Όρος | Νεολογισμός |
a picco | προβυθανάσπαστα |
a tempo | ρυθμαποκατάσταση |
a tratta | πελαγίστιο |
a varare | ναυς + σοβέω (διώχνω) ναυσοβέω |
aba | ποιμενοφόρι |
abat-jour | αμπαζούρ θαμπολύχνιο |
accelerando | ρυθμεπιτάχυνση |
accessoire | αξεσουάρ διακοσμεξάρτημα |
accompagnare | συγχορδεύω |
actifan | φαντασιακόλουθος |
activisme | διενεργισμός / διενεργιστής |
adagio | αργόρρυθμα |
adiponectin | αλειφοσυνδετίνη |
adipose | αλειφόζη |
aerocar | τροχοπτέρυγο |
affissa | αφίσα τοιχοφημία |
after shave | μετάξυ (© LOUROS), μεταθρίχιο, τσουχτρευωδιά, τσουχτρεύωδο, μετάξυρο |
agarose | στερεοπόζη / στερεοχυμόζη |
alan | αμανδρόπεδο |
Alderson disk | δισκουμένη (του Alderson) |
alien | τεραλλόχθονο |
alla larga | ποντόμακρα |
allegro | φαιδρόρρυθμος |
alternate future | παράμελλον |
alternate universe | υπόσυμπαν |
ambar | κυταποθηκεύω |
ammollare | υδροχαύνω |
amortisseur | αμορτισέρ κραδασμειωτής |
ampoule | αμφορίδιο |
andante | μετριόρρυθμα |
angiotensin | αγγειοπιεσίνη |
annish | αξιοσύλλεκτο |
ansible | απερανθάλτης |
antica | αρχαιαλφές |
antigrav | βαρυταρσικό |
antigrav | βαρυτάρσιο |
apéritif | απεριτίφ ορέχθυδρο |
applique | απλίκα τοιχολύχνιο |
aria | μελοδραμωδία |
arrivisme | αφικνεϊσμός |
assorti | οφθαλμεταιρικά |
astar | βαφεπίχρισμα / βαφεπίχριση |
atelier | πινακοστοά |
attacca | ἀϊκή (απότομη κίνηση) + λόγος αϊκόλογο |
attention whore | παγκαλάκος / -κι (© clot), ομφαλεφιστών / -ώσα, προσοχοκράχτης / -ισσα, αυτοκράχτης / -ισσα, προσοχοπορνίδιο (© Εσχατόγερος), προσοχολιμάρα (© fagano), προσοχολινάτσα |
attraction | ατραξιόν, θεατής + έλκτης > θεαθέλκτης |
au gratin | επιτυρισμένο |
autocross | αμαξατραπία |
auto-stop | παρεπιβίβαση |
avanzo | χρεοπροπληρωμή |
avaria | φορταπόρριψη |
avian | αλλοχθονοπτέρυγας |
avidin | ωατίνη |
ayaz | ψυχραγέρι |
ayran (τσιμέντο) | ασβεσταργιλοπολτός |
bacchetta | μουσόραβδος |
baguette | ψιλάρτος, αρτορράβδος (© κάποιος_Νίκος) |
bain-marie | παλισσκευασία |
bakelit | ανθεκτίτης |
bal masqué | προσωπιδησπερίδα |
baladeur | πανυποκαταστάτης |
baladeuse | προεκτάτης, ρευματόμιτος, καλωδιόμιτος, ρευματοφορέας |
balle ramée | μπαλαρμάς αμφίσφυρα |
banco | κερκιδίσκη |
barella | δύο + πάτος + ὓλη (ξύλο) διπάθυλο |
baroque | υπερδιακοσμισμός |
barra | κλειθρομοχλός |
bâton salé | αλατόβακτρο |
bbc (Big Black Cock) | μαυρομεγαλόψωλες / σκουρογιγαντόψωλες |
bbw (cinerotic) | ερωτόχοντρες / ομορφόχοντρες, τοφαλαγνεία |
beanstalk | εξανελυστήρας |
béchamel | αλευράρτυμα, στιβαδoγαλάκτωμα |
becroggle v | βραχεοπαράλυση |
belter | αστεροειδαπός, μετεωρύχος |
bem | δρακακρίδα |
Bernal sphere / Stanford torus | βαρυτόκρικος |
bétonnière | σκυροδεματηγό, σκυροδεματοποιητής |
bibelot | διακοσμητίδιο |
biberon | γλαγοχόη |
bidet | λούθρεδρο, γλουτονιπτήρας |
bidon | μπετόνι, μπιτόνι πλαστόπιθος |
big dumb object | αποκρύφογκο |
bigoudi | μπικουτί κρωβυλωτής |
bioship | βιόπλοιο / βιοπλοίο (© Alchemist), βιοαστρόπλοιο (© killerbee), εμβιόφρακτο |
biscotto | ευθρυπτοβούτημα |
bistecca (λαχανικών) | λαχανόδισκος |
bistecca (μοσχαρίσιο) | βουκρεόδισκος |
blasé | αληπαθές |
blast off | παλμοιστροβολώ |
blast off v | παλμοιστρωθώ |
blaster | πλασμοπίστολο (© killerbee), πάλμοιστρο |
bloc (pc) | παρατάκτης |
blockchain | κρυφθάλυσος / δυφιάλυσος / κρυπτοπινάκιο (© Spiros) |
blouse | αγχίδορο |
blouson | αγχιδόριο |
blowup | παναφανιστής |
boa | χνουδοβόας, πτιλοπεριλαίμιο |
body-waldo | βραχιονοπλία |
bol | αλαβοκύλικας |
boléro | θωρακίδα |
bomba | εμπυροστάτης, πανεκρηκτήρας |
bombardare | βληματορρίπτω |
bordure | ανθολωρίδα |
Bose-Einstein condensate | στροφονιοπύκνωμα |
boson | στροφόνιο / περιστροφόνιο |
bot (αμοιβόμενο) | μισθαναρτητής, αναρτέμμισθος |
bota | γονυλείχιο |
botox | ορυοτοξίνη |
bottine | θηλαρβύλη |
bouffant | προτομήρης |
bowl | φαγητοθήκη / εδεσμοθήκη |
boycottage | δυσφημαποκλεισμός |
braca | πτυχοσκελίδα |
braintape | νουμοιότυπο |
brancarella | δεκαποδιέρα |
brillantine | κεφαλοιφή, φαλαντίνη |
brillole | θριχεύωδο |
briquette | καυσόπλινθος |
broadcast | διεκπομπή (© Sophistes), υπερεκπομπή (© Sophistes), πανεκπομπή (© Spiros) |
brocart | ποικίλθυφο |
broderie | κένθυφο |
bromance | σταυραδελφειδύλλιο |
buffet (έπιπλο) | σκευοτράπεζα |
buffet | εδεσμάζωμα |
bukkake | σπερματοκάλυψη (© Dwarven Blacksmith) |
bullying | ταυρισμός (© Εσχατόγερος), διεκφοβισμός (© fagano) |
bungee jumping | βαραθροσχοινισμός |
burkini | περισωματίδα |
bussard ramjet | υλαδράχτης (του Bussard) |
byte 10^00 | δυφιόλεξη (© Spiros252), δυφιόγραμμα (© Spiros252), οκταδύφιο (© Spiros252), ογδήκιστο (οκτώ + ήκιστο Bit) |
byte 10^03 (Kilobyte) | χιλιογδήκιστο, χιλιοδυφιόγραμμα (© Spiros252) |
byte 10^06 (Megabyte) | μεγαλογδήκιστο, μεγαδυφιόγραμμα (© Spiros252) |
byte 10^09 (Gigabyte) | γιγαντογδήκιστο, γιγαδυφιόγραμμα (© Spiros252) |
byte 10^12 (Terabyte) | τερατογδήκιστο, τεραδυφιόγραμμα (© Spiros252) |
byte 10^15 (Petabyte) | πετανογδήκιστο, πεταδυφιόγραμμα (© Spiros252) |
byte 10^18 (Exabyte) | εξογδήκιστο |
byte 10^21 (Zettabyte) | επτογδήκιστο |
byte 10^24 (Yottabyte) | δισογδήκιστο (οκτω + οκτώ + ήκιστο Bit) |
byte 10^27 (Brontobyte) | τρισογδήκιστο |
byte 10^30 (Geopbyte) | τετρακισογδήκιστο |
byte 10^33 (?-byte) | πεντακισογδήκιστο |
cabaret | ηδονόκεντρο |
cabina | καμπίνα μικρός θάλαμος (πλοίου) κλινοθάλαμος, (θαλάσσιων λουτρών) λουτριδητήριο |
cabriolet | καμπριολέ ευηνεμώνας |
caccia-vite | κατσαβίδι αμφιδωτής |
cache-corset | κασκορσές, κασκορσέ σφιχτοκρύπτης |
cache-pot | κασπό γλαστροδέκτης, περιγλάστριο / διακοσμοδοχείο |
cadran | ένδεικτρο |
cagnotte | γκανιότα κερδοκατακράτημα |
caki | πτυσσομάχαιρο |
calafato | καλαφάτης ρωγμοσφραγιστής |
calare | ιστορρίπτω |
caleçon | αμφιμήραπτο |
calumare | γαρλινοχαλαρώνω |
calzone | περιμύγδαλο |
camariere | δωματιοκόμος |
camera | αϊκογράφος |
camerino | υποδυτήριο |
camisole | υπαμφίσκη |
canapé | αγχιθέσιο |
canavaccio | λίνυφο |
candela | καντήλι κηροθρυαλλίδα |
candeliere | πολύλυχνο > πολύχνο |
candi | κάντιο είδος κρυσταλλικής ζάχαρης αοιδός + έδεσμα > αοίδεδεσμα > αοίδεσμα |
caniche | κυνοβάμβακας |
cannocchiale | κανοκιάλι φορητή ναυτική διόπτρα ναυτοδιόπτρα |
canot < ισπαν. canoa | κανό άσκαρμο (σκάφος) |
cantata | ορχηστρωδία |
cantina | τροχοπρατήριο |
cantino | χορδοξυτέρα |
caparra | προαγοραστήριο |
capital ship (spaceship) | διαστημοθωρηκτό (© killerbee), αχανόκροτο |
capitonné | καπιτονέ ρομβόπτυχο |
capot | καπό μηχανοροφή, περικινητήριο |
capotasto | καποτάστο χορδαγχόνη |
caraffa | καράφα επιτραπέζια φιάλη υαλολάγυνος > υαλάγυνος > γιαλάγυνος |
carambola | καραμπόλα συγκρουσυσσώρευση, επαλληλόκρουση (© κάποιος_Νίκος), πολύκρουση / επισύγκρουση (© stavmanr), οχηματοσυνονθυλευματοποίηση, πολυτροχαίο, τροχαιορραγία |
