικές δομές, στις ενότητες (ελάχιστες μονάδες) του κειμένου, στις κειμενικές ενδείξεις, στις οργανωτικές λειτουργίες (βασικές αρχές που καθορίζουν την εξέλιξη του κειμένου) και, τέλος, στις μεθόδους αξιολόγησης όσων λέγονται (βλ. πίνακα 2).
Αφηγηματικός Λόγος Μη Αφηγηματικός Λόγος
Κειμενικές δομές περίληψη - σκηνικό - πράξη καταστροφής - κλιμάκωση - επίλυση - αξιολόγηση κ.λπ. δομή είδους (απεικονιστική, περιγραφική, επιχειρηματολογική κ.λπ.)
Ενότητες στίχοι, στροφές, επεισόδια, παράγραφοι παράγραφος (ορθογραφική, θεματική, διαδοχικότητας)
Οργανωτικά στοιχεία χρονική και προσωπική δείξη (συνοχικές αλυσίδες, ασυνέχεια) μεταγλωσσικές εκφράσεις, ζεύγη πρόβλεψης
Οργανωτικές λειτουργίες πλοκή απεικονιστικές λειτουργίες, πρόβλημα - λύση κ.λπ.
Αξιολόγηση εσωτερική, εξωτερική - συνδέεται με την αναπαράσταση εσωτερική, εξωτερική - συνδέεται με το αντικείμενο
ΙΙίν. 2: Τυπικά κειμενικά χαρακτηριστικά των δυο τρόπων
Τα παραπάνω τυπικά αναφορικά και κειμενικά χαρακτηριστικά βρίσκονται σε άμεση αλληλεπίδραση με το τυπικό περικειμενικό πλαίσιο κάθε τρόπου, τη σχέση δηλαδή δημιουργού-κειμένου-αποδέκτη σε κάθε περίπτωση. Όσον αφορά σε αυτή την πολυσήμαντη και πολυδιάστατη σχέση, που είναι αδύνατο να πραγματευτούμε εδώ διεξοδικά (βλ. Γεωργακοπούλου και Γούτσος, υπό έκδ.), μια από τις βασικότερες ενδείξεις της αντίθεσης του αφηγηματικού με το μη αφηγηματικό μπορεί να εντοπιστεί στην οργάνωση των διαπροσωπικών στάσεων και σχέσεων στους δύο τρόπους και, πιο συγκεκριμένα, στην παρουσίαση του εγώ ή του δημιουργού του κειμένου και τις σχέσεις του με τους αποδέκτες του κειμένου. Συγκεκριμένα, η αφήγηση επιτρέπει τη συγκρότηση πολλαπλών υποκειμενικοτήτων και προοπτικών με τρόπους που έχουν αναλυθεί και συζητηθεί διεξοδικά στη βιβλιογραφία. Η εμπλοκή του προσωπικού αποτελεί το σημαντικότερο πρωτοτυπικό στοιχείο διάκρισης του αφηγηματικού από το μη αφηγηματικό: ο αφηγηματικός λόγος συνδέεται με τη βιωματική μετοχή και ενσυναίσθηση του αποδέκτη στη διαμόρφωση της “αλήθειας”, ενώ ο μη αφηγηματικός λόγος βασίζεται στη ρητορική πειθώ του απρόσωπου δημιουργού που βρίσκεται σε “αντικειμενική” απόσταση τόσο από το θέμα του όσο και από τον αποδέκτη του κειμένου. Η διαφορά αυτή πραγματώνεται μέσα από την πολλαπλή διάκριση των βασικών πτυχών ή ρόλων του εγώ στην αφήγηση και μέσα από την σύμπτωσή τους στο μη αφηγηματικό λόγο. Τέλος, η διάσταση αυτή συνδέεται με J τη σφαίρα δράσης των δύο τρόπων, η οποία είναι πρωτοτυπικά ο ιδιωτικός χώρος για την αφήγηση και ο δημόσιος χώρος για το μη αφηγηματικό λόγο.
