Ein Weib Heinrich Heine
Sie hatten sich beide so herzlich lieb, Spitzbübin war sie, er war ein Dieb. Wenn er Schelmenstreiche machte, Sie warf sich aufs Bett und lachte.
Der Tag verging in Freud und Lust, Des Nachts lag sie an seiner Brust. Als man ins Gefängnis ihn brachte, Sie stand am Fenster und lachte.
Er ließ ihr sagen: O komm zu mir, Ich sehne mich so sehr nach dir, Ich rufe nach dir, ich schmachte - Sie schüttelt' das Haupt und lachte.
Um sechse des Morgens ward er gehenkt, Um sieben ward er ins Grab gesenkt; Sie aber schon um achte Trank roten Wein und lachte.
| Μια γυναίκα Χάινριχ Χάινε
Ήταν οι δυο τους τόσο ερωτευμένοι, έκλεβε αυτός κι αυτή τσίλιες φυλούσε, έστηνε κόλπα αυτός και ξαπλωμένη εμπρός στα πόδια του αυτή γελούσε, όλο γελούσε.
Οι μέρες πέρναγαν με γλέντι και χαρά, στην αγκαλιά του κάθε νύχτα την κρατούσε. Όταν του πέρασαν στα χέρια σίδερα, αυτή μπρος στο παράθυρο γελούσε, όλο γελούσε.
Της στέλνει μήνυμα : πεθαίνει αν δεν τη δει, να της μιλήσει για στερνή φορά ποθούσε. Όταν της φέρανε το γράμμα του, αυτή κουνώντας το κεφάλι της γελούσε, όλο γελούσε.
Η ώρα έξι την αυγή, του κόψαν τον λαιμό. Η ώρα επτά, βαθιά στη γη πια κατοικούσε. Αυτή όμως κιόλας στις οχτώ ρουφώντας κόκκινο κρασί γελούσε, όλο γελούσε.
|