Από το επίθετο τλήμων (τλάμων στην αιολική διάλεκτο) που προέρχεται από το ρήμα 'τλάω'= υπομένω, καρτερώ, με ρίζα τελα→ταλα-. Πρόκειται για την ίδια ρίζα από την οποία προκύπτει το τάλας, ταλανίζω, ταλανισμένος = ταλαίπωρος, ταλαιπωρώ, ταλαιπωρημένος αλλά και το 'τάλαντον'.
Το τάλαντον ήταν αρχικά το βάρος σε διπλή ζυγαριά, ή το βάρος για ζύγισμα, δηλαδή υπέμενε βάρος. Εξ ου κι ο ταλαντούχος = αυτός που κράταγε τάλαντα, δηλαδή τους δίσκους της ζυγαριάς. Στην πορεία έγινε κομμάτι μετάλλου με χρήση νομίσματος, όπου πάλι μέτραγε το βάρος του.
Επίσης οι λέξεις ταλαντεύω = σταθμίζω βάρη στη ζυγαριά κι ο δίσκος κινείται πάνω κάτω και δεξιά αριστερά και φυσικά ταλάντωση, ταλάντευση, ταλαντεύομαι.