Το αναλυτικό υπόδειγμα που αναπτύξαμε συμβάλλει σημαντικά στην κατανόηση της κειμενικής πολλαπλότητας στο λόγο. Η διάκριση αφηγηματικού και μη αφηγηματικού μας επιτρέπει να ερμηνεύσουμε τη δυναμική αλληλεπίδραση των διαφόρων κειμενικών ειδών. Σε ένα πλήθος περικειμένων, ο αφηγηματικός τρόπος προηγείται, ακολουθεί ή συμπλέκεται με το μη αφηγηματικό τρόπο. Οι μεταβάσεις από την αφήγηση στο μη αφηγηματικό λόγο και το αντίστροφο αποτελούν ένα απαραίτητο συστατικό στοιχείο της επικοινωνίας. Οι δύο τρόποι συνεχώς αναμειγνύονται σε γεγονότα ομιλίας τόσο διαφορετικά όπως τηλεοπτικές συζητήσεις, ραδιοφωνικές παρεμβάσεις ακροατών, κινηματογραφικές ταινίες, άρθρα σε εφημερίδες και διαφημίσεις. Παράγοντες του περικειμένου παίζουν κρίσιμο ρόλο σε τέτοιες επιλογές. Ορισμένα περιβάλλοντα δεν ευνοούν διακοπές στην αφηγηματική δράση, ενώ άλλα παρουσιάζουν μια πιο συστηματική ανάμειξη των δύο τρόπων. Η ανάμειξη αφηγηματικού και μη αφηγηματικού λόγου εξυπηρετεί πάντοτε στρατηγικούς στόχους.
Για να κατανοήσουμε την αλληλεπίδραση των ειδών, πρέπει να αναφερθούμε στα πρωτοτυπικά χαρακτηριστικά των δύο τρόπων στην πραγμάτωσή τους στο συνεχές της επικοινωνίας, όπως φαίνεται στον πίνακα 3.
αφηγηματικός Μη αφηγηματικός λόγος
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ αλληλουχία ιδιαιτερότητα κανόνας αναφορικότητα πλοκή ... χρονική εξέλιξη ... επιχειρηματολογία συμβάντα ... συνδυασμός ... γενικές αλήθειες ρήξη/ισορροπία ... πιθανότητα ... κανονικότητα ανασύνθεση...παρουσίαση...ανάλυση γεγονότων
ΠΕΡΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ προοπτική σφαίρα δράσης προσωπική ... μεικτή... απρόσωπη
ιδιωτική ... μεικτή... δημόσια
ΚΕΙΜΕΝΙΚΑ
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ δομή λειτουργίες αξιολόγηση επιπλοκή/επίλυση...πάρεμβάσεις...δομή είδους δράση ... σχολιασμός ... πρόβλημα/λύση μέρος της πλοκής ... σχόλια ... επιχειρήματα
Πίν. 3: Το συνεχές αφηγηματικού - μη αφηγηματικού λόγου
Στον πίνακα 3 υποδεικνύεται ότι ορισμένα κειμενικά είδη προσεγγίζουν αποκλειστικά τον ένα ή τον άλλο πόλο και έτσι μπορούν να αναλυθούν με τα τυπικά υποδείγματα που αφορούν στον αφηγηματικό ή μη αφηγηματικό λόγο, ενώ άλλα τοποθετούνται σε ενδιάμεσες θέσεις, αντλώντας χαρακτηριστικά και από τους δύο πόλους με συνδυασμό, μείξη ή άλλου είδους διαπλοκές. Πρόκειται για υβριδιακά είδη κειμένων, που μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο σε σχέση με την απόστασή τους από τον ένα ή τον άλλον πόλο της επικοινωνίας.
Εφαρμογές του αναλυτικού υποδείγματος
Η γενική αυτή παρουσίαση του αναλυτικού υποδείγματος για τη μελέτη του αφηγηματικού και μη αφηγηματικού λόγου είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την κατανόηση ενός πλήθους κειμενικών φαινομένων. Ειδικότερα, για την ελληνική πραγματικότητα που μας ενδιαφέρει εδώ, μπορούμε να απαριθμήσουμε μια σειρά σημαντικών αναλυτικών πορισμάτων:
α) Η αναγνώριση της πρωταρχικότητας της διάκρισης και η συστηματοποίησή της παρέχει το απαιτούμενο ερμηνευτικό πλαίσιο για τη μελέτη των συγχρονικών διαπλοκών των ειδών και την ανάλυση των νέων κειμενικών ειδών. Στο άρθρο μας (1997), έχουμε δώσει ένα παράδειγμα του πώς μπορεί να εφαρμοστεί το αναλυτικό υπόδειγμα στα ελληνικά μέσα επικοινωνίας, όπου οι κειμενικές και αναφορικές παράμετροι των δημοφιλέστερων εκπομπών στην ελληνική τηλεόραση συσχετίζονται με την αλληλεπίδραση του αφηγηματικού με το μη αφηγηματικό τρόπο. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η μελέτη των αναφορικών παραμέτρων αυτών των νέων κειμενικών ειδών. Η χρονική αλληλουχία των τηλεοπτικών σειρών συνδυάζεται με την ανασύνθεση γεγονότων, ενώ, στο άλλο άκρο, η αλληλουχία των ενημερωτικών εκπομπών είναι επιχειρηματολογική και συνδέεται με την παρουσίαση και το σχολιασμό γεγονότων. Στο ενδιάμεσο, τα νέα τηλεοπτικά είδη βασίζονται σε ένα συνδυασμό διαφορετικών τύπων αλληλουχίας, ανασύνθεσης και παρουσίασης γεγονότων με βάση τη ρήξη, αλλά και το τι πρέπει ή μπορεί να γίνει. Τα νέα ραδιοτηλεοπτικά είδη, ειδικά οι εκπομπές με συμμετοχή κοινού και προσωπικές μαρτυρίες, πραγματώνουν επομένως μια ανακατάταξη στις διαπλοκές και αλληλεπιδράσεις της αφήγησης με το μη αφηγηματικό με υβριδιακό τρόπο. Από περικειμενική πλευρά, δίνεται επίσης μια πρωτότυπη απάντηση στο ερώτημα της εμπλοκής του προσωπικού. Εδώ το ενδιαφέρον στρέφεται στην απομάκρυνση από τις αναμενόμενες σχέσεις ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας, στη σύγχυση των ορίων δημόσιου και ιδιωτικού, με παρεπόμενη την ανάμειξη των πρωτοτυπικών αφηγηματικών και μη αφηγηματικών στοιχείων. Οι νέες τηλεοπτικές εκπομπές αποτελούν έτσι ένα παράδειγμα του δομικού μετασχηματισμού της δημόσιας σφαίρας (Habermas 1984). Η κατασκευή του εγώ, της προσωπικής ταυτότητας σε αυτά τα κειμενικά είδη ακολουθεί και αναπαράγει τη σύγχυση των ορίων μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας, μέσα από τη διαπλοκή της προσωπικής-ιδιωτικής και της απρόσωπης-δημό- σιας προοπτικής.
β) Το αναλυτικό υπόδειγμα μάς επιτρέπει να αξιολογήσουμε πλήρως τη σημασία υποθέσεων για τις πολιτισμικές τάσεις και προτιμήσεις της ελληνικής κοινωνίας και των επικοινωνιακών της πρακτικών. Υπόθεση εργασίας εδώ αποτελεί η πρωταρχικότητα του αφηγηματικού στα ελληνικά όπως αυτή έχει τεκμηριωθεί στη μελέτη του ρόλου της αφήγησης στην καθημερινή συνομιλιακή επικοινωνία (Georgakopoulou 1997). Η υπόθεση αυτή μπορεί να διαφωτίσει μια σειρά από ευρήματα της βιβλιογραφίας που δεν έχουν δυστυχώς καταφέρει είτε να συνδεθούν οργανικά με το φάσμα των κειμενικών τύπων είτε να αναπτυχθούν επαρκώς ή, τέλος, να ξεφύγουν από το επίπεδο των εθνογραφικών παρατηρήσεων. Επιγραμματικά αναφέρουμε τη σπουδαιότητα της προφορικότητας στη διαμόρφωση κειμενικών ειδών, τη σχέση του φαινομένου της ετερογλωσσίας με το διαλεκτισμό και το πνεύμα του κοινοτισμού, τη σπουδαιότητα των στρατηγικών εμπλοκής, θετικής ευγένειας κ.λπ. (βλ. μεταξύ άλλων, Tziovas ί1989, Sifianou 1992). Το υπόδειγμα παρέχει ένα αναλυτικό εργαλείο για την ανάπτυξη αυτών των υποθέσεων σε σχέση με τη συγκρότηση υποκειμενικοτήτων και προοπτικών (παρουσίαση του εγώ) και την οργάνωση των διαπροσωπικών σχέσεων, καθώς και την κειμενική (ανα)κατασκευή των ορίων της δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, μέσω των διαπλοκών της αφήγησης. Η έννοια της ετερογλωσσίας, για παράδειγμα, που προβάλλεται ως πανάκεια για κάθε μορφής μη τυπικά αφηγηματικά κείμενα, μπορεί έτσι να αποκτήσει συγκεκριμένο περιεχόμενο πέρα από απλουστευτικές αντιστοιχίες με κοινωνικούς τύπους ή κώδικες. Η πληρέστερη μελέτη των μακροδομών διάφορων κειμενικών ειδιόν μέσω της προτεινόμενης διάκρισης μπορεί να οδηγήσει στη σύνδεση γλωσσικών και πολιτισμικών κανονικοτήτων στα ελληνικά.
