Μου είπαν, γιατί δεν έτυχε να δω σήμερα το ΒΗΜΑ, ότι κάποιος δημοσιογράφος κριτικάρισε τη χρήση της λέξης φοβερός με μια από τις κυριολεκτικές της σημασίες, δηλαδή φρικαλέος, απαίσιος.
φοβερός -ή -ό [foverós] E1 : 1. που προξενεί: α. φόβο· τρομερός: H όψη του ήταν φοβερή. Tο πρόσωπό του καλυπτόταν από μια φοβερή μάσκα. β. φρίκη, αποτροπιασμό· φρικαλέος: Φοβερό έγκλημα. Tο θέαμα των πτωμάτων ήταν φοβερό. γ. έντονη ενόχληση, αηδία: Έχει τη φοβερή συνήθεια να σκαλίζει τη μύτη του. 2α. πολύ μεγάλος, έντονος, μεγάλης έκτασης: Έκανε φοβερές προσπάθειες για να πετύχει το στόχο του. Mου συνέβη κάτι φοβερό. O πόλεμος / το χαλάζι / η πλημμύρα προξένησε φοβερές καταστροφές. β. που προκαλεί έκπληξη, κατάπληξη, θαυμασμό· πολύ αξιόλογος, εξαιρετικός: ~ ηθοποιός / παίκτης / επιστήμονας. Φοβερό ρεκόρ / γκολ / άλμα. Διαθέτει φοβερή μνήμη / δύναμη / ενεργητικότητα. || ~ και τρομερός, (για επίταση) πολύ φοβερός, αξιόλογος, εξαιρετικός κτλ. φοβερά EΠIPP. [αρχ. φοβερός]
Για την ακρίβεια, σε ένα επεισόδιο από τα Φιλαράκια της πρώτης σεζόν -έχει σημασία η σεζόν γιατί η μετάφραση έγινε πριν 13 χρόνια- είχα μεταφράσει το you are a terrible waitress ως "είσαι φοβερή σερβιτόρα". Δεν μπορώ να θυμηθώ ποια ήταν η πιο κοινή χροιά της λέξης φοβερός τότε. Επειδή, όμως, τα ελληνικά μου δεν ήταν πολύ χειρότερα από ό,τι είναι σήμερα, προφανώς πριν από 13 χρόνια δεν είχε σε τόσο μεγάλο βαθμό καθιερωθεί η χρήση φοβερός = καταπληκτικός, γιατί προφανώς δεν θα τη χρησιμοποιούσα έτσι, και σήμερα εννοείται ότι θα κατέφευγα σε άλλη απόδοση, π.χ. φριχτή, απαίσια κλπ.
Αν θυμάμαι καλά, από κάποια στιγμή και μετά άρχισε να το λέει κατά κόρον ο Βλάσης Μπονάτσος και σιγά-σιγά, στο λεξιλόγιο της σημερινής νεολαίας έχει αποκτήσει μία και μόνη έννοια. Θυμάται κάποιος καλύτερα την πορεία της λέξης για να φωτίσει την υπόθεση;