caramella | καραμέλα μικρό και σκληρό ζαχαρωτό κρυσταλληδεία |
caratterista | αμφιλαροτραγικός |
caravella | καρβέλι ψωμί σε σχήμα κυκλικό στρογγυλόψωμο |
carbon nanotube skyscraper | μεγανθρακίονας |
carico (= φόρτωμα) | καρικώνω διορθώνω με κλωστή τριμμένα ρούχα, μαντάρω ιματιορθώνω |
carreau | τετραπλευρόκοσμο |
carta | κάρτα κομμάτι χαρτονιού, μικρών διαστάσεων χαρτονίδιο |
cartella | χαρτονίσκος |
casaca | χοντροπροτομίδα |
cascadeur < cascader < cascade (= καταρράκτης) | κασκαντέρ κινδυνοσωσίας, σκοπελοτέχνης (©Ju-87) |
caschetto (= κράνος) | κασκέτο γεισόπιλος |
casino | καζίνο λαχνεδράνοικος |
caso | κάζο (= συμβάν), ξαφνικό και δυσάρεστο περιστατικό δυσξυμβάν |
caso | καζούρα συνδιακωμώδηση |
cassela | κασέλα κιβώθυλο |
cassetta | κασέτα μαγνητορόδανο |
cassettina | κασετίνα τιμαλφοκούτι |
caster (wave) board | ελικοσανίδα |
cavalo | καβάλο(ς) σαγμάθαπτο |
cemento | ασβεστάργιλος / υδρασβεστάργιλος |
cendré | σαντρέ φαιόπυρρο |
cerchio | τσέρκι κρικοδετήρας |
chalet | σαλέ χλιδή + όρος + οίκος > χλιδόροικος |
chaman | πνευματομιλητής |
champagne | αφροίνος |
champoing | αφρόκομο, κεφαλονίτρασμα (© κάποιος_Νίκος) |
changement | κινητοκιβώτιο |
chantilly | σαντιγί γαλακτόχρισμα |
chassis | αμαξοσκελετός |
chat slang | ισθομιλουμένη, ιστιδίωμα |
chat | μπλαμπλα (© LOUROS), ισθομιλία / -ώ |
cheeseburger | τυροβουκρεόψωμο |
chemin (de table) | σεμέν πλεκτραπέζιο |
chiffonnier | συρταριέρα |
chihuahua | κυνοθύλαξ |
chinchinlla | ανδεοκόνικλος |
choc | νευροκλονισμός / ψυχοκλονισμός |
cigarro | έγκαπνο |
ciotola | τσότρα ξύλινο δοχείο κρασιού υλοπάγουρος |
ciurma (= πλήρωμα πλοίου) | τσούρμο ναυσυρφετός |
claquer | κλακαδόρος, κλακέρ επευφημιστής |
claquette | κλακέτα ληπτογράφος |
Clarke's First Law | ο νόμος της αναδυνατότητας (του Κλαρκ) |
Clarke's Second Law | ο νόμος της δυνατοδιάτασης (του Κλαρκ) |
Clarke's Third Law | νόμος της τεχνολογητείας (του Κλαρκ) |
classeur | κλασέρ αρχειοδέκτης |
clip-on | σκιοπρόσθετο, προδεθήλιο (προ + δένω + ήλιος) |
clique < cliquer (= χειροκροτώ) | κλίκα ενδωμοσία |
cloaking device | αμφισυνευθειαστής, αορατοποιός |
clochard | κλοσάρ αστοφερέοικος |
cloche (= καμπάνα) | κλος περίπτυχο |
cloisonné | κλουαζονέ φρακτεπαδαμάντινο |
closeup (cinerotic) | κοντινόληψη |
club sandwich | τρίψωμο / τριγωνόψωμο, τρικωχαμφίαρτος |
cobra | πιλέχιδνα |
cocca | κόκα εντομή βέλους όπου μπαίνει η χορδή του τόξου, κρανίο, κεφάλι χορδεντομή |
coiffe (γυναικείο μαντίλι για την κεφαλή) | κουάφ πιλόνυμφο |
cold sleep | αζωθυπνία |
cold sleeper | αζωθύπνιος |
collage | κολάζ αποκομμάζωμα |
collant | κολάν μηρεφάρμοστο |
collapsium | συμπάγιο, ατεγκτάτηκτο |
collaro | κολάρο(ς) λαιμοταινία |
coller | γλοιοτεχνία |
combinaison | κομπινεζόν αποκάλυπτρο |
comlink | ολογράφωνο |
commset | ολογραφωνικό |
comodino | κομοδίνο παρακλινοθήκη |
comparsa | δορυφορηματίας, δευτεροποιός |
completism | συμπληρωτισμός |
completist | συμπληρωτιστής |
composta =κομπόστα | ζαχαρώπωρα |
computronium | υλογιστρόνιο / υλογιστόνιο (ύλη + υπολογιστής) (© Spiros) |
conserva | τροφολμός, τροφοκυτίο |
console | κονσόλα τοιχάπτιο |
contraterrene | ανθυλόκτιστο |
corna | κόρνα κλαγγητήρας |
cornare | κορνάρω κλαγγητηρίζω |
cornet (γλυκό) | γαλακτωματοκαύκιο, αρτοκέρας (© κάποιος_Νίκος) |
cornet (εργαλείο ζαχαροπλαστικής) | γαλακτώμαυλος γαλακτωματεγχυτής (© κάποιος_Νίκος) |
cornettista | κορνετίστας κερατιοπαίκτης |
cornetto | κορνέτο υψικεράτιο |
corsage | κορσάζ προτομίδα |
corset < corps (= σώμα) | κορσές κλεψυδρωτής |
costume | κο(υ)στούμι ομόυφο |
côtelé < côté (= πλευρό, παΐδι) | κοτλέ εσχάρυφο |
coupe (αυτοκίνητο) | διθυροκίνητο, δίφροχος |
coupe (βαγόνι τραίνου) | συρμοδιαμέρισμα, συρμόδωμα |
coupon | κουπόνι αποκομμάτιο |
course < λατιν. cursus | κούρσα ωκυδρομία |
couvert | κουβέρ συνεδώδιμο |
cozzare (= κερατίζω) | κοτσάρω κρεμώ, συνδέω, δίνω κάτι ξαφνικά, κατηγορώ, φορώ κάτι που δεν ταιριάζει με την περίσταση > κοτσαδόρος ρυμουλκόγαντζος |
crack software | ιστωλεθρικό |
cracker | ιστωλετήρας / ιστωλλύω |
crayon | κραγιόν, κραγιόνι χειλογραφίδα, χειλοβαφέας / χειλομόλυβο |
creampie | εσωχυσία |
crescendo | κρε(τ)σέντο επένταση |
croisière | κρουαζιέρα περιπελάγηση |
croissant | αρτοφέγγαρο |
croquet < αγγλ. croquet < ρ. croquer (= χτυπώ) | κροκέ σφυροσφαίριση, στοχοσφαίριση |
croquette | κροκέτα φρυγανένδυτο |
croupier | κρουπιέρης φυλλανοιχτής |
crystal sword | αδαμαντάορας |
cucetta | κουκέτα αμφίκλινο |
culotte | κιλότα βουβωνίδα, βόσπυγος |
cum in ass | πρωκτοχύσιμο |
cumshot | σπερματοπίδακας |
cumswap | χυσαλλαξιά / χυσανταλλαξιά |
cyber warrior | ιστωπλίτης |
cyberpathy | κυβερνοπάθεια (© Spiros) |
cyborg | μηχανδρείκελο (© Alchemist), μηχάνδρωπο, ανδρομήχανο |
cyborged | μηχανδροποιημένος |
cyborging | μηχανδροποίηση |
dama | ντάμα συμπεριπατήτρια |
dayside | φωτοσφαίριο (© Spiros), η μεταξύ τους οριακή περιοχή λέγεται ζώνη του λυκόφωτος |
debt repayment | ωρχισμός (© Yochanan) |
debuttare | ντεμπουτάρω εναρκτοδρομώ |
decalcomania | χαλκομανία υμενοτυπία |
décapage | ντεκαπάζ απομελανίνωση, ξεβαμμάκομα |
découper (= αποκόπτω) | ντεκουπαριστός αφυποβαθρισμένος, αφυποβαθρίζω |
decrescendo | ντεκρεσέντο προοδευτική μείωση της έντασης του ήχου σε μουσική σύνθεση ηχελάττωση |
deepthroat | βαθυλειχία |
défilé (= παρέλαση) | ντεφιλέ συρμοφάνια |
deflector | ασπίδαυρο |
dégras | δεγράς λιπαντοδόριο |
deism | διανοκρατία / διανοκράτης |
démodé | ντεμοντέ παρασυρμικό |
dentelle | δαντέλα, νταντέλα πλεκτο + ὅριο πλεχθόριο |
depaysement | αποτοπισμός, βρεφοτήρηση |
deposito | ντεπόζιτο καυσιμοδοχείο |
deux-pièces (= δύο κομμάτια) | ντεπιές αμφιτέμαχο |
dirtsider | ομοχθόνιος |
disintegrator | απολοκληρωτής |
disruptor | φωτοσφαιροβόλο |
diva (=θεά) | ντίβα διάσημη τραγουδίστρια ή ηθοποιός διασημαπόμακρη |
divisionismo | ντιβιζιονισμός λωριδογραφία, μακροστιγματογραφία |
docking (devices) | πίρωση / -ώνω (© Spiros) (για τα μικρά αντικείμενα - συσκευές - υλικολογισμικό) Π.χΠίρωση ακουστικών, bluetooth σε κινητό |
docking (space) | προσπίρωση / -ώνω (© Spiros), προσβλήτρωση / -όνομαι (© Spiros), προσκομβίωση / -όνομαι (© Dwarven Blacksmith), προσεισφράγιση /-ίζομαι |
documentaire | ντοκιμαντέρ στοιχειοταινία |
documentare | ντοκουμεντάρω βασίζω σε τεκμήρια, σε ντοκουμέντα τεκμηριοθετώ |
domino | ντόμινο πλακιδιάλυσος |
doomwatcher | οικοκασσάνδρα |
dossier | ντοσιέ εγγραφοθήκη |
double face | ντουμπλ φας αμφιφόρι |
double penetration | διπλοεισχώρηση (© Dwarven Blacksmith), διπλοψωλιά |
doubleplusungood | πανυπερκάκιστος |
doubler | ντουμπλάρω ανθομιλώ |
downtime adv | αλλοτινότητα |
doxxing | στοιχειοφαντία / στοιχειοφάντης |
drapé | ντραπέ πολυδίπτυχο |
dresser | ντρεσάρω κτηνοπαιδεύω |
drille | ντρίλι ράχυφο |
drone (observation) | τηλεωρίτης |
drone (tank copter) | αερομποτάνκ (© Hellegennes), ερπαεριθύνωπο |
