screamer → φωνακλάς, φωνακλού, ποτό-μπόμπα, άτομο που ουρλιάζει, άτομο που γκαρίζει, άτομο που τραγουδάει κακόφωνα, άτομο που φωνάζει στο σεξ, παλαμήδεια, πουλί με διαπεραστική φωνή, θαυμαστικό, πηχυαίος τίτλος, πηχυαίος τίτλος έντυπου, εντυπωσιακός τίτλος εφημερίδας, συναρπαστικό, διασκεδαστικό, φραστικό μαργαριτάρι, κραγμένη, γυναικωτός, μεγάλο κύμα, δυνατό σουτ, σουτάρα, κάτι συγκλονιστικό, ξεκαρδιστικό, γαμάτο, σούπερ, και γαμώ, γαμάουα
paraskevi ·
40 · 5402