γ) Η διαπιστωμένη πρωταρχικότητα του αφηγηματικού στις διαπλοκές του μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υπόθεση εργασίας για τη διαχρονική μελέτη των κειμενικών ειδών. Η διάκριση αφηγηματικού και μη αφηγηματικού μπορεί να διαφωτίσει τις κατά περιόδους ανακατατάξεις, τις αλλαγές στις κανονικότητες και τις αλληλεπιδράσεις των κειμενικών ειδών. Για παράδειγμα, η αντιμετώπιση της ιστορικής εξέλιξης της διγλωσσίας μπορεί να επανεξεταστεί στη βάση της διάκρισης σε αντίθεση με τη στενή γλωσσική μελέτη των ειδών μέσα από το κριτήριο της διχοτομίας δημοτικής-καθαρεύουσας. Η ίδια διάκριση επιτρέπει τη μελέτη της εξέλιξης των ειδών μέσω μιας ιστορικής πραγματολογικής προσέγγισης, που θα διαπιστώνει τις αντιστοιχίες ανάμεσα σε γλωσσικούς τύπους και τον αφηγηματικό άξονα και θα συνδέει τους κειμενικούς τύπους με συγκεκριμένες λειτουργίες, σκοπούς και ακροατήρια. Με αυτό τον τρόπο, μπορούν να γίνουν κατανοητές οι σύγχρονες εξελίξεις που αναφέραμε στην αρχή και αφορούν στην “αντεπίθεση” του μη αφηγηματικού. Η εισαγωγή μη αφηγηματικο5ν λειτουργιών σε αφηγηματικά περιβάλλοντα είναι μία μόνο από τις μεταμορφώσεις των κειμενικών συσχετίσεων στα ελληνικά.
δ) Τέλος, η αναφορά στη διάκριση μεταξύ αφηγηματικού και μη αφηγηματικού τρόπου έχει σημαντικές επιπτώσεις στη μελέτη της λογοτεχνίας και ειδικότερα της πεζογραφίας ως κατεξοχήν αφηγηματικού είδους. Πρόσφατες μελέτες έχουν τεκμηριώσει πειστικά την εξέλιξη και διαμόρφωση των ειδών μέσα από σύγχρονες θεωρίες για τη λογοτεχνική αφήγηση (π.χ. Τζιόβας 1993). Το δικό μας αναλυτικό υπόδειγμα επισημαίνει την ανάγκη να διευρυνθούν οι προσεγγίσεις αυτές μέσα από τη συστηματική μελέτη της ενσωμάτωσης και της διαπλοκής των μη αφηγηματικών ειδών ανά περιόδους και σχολές, τόσο στο κειμενικό μικρο-επίπεδο (π.χ. στη σχετική βαρύτητα και το ρόλο της περιγραφής και της αξιολόγησης), όσο και στο μακρο-επίπεδο (π.χ. στη διακειμενικότητα και τη σύζευξη ή την αντιπαράθεση των δύο τρόπων). Ενώ έχει δοθεί αρκετή έμφαση στην (πιστή ή όχι) εγγραφή της προφορικότητας, εξακολουθεί να είναι ελλιπώς τεκμηριωμένη η σχέση προφορικής και λογοτεχνικής αφήγησης, που μπορεί να γίνει κατανοητή με την αναφορά στις τρεις παραμέτρους που επισημάναμε στην εισήγησή μας. Το αναλυτικό πλαίσιο που προτείναμε μπορεί επίσης να χρησιμεύσει ως αναλυτικό εργαλείο για την πληρέστερη κατανόηση των συστηματικών τάσεων (ή και εμμονών) της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως λ.χ. την έμφαση στη μαρτυρία, που στηρίζει τη λογοτεχνική αληθοφάνεια στην ισχύ του προσωπικού ή καταγεγραμμένου βιώματος. Τέλος, η αναφορά στον άξονα αφηγηματικού-μη αφηγηματικού μπορεί να διαφωτίσει τις σύγχρονες εξελίξεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας, που αναμφισβήτητα συνδέονται με την εμφάνιση των νέων κειμενικών ειδών. Με αυτή την οπτική, μπορούμε να κατανοήσουμε το περιεχόμενο του μεταμοντερνισμού, που ακόμη έχει παραμείνει αδιευκρίνιστος όσον αφορά στη νεοελληνική λογοτεχνία (Beaton 1996). Με βάση το αναλυτικό υπόδειγμα, μπορούμε να διακρίνουμε δύο αντίθετες τάσεις της πεζογραφίας: από τη μία, αναπτύσσεται μια παράδοση μετανεωτερικών αφηγημάτων που δίνουν έμφαση στη διάσπαση της κλασικής αφηγηματικής δομής και χαρακτηρίζονται από έξαρση της πολυφωνίας, αρχίζοντας από Τα Απόκρυφα του Γλαύκου Θρασάκη (1979), την Αντιποίησι Αρχής (1979), συνεχίζοντας με τη Φανταστική Περιπέτεια (1985) και Το Σάπιο Νερό (1986), έως m Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 (1992) και την Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου (1995). Από την άλλη, συνεχίζεται η επιμονή στα πρωτοτυπικά αφηγηματικά στοιχεία και η οργάνωση του λογοτεχνικού λόγου με έναν προσωπικό, δραματικό, βιωματικό τρόπο. Η παράλληλη αυτή εξέλιξη ενσωματώνει στοιχεία από τα μεταμοντέρνα πεζογραφικά ρεύματα, μόνο στο βαθμό που υπακούουν στις αυστηρές αρχές της αφήγησης, όπως π.