drone (tri-, quad-, hexacopter) | τρι-, τετρα-, εξαβεμβικό |
drone (UAV) | αερομπότ (© Hellegennes), βομβίσκος (© Sophistes), θροΐσκος (© Sophistes), ζίγγος (© Sophistes), τενθρήνιο (© Sophistes), αυτοπλάνο (© TheoPhrm), αερομβώτιο, αεριθύνωπο, κηφηνόπλανο (© κάποιος_Νίκος), κηφηνόπτερο (© κάποιος_Νίκος), πτερήλατο, θρον (© Spiros), πτεροβέμβικας (για όλα τα παραπάνω, το UCAV μαχητικό...) |
drone (UGV) | ρομποτάνκ (© Hellegennes), ερπιθύνωπο |
drone (UUV) | υδρομπότ (© Hellegennes), υδροβομβίσκος (© Sophistes), υδροθροΐσκος (© Sophistes), υδροζίγγος (© Sophistes), υδροτενθρήνιο (© Sophistes), υδρομβώτιο, υδροϊθύνωπο |
dropshaft | αιωροσωλήνας |
duende | καλλεμψύχαψη, ψυχόριγος (© Spiros), εγκηροθωπεία εν + κηρ (ψυχή) + θωπεία, εάν φυσικά ισχύει πως νεκρός νη (αρνητικό) + κηρ (ψυχή) άψυχος, τεχνογητεία |
dyson sphere | κελυφοτίτανας, τιτανοκέλυφος (© κάποιος_Νίκος), αστροκέλυφος (© Spiros), ηλιοβράνη (© Spiros), αστρένδυμα (© Spiros) (...του Dyson) |
earthborn | γηγνητικός |
earthborn | γήγνητος |
earthfolk pln | γεώλαος |
earthlike | γηϊνοειδές |
earthman | πλανητοδέσμιος |
earthperson | χθονιώτης |
e-Board | αμφίτροχο (όχι “-σανίδα” γιατί είναι ηλεκτροκίνητο όχημα)Υπάρχει φυσικά και ο όρος αυτοϊσορροπούμενο ηλεκτροκίνητο πατίνι, αλλά αναφέρεται σε πατίνια, δηλαδή τροχοσανίδα με χειρολαβές. |
effet | εφέ προσδοτικό |
egoscan | ιδιαναζήτηση |
élite | ελίτ βελτιστάθροιση |
élitisme | ελιτισμός βελτισταθροιτισμός |
e-mail | φωτάγγελμα, λυχνόγραμμα, λυχνόπεμπτο, λυχοδικό (γράμμα), λυχόδιο |
embouteillage | θρομβοδός ή θρομβωδός, οδόθρομβος / οδοθρόμβωση (© κάποιος_Νίκος), αρύθοδος, αστόθρομβος, θρομβαστός (κατα το πονο-κέφαλος) |
emu | αυστραλόρνιθα |
en face | ανφάς κατόπτρωθεν |
entrata | εντράτα (= είσοδος), εισαγωγικό μουσικό κομμάτι σε θεατρικό ή μουσικό έργο πρόμουσο |
escabeau | σκαμπό υψικάθισμα |
escape pod | κοσμόλεμβος |
esp v | αλλονάγνωση |
esper | αλλοναγνώστης |
étagère | εταζέρα ικρίσκος |
étamine | εταμίνα υποκέντιο |
étiquette | ετικέτα συνοπτίδιο |
évasé, μτχ. του ρ. évaser (= ευρύνω, πλαταίνω) | εβαζέ λαγυνίδα, κατα το σχήμα του δοχείου (λάγυνος) |
expository lump | τεχνοσέντονο |
expressionnisme | εξπρεσιονισμός εκφρασισμός |
expressionniste | εξπρεσιονιστής, εξπρεσιονίστρια εκφρασιστής |
extrafort (= εξαιρετικά δυνατός) | εξτραφόρ ραπτοκράτης |
extrémisme | εξτρεμισμός παρυφισμός |
extrémiste | εξτρεμιστής, εξτρεμίστρια παρυφιστής |
faan | φαντασιοκουστωδικός |
face-à-main | φασαμέν λαβόπτρα |
facepalm | χτυποψία / τυπτοψία |
facial | χυσοβάτισμα |
facon | φασόν ενδυματότυπο |
faction | φράξια ιδεόταση |
fakefan | φαντασιακολουθίσκος |
falbalas | φραμπαλάς επιπτύχωτο |
fanning | φαντασιοπαδός |
fannish | φαντασιοπαδικός |
fannishness | φαντασιοπαδοσύνη |
fanspeak | φαντασιοπαδική |
fantascience | εφεπιστημονικοφάνεια |
fantastic | μυθοπλαστικοειδές |
fante | φάντες/ης φιγούρα της τράπουλας, ο βαλές ανακτίσκος |
farsa | φάρσα ευθυμοδόλωμα |
fascia (= ταινία, επίδεσμος) | φάσα (1) πρόσθετη λουρίδα υφάσματος που ράβεται για μάκρεμα, φάρδεμα ή διακόσμηση στο κύριο ύφασμα, (2) (ναυτικός όρος) η ζώνη της ισάλου των πλοίων που χρωματίζεται συνηθέστερα κόκκινη, μπλε, άσπρη ή μαύρη, (3) η κάτω οριζόντια ξύλινη λωρίδα εντοιχισμένων επίπλων, (κουζίνας, ντουλάπας κ.λπ) που καλύπτει τα πόδια των επίπλων (1) υφιμάτιο, (2) ισαλόζωνη, (3) επιπλοκνημίδα |
faster than light | υπερλυκωκύτητα, υπερφωτώθηση |
fata morgana | φάτα μοργκάνα είδος αντικατοπτρισμού, που εμφανίζεται συχνά στον πορθμό της Μεσσήνης, κατά τον οποίο επιμηκύνονται τα αντικείμενα που βρίσκονται στην απέναντι ακτή διπλοκατοπτρισμός |
fattura | φατούρα τρόπος ανάθεσης υπεργολαβίας, όπου ο υπεργολάβος πληρώνεται μόνο για την εργασία, ενώ τα υλικά παραγγέλνονται και πληρώνονται απευθείας από τον εργοδότη εργασιαμοιβή |
faux bijou | φο μπιζού πολυτιμοειδές |
favori | φαβορί νίκη + ιμερτός > νικημερτός, -ή, -ό |
feelie | μελό ε.φ. φαντασιομελόδραμα |
feminisme | εξισωτισμός |
fermion | ημιστροφόνιο / ημιπεριστροφόνιο |
fernweh | ξεναλγία (© Sophistes), αλαργολαχτάρα, περαντόποθος, οδυσσεϊσμός (© fagano), φιλεμπειρία |
festival < λατινfestivus (= εορταστικός) | φεστιβάλ καλλιτεχνοπανήγυρις |
feston | φεστόνι διακοσμοβελονιά |
fetish | ηδονόπραγμα / λαγνάψυχο |
fetishism | αψυχολαγνεία |
fetta | λεπτόκομμα |
feuille volante | φέιγβολάν ανακοινωσελίδα |
ffffm | τετραγυνόργια |
fffm | τριδοριάλοιφος / -ία, θθθα (© clot), τριγυνόργια |
ffm | δικύσθοιφος /-ία, διγυνόργια |
fiasco | φιάσκο χλευωλεθρία |
fideism | δοξασιοκρατία / δοξασιοκράτης |
fidget spinner | σβουροδάκτυλος, νυχοβέμβικας, τριφυλλέλικας, ζαβολιαρόσβιγα, νευροστρόφιγγας, σπαρτα(ρο)ρόδανο > σπαρταρόδανο, νυχόσβουρα, νυχέλικας, νυχόσβιγα, νυχοστρόφιγγας, ροδανόνυχο, δακτυλοβέμβιξ, δακτυλέλικας, δακτυλόσβιγα, δακτυλοστρόφιγγας, δακτυλορόδανο, τριφυλλοβέμβικας, τριφυλλόσβουρα, τριφυλλόσβιγα, τριφυλλοστρόφιγγας, τριφυλλορόδανο, ζαβολιαροβέμβικας, ζαβολιαρόσβουρα, ζαβολιαρέλικας, ζαβολιαροστρόφιγγας, ζαβολιαρόδανο, νευροβέμβικας, νευρόσβουρα, νευρέλικας, νευρόσβιγα, νευρόδανο, σπαρταροβέμβικας, σπαρταρόσβουρα, σπαρταρέλικας, σπαρταρόσβιγα, σπαρταροστρόφιγγας, σβουρέλικας (© sys3x) πλακωθέλικας < πλακωτό + έλικας, τριβαρόσβουρο, ελικοβέμβικας |
fidgetiddies | μασθέλικας / βυζοβέμβικας |
filet (voleyball) | ομαδοδιαχωριστής, πετοσφαίριστος |
filetto | φιλέτο σαρκαυθέντημα |
filigrane | φιλιγκράν φωτεμφανές |
finaliste | φιναλίστ τελικιαίος |
finestrino | φιλιστρίνι μικρό στρογγυλό παράθυρο σε καμπίνα πλοίου, φινεστρίνι εξαλωπή |
finire | φινίρω τελειώνω κάτι, επεξεργάζομαι επιμελώς την εμφάνιση ενός προϊόντος τελωραΐζω |
fiocco (= νιφάδα) | φιόγκος τρόπος δεσίματος γραβάτας, κορδέλας, κορδονιού κτλ. σε σχήμα πεταλούδας ανάκομβος |
fisarmonica | φυσαρμόνικα μουσικό όργανο με φυσητήρα και σειρά μεταλλικών γλωσσίδων, καθεμιά από τις οποίες παράγει διαφορετικό τόνο συριγγίδα |
fisting | πυγμοδιείσδυση |
fixe | φιξ αναποσυναρμολόγητο |
flanella | φανέλα κορμίδα |
flash | φλας (αυτοκινήτου) στροφοφώς > (το) στροφώς, (τα) στροφώτα |
flaska | πλόσκα ξύλινο δοχείο για κρασί υλοπίθαρος |
flitter | βραχύπλοο |
floater | ανθελκωθούμενο |
flotteur | φλοτέρ δοχειοπλωτήρας |
fmm (dap) | συνεδρότρηση |
fmm (dvp) | συμμυρτώρυξη |
fmm (sandwich) | αμφίψωλο, διανδρόργια |
fmm (Spit Roast) | πεοβελισμός |
fmmm (airtight) | πανοπ(οπ)ληστία > πανοπληστία, τριανδρόργια |
fmmm (da + vp) | φαλλοτριβείο |
fmmm (dv + ap) | τραμιδάλεση |
foccacia | μπουγάτσα πολυφυλλέδεσμα |
fondant (φοντανιέρα) | κερασματοθήκη |
fondant | ζαχαροπήκτωμα |
food pill | δισκιεδώδιμα |
footjob | πελμοδόνηση / πελμοφαλλία |
force field | σκέπαυρο |
forziere | φορτσέρι μπαούλο αλφοθήκη |
foulard | φουλάρι λαιμοφακιόλι |
foursome | τετροχεία, τεσσεροπάρτουζο (© clot) |
