Πλάκα έχετε αν και λέτε μερικά σωστά πράγματα αμφότεροι.
Καταρχάς, ας δούμε ποια είναι η εθνική ομάδα της Κόστα Ρίκα σ' αυτό το μουντιάλ και ας θυμηθούμε τα αποτελέσματά της στα προκριματικά: νίκησε 3-1 την Ουρουγουάη (το γκολ που δέχτηκε ήταν μετά από χτύπημα πέναλτι), νίκησε 1-0 την Ιταλία και έφερε ισοπαλία 0-0 με την Αγγλία. Ο τερματοφύλακάς της είναι ο καλύτερος της διοργάνωσης και ένας από τους καλύτερους του κόσμου. Πολλοί θεώρησαν την είσοδό της στους 16 έκπληξη, αλλά τα αποτελέσματά της στον α' γύρο είναι καθαρά και φανερώνουν πως έχουμε να κάνουμε με μια εξαιρετική ομάδα.
Στο παιχνίδι μ' εμάς, προς μεγάλη μου έκπληξη, αποφάσισε να παίξει αμυντικά με μοναδικό επιθετικό τον Κάμπελ. Υποθέτω ότι ο προπονητής τους, ο Πίντο, δεν είναι ανόητος, αλλά αποφάσισε να μας «φθείρει» δεδομένων των καιρικών συνθηκών που ευνοούσαν την Κόστα Ρίκα, να μας αφήσει να φλυαρήσουμε με την μπάλα στα πόδια και να οργώσουμε το γήπεδο κάνοντας πολλά χιλιόμετρα και εντέλει να μας εξοντώσει με καναδυό φαρμακερές αντεπιθέσεις που μπορούσε άνετα να βγάλει η ομάδα του γιατί οι παίκτες του έχουν καλύτερη φυσική κατάσταση από τους δικούς μας. Επίσης, λογικά υπολόγισε ότι θα έχουμε κι εμείς αμυντικό προσανατολισμό, κάτι που διέκρινε την εθνική μας και στην εποχή Ρεχάνκελ και στα δύο πρώτα μας ματς με Κολομβία και Ιαπωνία. Ωστόσο, έλαβε σίγουρα υπόψη ότι η εθνική Ελλάδας εδώ και πάρα πολλά χρόνια δεν σκοράρει εύκολα.
Του Πίντο δεν του βγήκε μέσα στο παιχνίδι το πλάνο του γιατί ο Σάντος παρέταξε το πιο επιθετικό σχήμα που έχουμε δει ποτέ σε επίπεδο εθνικής, γιατί δεν κάναμε το λάθος να τρέχουμε πανικόβλητοι σε όλο το παιχνίδι κυνηγώντας τους παίκτες της Κόστα Ρίκα αλλά κάναμε στοχευμένα μαρκαρίσματα εξοικονομώντας δυνάμεις και στα 120 λεπτά, γιατί δεν μπορούσε να προβλέψει ότι θα χάσει παίχτη με κόκκινη κάρτα (όπως κι εμείς στο παιχνίδι με την Ιαπωνία) και γιατί δεν υπολόγισε τις ατομικές προσπάθειες των Ελλήνων παικτών (αυτές που κατηγορείτε) οι οποίοι δημιούργησαν μεγάλες ευκαιρίες και θα κέρδιζαν με μεγάλη διαφορά στο σκορ αν δεν ήταν ο Νάβας. Βλέπετε, όλοι θυμόμαστε εύκολα τα δοκάρια ως φάσεις (βλ. ματς με Ακτή Ελεφαντοστού) αλλά ξεχνάμε εξίσου εύκολα τις κλασικές ευκαιρίες γκολ που αποκρούει ο αντίπαλος.
Ήμουν στα γήπεδα από 5 χρονών (μαζί με τον μακαρίτη τον πατέρα μου τότε που δεν γινόντουσαν έκτροπα από πλευράς οπαδών) και, πιστέψτε με, έχω δει εντός γηπέδου περισσότερους αγώνες από πολλά αγόρια, χώρια τα παιχνίδια από την τηλεόραση. Η εθνική μας στο ματς με την Κόστα Ρίκα ήταν η καλύτερη που έχω δει ποτέ και είχε μεγάλα διαστήματα εξαιρετικής απόδοσης από άποψη αθλητικής ποιότητας. Τους έβλεπα και δεν το πίστευα. Ειδικά όταν στο πρώτο μέρος της παράτασης έπαιξαν μονότερμα μια τόσο καλή ομάδα σαν σε προπόνηση μετά από 100 λεπτά παιχνιδιού, έτριβα τα μάτια μου. Το ξαναλέω. Τόσο καλή μπάλα δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ σε επίπεδο εθνικής.