χ. στην προσωπική μαρτυρία (Η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, 1987), στο ιστορικό μυθιστόρημα (Ο Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά, 1989) αλλά και στο μαγικό ρεαλισμό (Και με το Φως του Λύκου Επανέρχονται, 1996). Η μελέτη των δύο αυτών αντικρουόμενων τάσεων είναι αδύνατη χωρίς την αναφορά στους πόλους του επικοινωνιακού συνεχούς που ορίζονται από το θεμελιώδη ρόλο της αφήγησης.
Αλεξάνδρα Γεωργακοπούλου (King’s College, London) Διονύσης Γούτσος (Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία)
Βιβλιογραφία
Beaton, R. 1996. Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία. Αθήνα: Νεφέλη. Bruner, J. 1991. ‘The narrative construction of reality’, Critical Inquiry 18,1-21. Genette, G. 1988. Narrative Discourse Revisited. Ithaca: Cornell University Press. Georgakopoulou, A. 1997. Narrative Performances. A Study of Modem Greek Storytelling. Amsterdam/Philadelphia: Benjamins.
Georgakopoulou, A. και Goutsos, D. 1997. Discourse Analysis An Introduction. Edinburgh: Edinburgh University Press.
Γεωργακοπούλου, A. και Γούτσος, Δ. 1997. Ή αφήγηση ως βάση κειμενικών διακρίσεων: Ένα μοντέλο ανάλυσης λόγου και οι εφαρμογές του στα ελληνικά’. Ανακοίνωση στο 3ο Διεθνές Συνέδριο για την Ελληνική Γλώσσα, Αθήνα, 25-27 Σεπτεμβρίου 1997.
Georgakopoulou, Α. και Goutsos, D. 1998. ‘Conjunctions versus discourse markers in Greek: The interaction of frequency, position and functions in context.’ Linguistics 38(2): 887-917.
Γεωργακοπούλου, A. και Γούτσος, Δ. υπό έκδ. Κείμενο και Επικοινωνία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Goutsos, D. 1997. Modeling Discourse Topic: Sequential Relations and Strategies in Expository Text. [= Advances in Discourse Processes, Vol. LIXJ. Norwood, NJ: Ablex.
Habermas, J. 1984. The Structural Transformation of the Public Sphere. Cambridge: Polity.
Kerby, A. 1991. Narrative and the Self. Bloomington: Indiana University Press.
Lyotard, J.-F. 1984. The Postmodern Condition: A Report on Knowledge. Manchester: Manchester University Press.
Maranhao, T. 1993. ‘Recollections of fieldwork conversations, or authorial difficulties in anthropological writing’, στο Hill, J. και Irvine, J. (εκδ.), Responsibility and Evidence in Oral Discourse. Cambridge: Cambridge University Press, 260-288.
Prince, G. 1982. Nanatology. The Form and Functioning of Narrative. Berlin: Mouton.
Schiffrin, D. 1994. Approaches to Discourse. Oxford: Blackwell.
Sifianou, M. 1992. Politeness Phenomena in England and Greece. Oxford: Clarendon Press.
Stanzel, F. 1984. A Theory of Narrative. Cambridge: Cambridge University Press.
Tziovas, D. 1989. 'Residual orality and belated textuality in Greek literature and culture’, Journal of Modem Greek Studies 7(2), 321-335.
Τζιόβας, Δ. 1993. To Παλίμψηστο της Ελληνικής Αφήγησης. Αθήνα: Οδυσσέας.
White, Η. 1978. Tropics of Discourse. Essays in Cultural Criticism. Baltimore: The Johns Hopkins University Press.