foyer (= εστία) | φουαγιέ υποδεκτήριο |
fractionnisme | φραξιονισμός ιδεοτασισμός |
frangia | φράντζα μετωποβόστρυχος |
frankenfood | διαγονιδίεσμα (διαγονίδιο-εισαγόμενο γονίδιο + έδεσμα), τερατοφάι |
freesia < κυρ.όν. Freese, Γερμανός φυσικός | φρέζα, φρέζια στροφοκοπτήρας |
fremdschämen | συνεντροπή (© Sophistes), πάραιδως (© άραξον), συναισχύνομαι, συναιδούμαι, συναίδομαι |
fricassée | φρικασέ λαχανιστό, κρεατοπός |
friendzone | υβρίδεσμος, μνηστηροστάσιο |
friteuse | φριτέζα λαδολέβητας |
fruit glacé | φρουί γκλασέ, φρουί γλασέ οπωρογλυχύαλος |
fuckbuddy | φιλόφιλος (© Τζακ Πάλανς) |
fuga | φούγκα είδος πολυφωνικής μουσικής συνθέσεως κατά την οποία οι διάφορες φωνές ή όργανα επαναλαμβάνουν και αντιφωνούν με παραλλαγές την αρχική μελωδία μουσομορφόκλασμα |
fumé | φιμέ (για τις αντιηλιακές μεβράνες αυτοκινήτων) σκοθυμένας |
gadget a | εφευροκεντρικό |
gagnant | γκανιάν νίκη + ιμερτός + ἳππος > νικημέρθιππος |
galactography | γαλαξιογραφία |
gangbang | συμμοριτοπάταγος (© Τζακ Πάλανς), συμμοριογαμήσι (© Alchemist ), οχλοβάτεμα, συγγάμβρισμα / συγγαμβρίζω / συγγαμβρίστρια |
garbuglio | γαρμπίλι (= μπέρδεμα, ανακάτωμα), χαλίκι που χρησιμοποιείται στην οικοδομική χαλικουκκίδα |
garçonnière | γκαρσονιέρα τριμέρισμα |
garniture | γαρνιτούρα διακοσμεδώδιμο, εδεσμοστόλισμα |
gated community | γιαποικία (© Yochanan) |
gateway | συμπαντοπύλη |
gaufrette | γκοφρέτα αμφικηρηθρόψητο |
gelee (γαστρονομία) | πηκτό + ὕδωρ > πήχθυδρο, οπογλύκισμα / στερεοπός / στερεοχυμός |
gelee (κομμωτική) | ιξόκομο |
generation | χασματόπλωρο |
giostra | γ(κ)ιόστρα μονομαχία εφίππων εφιππομαχία |
glacer (= παγώνω) | γλασάρω γλυχυαλίζω < γλυκός + ὓαλος γλυχύαλος (γλάσο) |
glamping | χλιδοσκήνωση |
glassite | μεταλλύελος |
globo | γλόμπος σφαιρικό, γυάλινο περίβλημα λαμπτήρα φωθυαλόσφαιρα |
go nova v | νεολαμφοδεύω |
go supernova v | υπερνεολαμφοδεύω |
gokkun | συγχυσιοποσία |
googling | μηχαναζητώ |
grand-guignol | γκρανγκινιόλ τρομιουργία |
granita, grano (= κόκκος) | γρανίτα είδος παγωτού από χυμό φρούτων παγώπωρα |
grappare | γραπώνω πιάνω με τα νύχια, αρπάζω βίαια νυχαρπάζω |
graser | ηλιαστίκτης |
grasso | γράσο λίπος για τη λίπανση των μηχανών μηχανόλιπος |
graviton laser | βαρυτοστίκτης |
gravity well | βαρυτορόσημο |
gravure | γκραβούρα εγχαρακτική |
grenat | γκρενά ροιώδες |
grigio | γρίβας ψαρό άλογο στάχθιππος |
grille | γρίλια διακενίτες |
grok v | διενδοσυναίσθηση |
gros plan | γκρο πλαν αγχιληψία |
grottesca | γκροτέσκο (= ζωγραφιά των σπηλαίων), γελοιογραφική υπερβολή, για να τονιστεί το κακό και το άσχημο γελοιωδεστατογράφημα |
group mind | συμμύαλο |
groupuscule | γκρουπούσκουλο ακραιομορία |
guipure | γκιπούρ οξειδωμένδυμα |
gustatore | γουσταδόρος αυτός που δοκιμάζει από ποτό για να ελέγξει την ποιότητά του οινημβριθής |
habillé | αμπιγιέ επισημιμάτιο > επισημάτιο |
hacker | κενοφάντης, ιστωρύχος, δικτυοτρήτης |
hacking | κενοφαντία, ιστώρυξη, δικτυότρηση |
hamburger | βουκρεόψωμο |
handjob | χειροφαλλία |
hands-free | ωτέμφυτο, χώρχερο (© LOUROS), λυτρόχειρο, νήχειρο, νηχείραπτο |
harclik | ψιλίκωμα |
helicab | πτεροναυλώχημα |
helicar | ελικοπτεράμαξo |
hentai | παραφιλογραφία / παραφιλοτεχνία |
héraldique | εραλδικός εμβληματολογικός |
hipster | ασυρμικός |
hive mind | μακροσυναπτικό |
hoax (web) | ιστομύθευμα |
holotank | ολογραφοδέκτης |
home boy | οικόπαιδο (© Σπυρος), οικοδιάκονος (© κάποιος_Νίκος) |
home galaxy | τετραβραχιόνιος |
hot dog | θερμοκύνιον (© stavmanr), περιαρτοχοίριο (© stavmanr) |
hyperdrive | υπερωστικός |
hypersonic missile | πανήχαυλος, πανυπερηχόβλημα (© κάποιος_Νίκος), πενθυπερηχόβλημα (>Mach ) |
hyperspeed | υπερωκύτητα |
impervium | αυθιστάτης |
impresario | θιασαρωγός |
imprimé | εμπριμέ διανθιμάτιο |
inertia damper | αλεξέλξιο, αδραν(ει)οαπορροφητής/αδραν(ει)οεκμηδενιστής/αδρανειοαδρανοποιητής (© clot) |
infodump | πληροφοριοκοίλι |
infrared absorption metamaterial | Υπερυθραπορροφητήρας / φωτονιοφάγος / φωτερυθροφάγος / αλυχνόφιλτρο (© Spiros), φωνονηδεστής / υπερυθροδεστής |
insalata (= αλατισμένη) | σαλάτα αλατέδεσμα |
instantané | ενσταντανέ αυθορμητοληψία |
in-system | ενδοαστροσφαιρικό |
interludio | ιντερλούδιο δραματικό μουσικό ή κινηματογραφικό ιντερμέδιο διάμουσο |
intersystem | διαστροσφαιρικό |
jack in v | μυαλογισμικομβιώνω, κυβερνοπιρώνω (© Spiros) |
jambon | ζαμπόν βρασσομήριο |
jamiton (μποτιλιάρισμα-φάντασμα) | οδωστισμός, οδορροπηξία, οχηματοσυσσώρευση (© stavmanr), κυκλοφοριεμφραγή (© stavmanr) |
jaquette, υποκορτου jaque < αραβ. schakk | ζακέτα περικορμίδα, καλυπτένδυμα |
jarretière | ζαρτιέρα γλουθιμάντας, περιποδιοδέτης |
Jogging | βραχύδρομος / βράξιμο (© LOUROS), βραδυδρομώ / -ία |
jump drive | μεθαλματωθητήρας |
jump gate | μεθαλματόθυρο |
jump | μέθαλμα |
jump point | μεθαλμάτοπος |
jump ship | μεθαλματωθούμενο |
jump space | διαμεθαλτήριο (σύμπαν) |
jump v | μεθάλλομαι |
jupe-culotte | ζιπ κιλότ αμφικωδώνιο |
jupon | ζιπούνι, ζιπουνάκι απλευρίδα |
kiyma | κρεατάλεσμα / κρεατάρτυμα |
kumbara | νομισματοδοχείο |
kummerspeck | λυπόλιπος, θλιψομασαμπούκες (© fagano) |
l’esprit de l’escalier | παραπαύδηση, παρωραλογία |
lamé | λαμέ στίλφνυφο |
lampion | λαμπιόνι λαμπτηρίσκος |
lancer | λανσάρω καινωθώ |
landing cradle | προσκομβιωτήρας |
lapalissade | λαπαλισμός κύρ. όν. La Palice, ήρωας ενός τραγουδιού του οποίου οι στίχοι ήταν γεμάτοι με αφελείς κοινοτοπίες· π.χ. ένα τέταρτο πριν πεθάνει, ήταν ακόμη στη ζωή κοινοτυπολογία |
l'appel du vide | κένελξη |
laque | λακ κομοστάτης, κομοψέκασμα |
laser gun | φωτοστικτοβόλο |
lasso < ισπαν. lazo | λάσο ιππαγχόνη |
lattice | ομοιόπλεγμα |
lava (= πλημμύρα) | λάβα lavare, διάπυρη ρευστή ύλη που χύνεται από τα έγκατα στην επιφάνεια της γης κατά τις ηφαιστειακές εκρήξεις πυροποντή |
légende < μσν.λατιν. legenda (= ανάγνωσμα) | λεζάντα επεικονίδιο |
lenza | λάντζα λάντσα, μεγάλο δοχείο όπου πλένουν τα μαγειρικά σκεύη στα εστιατόρια σκευονιπτήρας |
lettre (= γράμμα) + set | λετρασέτ γραμματοσύνολο |
lettrine | λετρίνα κορφόγραμμα |
levier < lever < λατινlevare (= ανυψώνω) | λεβιές μηχανή (μη + χάος) + μοχλός (μη + όχλος) μηχανοχλός |
levitator | βαρυταρνητής |
light | λυκωκύτητα |
light-speed | φωτομονάδα / φωτομοναδιαία (μέτρηση) |
limousine | λιμουζίνα χλιδώχημα, μεγιστανόχημα |
linoleum | λινόλεουμ είδος χαρακτικής λινελαίυφο |
liquid breathing | υγραναπνοή |
Lofstrom loop | κοσμοπυλώνας (του Lofstrom) |
lotion | λοσιόν λούθρυγρο |
lucchetto | λουκέτο κινητή κλειδαριά κλειθροκυτίο |
luna City | σεληνούπολη |
lunarian | σεληνάποικος |
lustrino | λουστρίνι γυαλιστερό δέρμα πολυτελείας, τα λουστρίνια, παπούτσια απ’ αυτό το δέρμα υαλοδόριο |
macchietta | μακέτα προσχέδιο οικοδομήματος, μηχανήματος ή έργου τέχνης σε μικρογραφία μικραναπαράσταση |