Οι εθνικές ομάδες, παιδιά, δεν είναι ακριβώς ομάδες για να έχουν ομαδικό πνεύμα. Εδώ και πολλά χρόνια και αυτό ισχύει για όλες τις χώρες, έχουν καλούς παίκτες διασπαρμένους σε όλη την υφήλιο και συγκεντρώνονται μερικές φορές τον χρόνο για να παίξουν ως εθνική ομάδα επίδειξης χωρίς να ξέρουν ο ένας τον άλλον. Στις ατομικές προσπάθειες παικτών έγκειται η διαφορά των ομάδων και σ' αυτές οφείλονται τα καλά αποτελέσματα. Και, βέβαια, κανένας παίκτης δεν μπορεί να είναι συνεχώς καλώς, αλλά αν στο επόμενο παιχνίδι διακριθεί κάποιος άλλος και έρθει το επιθυμητό αποτέλεσμα, κανένα πρόβλημα. Υπάρχουν και παίκτες διαχρονικά καλοί όχι μόνο λόγω φυσικών και τεχνικών προσόντων, αλλά και ψυχικών και μεγάλης, κι αυτοί γίνονται η ψυχή της ομάδας, π.χ. Καραγκούνης.
Επίσης, επικρίνετε τις προσωπικές προσπάθειες στην επίθεση γιατί δεν βάλαμε γκολ, αλλά αν έμπαινε γκολ στις 3 από τις 10 προσπάθειες που ανέκοψε ο Νάβας θα μιλούσαμε για θρίαμβο. Και κανείς δεν προσέχει ότι η εθνική ως το προωθημένο κέντρο της παρουσιάζει μια αξιοζήλευτη αλληλοκάλυψη ταχύτατων και τεχνικά αξιόλογων μέσων και αμυντικών με εξαιρετικά επιθετικά προσόντα.
Τέλος, ο Σάντος δεν εννοούσε τον Χριστοδουλόπουλο γιατί θα τον είχε αλλάξει έγκαιρα. Ο Σάντος εννοεί τη συμπεριφορά των παικτών του μετά τις αλλαγές. Τρεις παίκτες έβαλε ως αλλαγές: τον Μήτρογλου, τον Γκέκα και τον Κατσουράνη. Ο Κατσουράνης διέπρεψε και μοίρασε τρεις ή τέσσερις (δεν θυμάμαι πια) καταπληκτικές μακρινές πάσες σχεδόν από την άμυνα με μοιρογνωμόνιο αφού σκάσανε ακριβώς στα πόδια του κάθε επιθετικού μας φέρνοντάς τον σε θέση βολής. Ο Γκέκας ήταν φιλότιμος και έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, αλλά οι προσπάθειές του δεν ήταν καθοριστικές για το παιχνίδι (για το πέναλτι κανένας ποδοσφαιριστή δεν κρίνεται αυστηρά και μάλιστα το δικό του ήταν καλοχτυπημένο κι όχι άουτ). Ο Μήτρογλου ήταν όλο γκρίνια και ζητούσε συνέχεια την μπάλα που όταν την έπαιρνε δεν τα κατάφερνε. Πιστεύω ότι κυρίως αυτόν εννοούσε ο Σάντος.
Συμπέρασμα: η μέτρια άκρως αμυντικοκεντρική εθνική Ελλάδας του Ρεχάνκελ το 2004 έγινε πρωταθλήτρια Ευρώπης (ήταν η καλύτερη ομάδα τότε; Όχι βέβαια.) και η καλή επιθετική εθνική Ελλάδας του Σάντος το 2014 έφτασε στους 16 του Μουντιάλ και λίγο έλειψε να βρεθεί στους 8.
Προσωπικά, από τις δύο ομάδες προτιμώ τη δεύτερη γιατί η πρώτη θέλει πολλή πειθαρχία και ψυχρή σκέψη που δεν διακρίνει εμάς τους Έλληνες, ενώ η δεύτερη είναι η χαρά του ποδοσφαίρου. Και επειδή δεν παύει να είναι παιχνίδι το ποδόσφαιρο, ας μην κάνουμε επικριτικές αναλύσεις λες και μιλάμε για πολιτικούς και πολιτική όταν αναφερόμαστε στην εθνική Ελλάδας που πήγε στους 16 της Βραζιλίας. Τότε τι να πουν οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Πορτογάλοι, οι Βρετανοί, οι Ρώσοι και τόσοι άλλοι (κατά τεκμήριο καλύτεροι τεχνικά από τη δική μας ομάδα) που είδαν το παιχνίδι της εθνικής μας στο σπίτι τους;