absolutely and completely → πέρα ως πέρα, πέρα για πέρα, εντελώς, ολοκληρωτικά, μα εντελώς, καθ' ολοκληρία, εξ ολοκλήρου, ολωσδιόλου, όλως διόλου, σε απόλυτο βαθμό, όσο εκεί που δεν πάει άλλο, υπερβολικά, απόλυτα, απολύτως
spiros ·
1 · 186