maisonnette, υποκορ. του maison (= σπίτι) | μεζονέτα οροφότμητο |
majorette, συγκοπτόμτ. του αγγλ. drum majorette | μαζορέτα αθλοχορεύτρια, γηπεδοχορεύτρια |
mammouth | τριχοθηρίο |
manchette < manch (= μανίκι) | μανσέτα καρποϊμάτιο |
mani | θρήνασμα |
mankini | ωμωρχεοσυνδέτης, καυλιμάντειο |
mannequin | λωφαρμοστής, ενδυματοδειξίας |
manovella | μανιβέλα χειροκίνητος μοχλός για την περιστροφή μηχανής χειρεκκινητής |
manteau | μαντό ελαφράπορπο, γυναικοφόρι |
manteca | μαντέκα αρωματική αλοιφή για το μουστάκι μυστακεύωδο |
marinata | μαρινάτα ειδική σάλτσα (από ξίδι, σκόρδο, ντομάτα, αλεύρι κτλ.) για τη διατήρηση ψαριών ή κρέατος αλευροξάλμη |
marmelade | πολτώπωρα |
marqueterie | μαρκετερί εγχρώμυλο |
mascara | μάσκαρα καλλυντικό για τη βαφή των βλεφαρίδων βλεφαροψιμύθιο |
mascella | ανωδίτης (νωδός φαφούτης) |
mascotte | τυχεραγωγός |
masochisme | αυτοτερψαλγία |
mayonnaise | μαγιονέζα κορκάρτυμα |
mazzo | μάτσο ομόδεσμος |
mech | μηχανένανδρο |
medaillon | μεταλλοποίκιλμα |
medical nanites | βιονίτες |
melon (chapeau) μενού | menu μελόν πιλοπέπονας |
mercerisé | μερσεριζέ βαμβακόστιλπνο |
merchandising (brand) | δημοφιλοπώλιο |
merchandising | εμπορευματώθηση |
mercurian | εφιέρμαιος |
meringue | μαρέγκα λευκοχτύπι, αφρολεύκωμα |
metamodernism | υστερονεωτερισμός |
métro | υποτροχιόδρομος |
milf | ωριμόκυσθη |
military science fiction | στρατοφαντασιακή |
mille-feuille | μυριοφύλλιο, τριφυλλόστρωτο |
mina | εκκρηκτώρυγμα |
minare | εκκρηκτωρύσσω |
mind shield | αλουμινόκρανος |
mind-meld | πνευματοσύγκραση |
minimalisme | απλοτροπία / απλοκρατία |
mise | μηχανεκκινητής |
mixage | ηχομιξία |
modéliste | μοντελίστ συρμοκόμος |
modello | μοντέλο καλλωμοίωμα |
modem (pc) | αμφιδιαμορφωτής |
moderato | μετριόρρυθμος |
moderno | συσσυρμικός |
moiré | μουαρέ ψιαθικό |
montage | μοντάζ εικονοδεσία, κινηματοσύνδεση / εικονοσύνδεση |
monteur | μοντέρ εικονοδέτης |
moonsuit | σεληνένδυμα |
morph | σωματομοιότυπο |
mostarda | μουστάρδα καρύκευμα φαγητού με τσουχτερή γεύση (φτιαγμένο με αλεύρι σιναπιού, ξίδι κ.α.) σιναπάρτυμα |
motivo (= κίνητρο) | μοτίβο υποβαθρότυπο |
motocross | αγροδρομία, μηχανατραπία |
motosacco | μοτοσακό ποδήλατο με προωθητικό κινητήρα ποδομηχανήλατο |
moulinée (soie) (= στριφτό μετάξι) < ρmouliner (= τυλίγω μετάξι) | μουλινέ, μουλινές τροχαλωτό |
mouse (computer) | καταδεικτήρας / διευθυνσιολόγος (© Ανδριανός), ιχνόσφαιρα / τηλεκατευθυντήρας / τηλεκαταδότης / τηλεβελόνα (© Nostalgia), τηλεδρομέας (© don't speak), μυστήρας (© Σπύρος1), χειροδείκτης (© m@stermind), ιχνοθονηγός (© Ζενίθεδρος) [αν και νομίζω πως το σωστό, κατα το νόμο της συνθετικής εκτάσεως, θα έπρεπε να είναι το ιχνωθονηγός], πορνοδότης (© Οργισμένος) |
mousse | αφρέδεσμα |
mozzo | μούτσος μαθητευόμενος ναύτης πρωτοναυτιλλόμενος |
multigeneration ship | γενεόσκαφος |
mundane | ανεφοπαδός |
mutant | μεταλλαγμενούργημα |
mutation | μεταλλαγμενουργία |
necessaire | καλλυντικοθήκη |
nectin | συνδετίνη |
needle beam | πυρακτίνα |
needle gun | πυρακτινικό |
needle v | πυρακτινίζω |
négligé | νεγκλιζέ γλουτήρης |
néon | νέον αιγλαμπτήρας |
neptunian | ποσειδωνάποικος |
network collapse | πανιστωλεθρία |
neural | μυαλογισμικό |
neuronic | νευραλλοιωτής |
neutralino | ανιδωτόνιο / ανιδωσωμάτιο |
neutrino telescope | ελαφρονιοσκόπιο |
neutrino | ελαφρόνιο |
neutronium sword | ουδετερονίδα |
neutronium | ουδετερονιακό (υλικό) |
nicotine | καπνίνη / υδατόκαπνος |
nightside | ερεβοσφαίριο (© Spiros) |
nomenclatura | συνυπενθυμιστές |
normal space | ομοιαπέραντο |
nova bomb | ανθυλοβίδα |
nova v | καινοφανηγώ |
novella (= νέα) | νουβέλα λογοτεχνικό είδος ενδιάμεσο ως προς την έκταση και την πλοκή, μεταξύ διηγήματος και μυθιστορήματος μεταδιήγημα |
obbligato (= υποχρεωτικό) | ομπλιγκάτο ένδειξη που καθιστά υποχρεωτική την εκτέλεση συνοδευτικών μερών μιας σύνθεσης μουσεπίταξη |
occhio (=μάτι) | όκιο τα όκια, ανοίγματα κυκλικά στην πλευρά πλοίου στην περιοχή της πλώρης, από τα οποία περνά η αλυσίδα της άγκυρας αγκυρόφθαλμος |
Oculus Rift & HoloLens | μαγόφακος (© LOUROS), ευτόπτρα, ευτοπίοπτρο |
off-earth | αλλοχθονογενές |
off-earth adv | μηκισθήλια |
off-planet | απαφετήριος |
off-planet | αποπύρηνος |
offworlder | αφηλιοσφαίριος |
on-planet | επιπλανήτιος |
ordinanza | ορντινάντσα στρατοδιάκονος |
osteonectin | οστεοσυνδετίνη |
ottetto | οκτέτο μουσική σύνθεση για οχτώ όργανα ή φωνές οκτωδία |
outplanet | διαγαλαξιάκοσμος |
outsystem | ετερήλιο |
ouverture | ουβερτούρα προμελόδραμα |
ovatta | βάτα υπωμίδα |
overdrive | υπερφωτωθητήρας |
overmind | πολυνοημοσύνη |
pacchetto | πακέτο κυβόδεμα |
paillette | παγέτα ελασμάτοπο |
pain d’ Espagne < ιταλ. pan di Spagna (= ψωμί της Ισπανίας) | παντεσπάνι γλαγόαρτος |
pala (= φτυάρι) | πάλα το πλατύ τμήμα του κουπιού κωπόπτυο |
paletta | παλέτα πινακίδα όπου ο ζωγράφος ανακατεύει τα χρώματα, η χρωματική κλίμακα που χρησιμοποιεί καλλιτέχνης φασματοπινακίδα (ζωγραφική) ή αχθόβαθρο (μεταφορές εμπορευμάτων) |
panel | τηλεπαΐοντες |
panneau < pan < λατιν. pannus (= πανί) | πανό συνθημαθίστιο |
pantofola | παντο(ύ)φλα αναπαυτικό υπόδημα που φοριέται στο σπίτι ταπητοπέλτης |
paramano | παραμάνα είδος καρφίτσας ασφαλείας καρφιτσοδέτης |
parasole | παρασόλι ομπρέλα για προφύλαξη από τον ήλιο πελθήλιο |
paravent | παραβάν θαλαμεριστής |
parcomètre < parc (για αυτοκίνητα) -ο- + ελλμέτρον | παρκόμετρο σταθμευόμετρο |
parquet | παρκέ, παρκέτο ψηφιδοδοκωτό > ψηφιδοκωτό |
parqueteuse | παρκετέζα δοκός + ὑαλιστής > δοχυαλίστρα |
passamento | τοιχοκνημίδα |
passe-partout (= περνά από παντού) | πασπαρτού πανδιίοντας |
passerelle | συρμέξεδρο |
passifan | αντιφαντασιακόλουθος |
pasta frolla (= ζύμη εύθρυπτη) | πάστα φλόρα είδος γλυκίσματος από ζύμη που επικαλύπτεται με μαρμελάδα μελιμηλόζυμο |
pastel | παστέλ αχνόχροο |
pasticcio | παστίτσιο είδος φαγητού με μακαρόνια, αβγά και κιμά κρεατολαγηναλευράρτυμα |
pastiglia | παστίλια φαρμακευτικό δισκίο, είδος καραμέλας ιαματοδίσκιο |
patatrac | πατατράκ ο θόρυβος που δημιουργείται από ένα σώμα όταν πέφτει, φασαρία, θορυβώδες επεισόδιο, φαλιμέντο ηχοξάφνιασμα |
patchwork family | κασιγνηταδελφική (οικογένεια) |
pâté | πατέ περιζύμιο |
patina | πατίνα στρώμα οξειδώσεως με πρασινωπό χρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια παλιών μεταλλικών αντικειμένων χλωροξειδώστρωση |
peignoir | πενιουάρ προκομβιωτό |
pèlerine | πελερίνα κομομανδύας > κομανδύας |
pendentif | παντατίφ περιδερίδιο |
pennelare | πινελάρω βάφω με πινέλο χρωστηρίζω |
pergola | πέργκολα μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει ως στήριγμα αναρριχητικών φυτών και δημιουργεί σκιερό υπόστεγο ανθικρίωμα |
petto | πέτο το μπροστινό τμήμα του γιακά ενός σακακιού, παλτού, πουκαμίσου, φορέματος, το οποίο αναδιπλώνεται πάνω στο θώρακα θωρακοπτυχή |
