πολυϊατρείο → clinic, polyclinic, medical centre, medical clinic

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854558
    • Gender:Male
  • point d’amour
πολυϊατρείο → clinic, polyclinic, medical centre, medical clinic
poliambulatorio
médipôle

πολυϊατρείο το [poliiatrío] Ο39 : συγκρότημα πολλών ιατρείων, που καλύπτουν αντίστοιχες ειδικότητες: Tο ~ του IKA διαθέτει παθολογικό, οφθαλμολογικό, ακτινολογικό και ωτορινολαρυγγολογικό ιατρείο.
[λόγ. πολυ- + ιατρείον κατά το πολυκλινική]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
polyclinic - Wiktionary


 

Search Tools