eliminate → αποβάλλω, απομακρύνω, εξαφανίζω, απαλείφω, εξαλείφω, αφαιρώ, διαγράφω, παραλείπω, ξεφορτώνομαι, σκοτώνω, εξολοθρεύω, εξοντώνω, βγάζω από τη μέση, απεκκρίνω, αποβάλλω, παραμερίζω, αποκλείω, θέτω εκτός αγώνα, θέτω εκτός αγώνος, βγάζω εκτός αγώνα, βγάζω εκτός αγώνος, θέτω εκτός μάχης, αποκλείω σε προκριματικό αγώνα, αποδυναμώνω, σακατεύω
spiros ·
1 · 202