phaser | ενεργοπομπός (© stavmanr), ενεργοβόλο (© killerbee) |
photo bomber | φοντοχαλάστρας, υποβαθροπτωτιστής, υποβαθρεπιβάτης, ανθυποβαθρεπιβάτης (συνοδεία του πρώτου), βαθρεπιβάτης (ο απόλυτος βομβιστής), υποβαθρώσκων |
photomontage | φωτομοντάζ φωτεικονοδεσία |
photoroman | φωτορομάντζο φωτειδύλλιο |
pianissimo | πιανίσιμο με πολύ αδύνατη ένταση, πολύ σιγά στη μουσική απαλόμουσα |
pianola | πιανόλα μηχανικό πιάνο του οποίου τα πλήκτρα κινούνται με κατάλληλο μηχανισμό υδραυλοκλειδοκύμβαλο |
piattella | πιατέλα μεγάλο ρηχό πιάτο για σερβίρισμα μεγαπινάκιο |
piattello | πιατέλο μικρό πιάτο μικροπινάκιο |
piccante | πικάντικος που έχει ευχάριστα δριμεία γεύση ευδριμύς |
piccirillo | πιτσιρίκα μικρό και ζωηρό παιδί (υπάρχει το "ζωηρόπαιδο"), οπότε μπορεί να αποδοθεί ως ζωηροκόριτσο |
piccolo | πίκολο μικρός πλαγίαυλος στη μουσική πλαγιαυλίσκος |
piena (= γεμάτος) | πιένα συρροή κόσμου σε θέατρο, συναυλία κτλ θεατροσυρροή |
piercing (γενική ονομασία) | ενδέρμιο |
piercing (γλώσσας) | εγγλώσσιο |
piercing (κλειτορίδας) | εγκλειτορίδιο |
piercing (μύτης) | εμμύτιο |
piercing (ομφαλού) | ενομφάλιο |
piercing (όρχεων) | ενόρχιο |
piercing (πέους) | εγχαλίνιο |
piercing (ρώγας) | ενθήλιο |
piercing (στόματος) | εγχείλιο |
piercing (φρυδιού) | εμφρύδιο |
piercing | κοσμότρηση |
piloto | πιλότος πλοηγός, οδηγός αεροσκάφους αιθερηγός |
pince | πένσα σφιχθηλίδα |
pique-nique | πικνίκ υπαιθροφάι |
pirouette | πιρουέτα μονοποδόστροφο |
piste < λατινpista | πίστα χοροπέδιο |
pistola | πιστόλα μεγάλο πιστόλι καννοθάλαμο (όπλο) |
pizzicato | πιτσικάτο παραγωγή ήχου από έγχορδα όργανα με νύξη των χορδών χορδοκέντητο |
placier | πλασιέ προμηθαποδόχος |
plafond (= οροφή) | πλαφόν μεγισθόριο |
plafonnier | πλαφονιέρα οροφόλυχνο |
Planck (ενέργεια) | ενεργόνιο (του Πλανκ) (© Spiros) |
Planck (θερμοκρασία) | μεταθερμοκρασία / υπερκρασία / εξωθερμοκρασία / εξωκρασία (του Πλανκ) (© Spiros) |
Planck (μάζα) | ψυλλώνιο / ψυλλόνιο (του Πλανκ) (© Spiros) |
Planck (μήκος) | οδόνιο (του Πλανκ) (© Spiros) |
Planck (φορτίο) | δωδεκατρόνιο (του Πλανκ) (© Spiros) |
Planck (χρόνος) | χρονόνιο (του Πλανκ) (© Spiros) |
planer | πλανάρω αιωροπλωρίζω |
planetary romance | αστρειδύλλιο |
planet-bound | πλανητοπάγιος |
planet-buster | γεωλετήρας |
plastiskin | αντιδόριο |
plateau | πλατό ληπτοθάλαμος |
platiné | πλατινέ λευκοχρυσοειδές |
plexiglas < γερμ. Plexiglas (όν. μάρκας) | πλεξιγκλάς ανθραχύαλος |
plongeon (= βουτιά) | πλονζόν αποκρουσοβούτι |
plutonian | αδηούχος |
poché(e), μτχτου ρpocher (= μαυρίζω το μάτι κάποιου) | ποσέ ατσοφλόβραστο |
pod person | εξωγηινισμένος |
poire (= αχλάδι) | πουάρ αναρρόφουσκα |
pois (= αρακάς) | πουά κουκκιδώδες |
poltrona | πολυθρόνα αναπαυτικό κάθισμα με πλάτη και μπράτσα, για ένα άτομο πε(ριε)ρεισίνωτο > περεισίνωτο |
pornstar | αισθησιοποιός |
portamento | πορταμέντο τρόπος ομαλής και ευδιάκριτης μεταβάσεως από φθόγγο σε φθόγγο στη μουσική ευφθογγισμός |
portatif | πορτατίφ επιπλόλυχνο |
porte-manteau | πορτμαντό υποδηματιοθήκη |
portmanteau word | λεξαποσκευή |
portogallo | πυρρόκαρπος / πυρροκαρπιά |
posa | πόζα φροντισμένη στάση που παίρνει κανείς προκειμένου να φωτογραφηθεί ή να χρησιμέψει ως μοντέλο ζωγράφου ή γλύπτη απεικονόσταση |
posare | ποζάρω παίρνω ορισμένη στάση προκειμένου να φωτογραφηθώ ή να χρησιμέψω ως μοντέλο καλλιτέχνη απεικονοστέκομαι |
positron | θετικόνιο |
post-holocaust | μεθολοκαυτωματικό |
postiche | ποστίς πλοκαδοφενάκη |
post-scarcity economy | μετανεμπληστική (κοινωνία) |
pot-pourri (= φαγητό από πολλών ειδών κρέας) | ποτ πουρί κρεατεράνισμα |
poudingue < αγγλpudding | πουτίγκα πηχθηδές |
pouf | πουφ πρόσπυγο |
poulain | πουλέν υπάρχει ως φέρελπις και υποτιμητικά ως μανάρι, άρα θα μπορούσε να γίνει > φερελπιδομάναρο |
POV | μονορατόργια / μονοθεατόργια |
première | πρεμιέρα πρωτοπαράσταση |
presa | πρέζα ποσότητα κονιοποιημένης ουσίας που παίρνεται με τον αντίχειρα και τον δείκτη, μικρή ποσότητα, ποσότητα ναρκωτικής σκόνης που ρουφιέται από τη μύτη κονιδομερίδα, παραμυθόδοση |
pressor beam | ωθησαχτίδα |
pressor | ωθησαχτιδοβόλο |
presto | πρέστο η μέγιστη δυνατή ταχύτητα στην εκτέλεση μουσικού κομματιού ταχιστόρρυθμος |
prima vista | πρίμα βίστα η εκτέλεση μουσικού κομματιού χωρίς προηγούμενη μελέτη πρωτεκτέλεστα |
prime < λατινpraemium (= βραβείο) | πριμ μισθεπιβράβευμα |
projection keyboard | πληκτρολόγραμμα |
protectorat | προτεκτοράτο κηδεμονευτό (κράτος) |
provocateur < λατινprovocare (= προκαλώ) | προβοκάτορας, προβοκατόρισσα εκδικοφάντης |
provocation | προβοκάτσια εκδικοφαντία |
pullman | πανεδροκίνητο / πανεδροφορείο |
punaise | πινέζα πλάθηλος |
purée | πουρές, πουρέ γεωμηλόπολτος |
PWAG’s | λευκοπρωκτολαγνεία |
quad (γουρούνα) | χερσαίοχος (© κάποιος_Νίκος) |
quadro | κάδρο περιπλόχμιο |
quadrone | καδρόνι κυβοδόκαρο |
quantum mechanics | διακριτονική μηχανική |
quantum | διακριτόνιο |
quark | πλινθόνιο |
qubit | διακριτήκιστο |
qubyte | διακριτογδήκιστο |
quinta | κουΐντα το καθένα από τα πλάγια παραπετάσματα στη σκηνή θεάτρου, που αποκρύβουν τη θέα προς τα παρασκήνια παρασκηνοπέτασμα |
quintetto | κουϊντέτο μουσική σύνθεση σε πέντε μέρη, σύνολο από πέντε μουσικά όργανα ή πέντε φωνές πέντασμα |
raboté, μτχ. του ρraboter (= πλανίζω) | ραμποτέ ψευδοροφή + ύλη > ψευδορόφυλα |
racchetta | ρακέτα όργανο που χρησιμοποιείται για το χτύπημα της σφαίρας στις αθλοπαιδιές του τένις και του πινγκ πονγκ σφαιροκώπη |
raf (ράφι) | ικριωματίδιο |
railgun | επιραβδοτοξευτής (© κάποιος_Νίκος), μαγνητοβαλλίστρα, αμφιραγορίπτης, μαγνητοπυροβόλο (© killerbee), μαγνητοβόλο (© Spiros), επιτροχιοβόλο (© Spiros), εξοβελιστής (© κάποιος_Νίκος) |
ralenti | ρελαντί στροφελάχιστο |
rampe | ράμπα προβολίκριο (της αυλαίας θεάτρου), φορτοδιάδρομος (για το κεκλιμένο επίπεδο) |
ramscoop | συλλέχθυδρο |
raspa | ράσπα οδοντωτή λίμα χειραποξέστης |
ravioli | ραβιόλια φαγητό από ζυμαρικά γεμισμένα με κρέας και καρυκεύματα λαγηνοπλήθοντα |
ray gun | ακτινορίπτης |
ray projector | ακτινοπροβολέας |
ray v | ακτινορίπτω |
reaction drive | αντιδρωθητήρας |
réception | ρεσεψιόν ξενοϋποδεκτήριο |
réceptionniste | ρεσεψιονίστ ξενοϋποδέκτης |
récital | ρεσιτάλ τεχναρίστευμα |
redingote < αγγλriding coat (= σακάκι ιππασίας) | ρεντινγκότα ιπποτόπαλτο |
relax < αγγλρrelax | ριλάξ χαλαρόλικνο |
rente | ράντα πληρωσειρά |
replicant | επωδιστής |
repos < reposer | ρεπό παυσήμερο |
reproduction | ρεπροντιξιόν πινακότυπο |
retiré | ρετιρέ στεγοδιαμέρισμα |
revanche | ρεβάνς εκδίκαθλος |
réveillon | ρεβεγιόν πρωτεθέορτο |
reverse gangbang | συννυφάδιασμα / συννυφαδιάζω / συννυφαδιαστής. Σκέφτηκα το γκουσγκουνίζω, αλλά στο αρκαδικό ιδίωμα σημαίνει το να κουνειέσαι χωρίς αποτελεσματικότητα, απο το κουσκούνι υπουρίδα, οπισθένη |
rififi (= συμπλοκή)· η σημ. στα ελλ. από την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του Ντασέν | ριφιφί διαρρηκτώρυξη |
rim world | παρυφόκοσμος |
ringworld | ηλιαντλάλως, κοσμοκρίκελος, κρικελόκοσμος |
rischio | ρίσκο κίνδυνος, δυσμενές ενδεχόμενο, παρακινδυνευμένη ενέργεια ριψοκινδύνευμα |
road movie | τροχόδραμα |
roba | ρόμπα πρόχειρο, γυναικείο εξωτερικό ένδυμα μεταλουτρίδα |
robot (Arms & Grippers) | πολυγίγγλιμα |
robot (one legged) | αυθάλτης |
robot | ρομπότης (© κάποιος_Νίκος), εμφρονοειδές, ρομβώτιο, δουλοειδές (© κάποιος_Νίκος), σκλαβοειδές (© κάποιος_Νίκος), μέτεργο, εργατοειδές (© Εσχατόγερος), ιθύνωπο, αζωαύτεργο (© stavmanr), ταλωειδές |
rogue planet | αλυχνόχθονας, ορφανίτης (© clot), πλανέμιος (© Spiros) |
rogue state | κακουργιοκρατίδιο, κρατοκόβαλος / κοβαλόκρατος (© κάποιος_Νίκος) |
romantic comedy | ιλαρειδύλλιο |
rondella | ροδέλα μικρός κύκλος από δέρμα, καουτσούκ ή μέταλλο που χρησιμεύει για το καλύτερο σφίξιμο της βίδας υποκόχλιο |
rosetta | ροζέτα δαχτυλίδι με μικρά πετράδια σε σχήμα ρόδου, γλυπτό ρόδο, έμβλημα παρασήμου σε σχήμα μικρού ρόδου που φοριέται στο πέτο τριανταφυλλίσκος |
rouge | ρουζ παρειέρυθρο |
rouleau | ρολό, ρουλό κυλινδροτύλιχτο |
rouler ή αγγλ. roll + κατάλ. -άρω | ρολάρω ορμηφορίζω |
roulette | ρουλέτα λαχνέδρανο |
rumpology | πυγομαντεία |
sac de voyage | ταξιδαποσκευή, ταξιδόσακος (© κάποιος_Νίκος) |
sadisme | τερψαλγία |
sadist | τερψαλγός / τερψαλγιστής |
saison | σεζόν εποχίσκη |
salame | σαλάμι αλατόρυα |
salmastra | σαλαμάστρα σχοινί πλοίου στεγανό + νήμα στεγάνημα |
salmis | σαλμί (δίχως κρεμμύδι) ακρόμμυο |
saltare | σαλτάρω πελλάλλομαι |
sandwich | περιάρτιο (© stavmanr), αμφίαρτο (© stavmanr) |
sanguigni | αιμόκαρπος, ερυθρόμηλο / αιματόκιτρος (© κάποιος_Νίκος) |
Santa Claus machine | ινιδιοποιός |
saturnian | κρονονάστης |
sauté | σοτέ τηγανοτίναχτο |
sauter | σοτάρω τηγανοτινάζω |
savarin (γλυκό μπαμπάς) | γαλακτωματόστριο |
savoir vivre | ευδιαγωγή |
savore | σαβόρε ξινή σάλτσα ως καρύκευμα ψαριών ξυδάρτυμα |
scansare (= αποφεύγω) | σκαντζάρω αλλάζω βάρδια φυγοφρουρώ |
scaramuccia | σκαρμούτσο στήλη από μεταλλικά κέρματα περιτυλιγμένα σε χαρτί κερματοκύλινδρος |
scarpino | σκαρπίνι είδος χαμηλού παπουτσιού στιλφνυπόδημα |
scartare (= απορρίπτω) | σκαρτάρω διαλογαφαιρώ |
scenario | σενάριο πλοκογραφία |
schlimazel | δισεκτισμός, γκαντεμισμός, πηγαδοκατουρητισμός, φρεατουρισμός, κακοκλωθεμένος |
schnapsidee | οινοφάνεια / οινοφανής (ιδέα) (© άραξον), μεθυσοβουλή (© κάποιος_Νίκος), ξιδέα (© LOUROS), αμπελοϊδέα (© fagano) |
scia | σία κάνε πίσω με τα κουπιά (προστ. του αντιλάμνω) αντιλάμνετε |
scientology | πνευματραπισμός |
scorbuto | τροφοκυτιοπάθεια / ναυτοπάθεια |
scotta | σκότα σκοινί που τεντώνει τα πανιά του πλοίου ιστοτανυστής |
screenager | οθόνηβος, ευωνυμοσφίχτης (ευώνυμος (αριστερά) + σφίχτης (μυώδης)) |
scuffia | καροβόμβυκας |
sechoir | κομοστεγνωτήρας, θερμοπνοϊκό (© κάποιος_Νίκος) |
séchoir | σεσουάρ κομανεμιστής |
secondare | δευτεράδω |
security | ασφαλοπάροχος |
sedan | τετραθυροκίνητο |
self-driving car | αυθοδήγητο |
selfie stick | αυταπεικονηρίδα (αυταπεικονίζω + έρεισμα), αυτειδωλαβή, ειδωλόμοχλος |
self-replicating spacekraft | αυτοπηγούμενο / βιοπηγούμενο (σκάφος) |
sellotape | ταινιοκολλητικό / ταινιοκολλητής |
sépale, από συμφυρμό των séparer και pétale | σέπαλο καλυκόφυλλο |
séparé | σεπαρέ αποθάλαμος |
séquence (= σειρά, ακολουθία) | σεκάνς σειραποτύπωση |
sercon | σοβαροδομική |
sercon | σοβαροδομή |
seredipity | τυχεύρημα |
serenata | σερενάδα/τα κατωφλίασμα |
serpentin | σερπαντίνα χαρθέλικα |
servi (= υπηρετούμενος) | σερβί φυλλοκράτηση |
service | σερβίς σφαιροκομία, πρωτορριψιά |
serviette | σερβιέτα δοριαλίστιο, εμμηνορρυσιόρουχο, εμμηνόπανο (© κάποιος_Νίκος) |
servir | σερβίρω οψοκομίζω |
servitore | σερβιτόρα/ισσα/ος υπάλληλος εστιατορίου, καφενείου, ζαχαροπλαστείου εσθιοκομιστής (© killerbee) |
sestetto | σεστέτο μουσική σύνθεση για έξι όργανα ή φωνές εκτωδία |
sexism | φυλοδιαφορισμός |
sexist | φυλοδιαφοριστής |
sexting | ειδωλοιφώ, αλαργοχαμούρεμα / -εύομαι, τηλεμπαλαμούτιασμα / -τιάζομαι, ιστερωτοτροπία / -ώ, διασυνδεψία / διασυνδέφομαι |
sfogliata | σφολιάτα βουτυροζύμαρο |
shampooing | σαμπουάν κομοσάπων |
shared world | ομόσυμπαν |
silhouette, από το κύρ. όν. Silhouette, Γάλλος υπουργός των οικονομικών το | σιλουέτα περισκιαγραφή |
sirop | σιρόπι, σορόπι πηχθήδυγρο, υδροζάχαρη / υδροσάκχαρο |
skatecycle (ονομασία προϊόντος) | αμφελικοσανίδα |
skimmer | αιωρόδιφρος |
skinsuit | αερολισθηρίδα |
skort | περιγοφίδα (έντομη) |
skyhook | ριψόγαντζος |
skywritting | αιθερογραφία |
sleeper ship | αζωτόκλινο |
slideway | μεθελκυστήρας |
slipstream | φαντασιακοφανής |
slower-than-light | υπολυκωκύτητα |
smart clothe | μεταλώπιο |
smartphone | ευστρόφωνο |
sniff | εισπνοδοσία / εισπνόληψη |
soffitto | σοφίτα χωρόστεγο |
solar sail | ηλιάρμενο, ηλίστιο (© Spiros) |
solarian | ηλιοσφαιραπός |
solfège | σολφέζ μουσανάγνωση |
solista | σολίστ(ας) που εκτελεί μουσικό κομμάτι μόνος του ιδιεκτελεστής |
solo | ιδιεκτέλεση |
sol-type | ηλιομοιότυπο |
sommier | πλεχθυπόστρωμα |
soufflé | σουφλέ τυρόπομφο, φουσκόγευμα |
souper | σουπέ ζωμόδειπνο |
sovertire (=ανατρέπω) | σοβερτάρω ανατρέπομαι (για πλοία) ναυσανατρέπω |
space dock | κοσμονεωδόχος |
space drive | διαστημωθητήρας |
space force | αχανομαχητικό |
space fountain | εξανελκυστήρας |
space lane | διυφήλιος (οδός) |
space marine | διαστημαχητής |
space operatic | διαστημομελόδραμα |
space patrol | διαστημονομία |
space v | κοσμοδρομώ |
space yacht | κοσμοθαλαμηγός |
space-borne | διαστημεύσιμος |
space-burned | αστεροκαμένος |
spacehand | αχανέμπειρος |
spaceline | διυφηλιακή |
spaceman | διαστηματίας |
spaceship | αχανοπλεούμενο |
space-sick | διαστημάσθενο |
spaceward | διαστημώθεν |
spaceways pln | διαστροδός |
spaceworthy | διαστημευσιμότητα |
spaceyard | κοσμοναυπηγείο |
spaghetti | σπαγγέτι λεπτά ατρύπητα μακαρόνια ραβδολάγηνο |
spam | παμφωτάγγελμα, συμφορημάγγελμα (© κάποιος_Νίκος), παλλυχνόγραμμα, παλλυχνόπεμπτο, παλλυχόδιο, διασυμφόρημα (© κάποιος_Νίκος), αγγελιόχληση (© stavmanr) |
spammer | παριζάνος (© clot), παμφωταγγέλτης, συμφορηματαγγέλτης (© κάποιος_Νίκος), παλλυχνογράφος, παλλυχνοπομπός, παλλυχοδίτης, διασυμφορηματίας (© κάποιος_Νίκος), αγγελιοχλεύς (© stavmanr) |
spécialité | σπεσιαλιτέ εδωδι + ειδίκευμα > εδωδίκευμα, ιδιαιτερέδεσμα, εδεστέον (© κάποιος_Νίκος) |
spiccato | διακριτόφθογγα |
splatter | αιμοπίτυλος |
sprint | σπριντάρω κραιφνάλλομαι< κραιπνός (σβέλτος) + άλλομαι (πηδώ), σπριντάρισμα κραίφναλμα |
spy ray | αλλοναγνωστικό |
staccato | ασυναπτόφθογγα |
starwisp | παραβολοφόρο (σκάφος) |
stasis field | υπεραδρανειακό (πεδίο) |
stecca | στέκα μακρύ ραβδί που χρησιμοποιούν οι παίκτες του μπιλιάρδου σφαιρισόραβδος |
stellar engine | φωταντλητές |
stick (USB flash drive) | μηληθόκλειθρο, μνημόλπη, ψηφιομνημοφορέας / μικροψηφιοφυλάκιο (© stavmanr), μνήμαυλος / μνήμαυλο (© Spiros252), δεδομένεση, παράδισκo, επίδισκo, επιδισκίδιο, πρόδισκο, παράσκληρο, σκληράκι, μνημολμίσκος (απο το ολμίσκος), μνημοθηκάκι |
stiletto | στιλέτο αιχμηρό εγχειρίδιο, μικρό μαχαίρι πολύ κοφτερό αορίσκος |
stilizzare | στιλιζάρω υφοδοτώ |
stim | παμβελτιωτής |
stoccare | στοκάρω (1) επιχρίω με στόκο, (2) συγκεντρώνω διαθέσιμα προϊόντα, εμπορεύματα κτλ., δημιουργώ στοκ (1) σχισματοφράζω, (2) εμπορευματοσυσσωρεύω |
stora | στορ(ι) μπαλκονόπορτας ή παραθύρου, παραπέτασμα σε παράθυρο ή πόρτα διακενίτης (γρίλια) + πτυχή διακενιτόπτυχο |
strapon (double, triple) | δι-, τριφαλλόζωνο / δι-, τριπλοδονητής |
strapon | φαλλόζωνο |
striptease | ηδονόλουτρο, λαγναπεμφιεσμός / λαγνέκδυση / λαγνογδύσιμο (© κάποιος_Νίκος) |
studio | εικονηχοληπτήριο |
stylo | μελάναυλος, μελανογραφίδα (© κάποιος_Νίκος) |
sub-etheric | υποαιθέριος (© Alchemist) |
subjunctivity | πραγματιστοσύνη |
sublight | υπολυκωκύς |
sublight adv | υπολυκωκέως |
sublight | υπολυκωκύτητα |
subspace | υπόσυμπαν |
succès | σουξέ μουσεπίτευγμα |
suède < Suède (= Σουηδία) | σουέτ απαλόδορο |
suite | σουίτα χλιδωμάτιο |
supersonic missile | υπερηχόβλημα (© κάποιος_Νίκος) |
suso | σούζα οπισθηρίδα |
swatting | διωκτικοπλάνηση |
sword & sorcery (ταινία) | σπαθομαγωδία |
synthetic telepathy | φρηναυδία / -ώ, τεχνοπάθεια (© Spiros) |
system-wide | πανηλιοσφαιρικός |
table d’hôte | ταμπλ ντοτ γευματότυπο |
tableau (basketball) | καλαθοπίνακας |
tableau | πληροφοριοπίνακας |
tablet | χαπάκι (© LOUROS), πινακοθόνη |
taccone | τακούνι ταρσυψωτής |
tailleur | ταγέρ αμφόρεμα, ομοιένδυμα |
tamburlo | χορδοτύμπανο |
tapissier | ταπητιοθέτης |
tappezzare | τοιχοδοραλείβω |
tappezzeria | ταπετσαρία τοιχοδορά |
tariffa | ταρίφα καθορισμός τιμής, διατίμηση, το κόστος διαδρομής με ταξί ναυλωχηματοχρέωση |
tartana | καλλιεύσωμη |
tarte | οπωράμμιλος |
taxi (chauffeur de) | ταξιτζής ναυλωχηματίας |
taxi, συγκοπή του taximètre | ταξί ναυλώχημα, αγοράμαξο |
taxim | ταξίμετρο ναυλόμετρο, διαδρομόμετρο |
technopathy | τηλεκτροπάθεια (© Spiros), ψυχοτροπάθεια (© Spiros), τηλετεχνολογοπάθεια (© killerbee) |
telempathic | τηλενδοσυναίσθηση |
télépherique | τελεφερίκ συρματόσυρμος, αεροκιβωτός |
télésiège | τελεσιέζ εδράλυσος |
terminator (solar) | ευημερινός (© Spiros) |
terra-cotta | ψητόπηλος |
terraform v | γαιοπλάθω (© Alchemist) |
terraformed | γαιοπλασμένος (© Alchemist) |
terraforming | γαιοπλαστικός |
terrazza | τεγοπέδιο |
thermal throttling | θερμαυτορρύθμιση / θερμαυτοταλάντωση / θερμαυτοχρονισμός / ιδιοθερμοχρονισμός (© Spiros), θερμαγχονισμός |
threesome | τριοχεία (© Yochanan) |
thriller | αγωνιόδραμα |
tight-beam | φωτοστικταγγέλτης |
tight-beam v | φωτοστικταγγέλλω |
time viewer | χρονοταξιδοσκόπιο |
timepath | χρονοπαθητικος (© Alchemist), χρονατραπός, χρονόρευμα (© Spiros) |
tirage (= τράβηγμα) | τιράζ ανατυποσότητα |
tirante-tirare (= τραβώ) | τιράντα λουρίδα από ύφασμα ή λάστιχο για να συγκρατεί ρούχα ενδυματιμάντας > ενδυμάντας |
tire-bouchon | τιρμπουσόν φελλοκοχλίας |
toast | φρυγανόψωμο / φρυγαναρτιά |
toilette | χλιδένδυμα |
tomatl | υδρόμηλο, χρυσόμηλον (© κάποιος_Νίκος), μήλαυρος |
torch drive | συντηκτωθητήρια |
torch | συντηκτωθητήρας |
torch v | συντηκτωθούμαι |
torchship | συντηκτωθούμενο |
torpille | βρυχιοεκρηγνυτήρας |
torschlusspanik | αποδειπνοφοβία, περατοφοβία |
torta | εορτόδεσμα, εορτόγλυκο (© κάποιος_Νίκος) |
toupet | τουπέ κορφή (κεφαλής) + φενάκη (περούκα) > κορφοφενάκη > (η) κορφενάκη |
tourniquet < tourner (= περιστρέφω) | τουρνικέ μονοστροφόφυλλο > μονοστρόφυλλο |
traballare (= ταλαντεύομαι) | τραμπάλα αμφίμοχλο |
trabochetto | σκηνοκαθέκτης |
trac | τρακ αγόραγχος, πληθοφοβία |
tractor beam pulling | ακτινουλκώ |
tractor | ρυμουλκακτίνα |
trampolino | υμενοβατήρας, τυμπαναλτήρας |
transhuman | αλλοσχηματικός |
transhuman | αλλόσχημος (άνθρωπος) |
transracial | διεγχρωμικός |
trappola (= παγίδα, δόλος) | τράπουλα η δεσμίδα των παιγνιοχάρτων τετρατραπέλη > τετραπέλη |
tratta | τράτα κωνικό δίχτυ αλιευτικό που σέρνεται από βάρκα ιστόκωνος |
travasare | τραβατζάρω μεταγγίζω κρασί ή λάδι από ένα δοχείο σε άλλο μεταδοχεύω |
travel vlogging | ταξιδαναρτοληψία |
traversa | ραγοδοκός |
traversare | διαλιμενίζω |
traversata | διαλιμενισμός |
trois quarts (= τρία τέταρτα) | τρουακάρ τεταρτόλειψο |
troll | σωκρατίσκος (© clot), συρθαλιέας, εμφιλόνεικος (© κάποιος_Νίκος), θεματοδιοχλεύς (© stavmanr) |
trolley | ηλεκτραστικό |
trolling | καλικαντζάρισμα (© Τζακ Πάλανς), συρθαλιεία, εμφιλονικεία (© κάποιος_Νίκος), θεματοδιόχληση (© stavmanr) |
trombone | τρομπόνι χάλκινο πνευστό όργανο αντλιοσάλπιγγα |
troubadour | συνθετοτραγουδιστής, περιπλαναοιδός (© κάποιος_Νίκος) |
trufan | εφομπαδός |
tulle, από την πόλη Tulle, όπου αρχικά υφαινόταν | τούλι διαφάνυφο |
turban | κεφαλοΰφασμα, πιλόδεσμος |
umbrella | ομπρέλα πέλτη + ὑετός > πελθυέτη |
Unbihexium | Mετευστάθιο |
universalisme | αποκαταστατισμός |
unsuit v | διαστημογδύομαι |
unsuited | διαστημόγδυτος |
upcycling (λεξιλογικό) | λεξανωκύκλωση, λεξονεκρανάσταση (© Alchemist) (επαναχρησιμοποίηση απαρχαιωμένων λέξεων για νεοεμφανισθείσες έννοιες ή εξαρτήματα) |
uranian | ουραναπός |
vacchetta | δαμαλόδερμα |
vagone | συρμέρισμα, συρμότμημα / συρμόχημα |
vaporwave | ατμοκύμα / αχνόκυμα (© Ηephestus) |
vaseline | υδρελαιίνη |
velcro (χριτς-χρατς) | γαμψοΰφαντο / αγκιστροΰφαντο (© κάποιος_Νίκος), τραχυδέτης |
velo | αχνόψιο |
vendetta | εκδικοτιμία |
venerian | αφροδιτάποικος |
ventagliο | πτυσσοριπίδα |
ventosa | βεντούζα μικρό γυάλινο δοχείο με πλατύ στόμιο, που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς βδάλλω (ρουφώ) + λέβης (δοχείο) βδαλλέβης |
verabreden | ανταμοθετώ |
verschlimmbessern | χειροτεροβελτίωση, -ώνω |
vibrato | δονητόφθογγο |
vibroblade | παλιλλόγχιο |
video | ιδωρροή |
viewport | παρεικόνιση |
viewscreen | οθονοσκόπιο |
viral | κοινολογίσιμο, επιδημιαίο |
virare | βιράρω στρέφω βαρούλκο, για να σηκώσω άγκυρα ή βάρκα αγκυρουλκώ |
virtual reality sickness | μεθαδρότητα |
visa | βίζα θεώρηση διαβατηρίου από τις αρμόδιες αρχές αλλοδημεγκριτήριο |
vitrine | βιτρίνα υαλοπροθήκη |
vol-au-vent | βολοβάν πολυφυλλόθηκο |
vorfreude | προχαίρομαι (© Sοphistes), προσευμένεια (© άραξον) |
waldeinsamkeit | ιδιαλσολασιλαρότητα, μοναχοδρυμεντρέχεια, δασοκατάνυξη, δασηρεμία |
walkthrough | υπέρλυση |
warp drive | δινωθητήρας |
warp v | δινωθούμαι |
western | βουφορβωδία |
xenocide | ειδοκτονία |
xenology | αλλελλογολογία |
yades | διχαλοπαίγνιο |
zebra | ραβδώνος |
zig-zag | ζιγκ-ζαγκ καρχαροδοντηδόν |
zuppiera | σουπιέρα πιατέλα για το σερβίρισμα της σούπας ζωμοκύλικας |