πέτο το [péto] Ο39 : σε σακάκι, σε παλτό ή και σε διάφορα γυναικεία ενδύματα, το γύρισμα του υφάσματος στο ύψος του στήθους, συνήθ. ως προέκταση του γιακά: Είχε καρφιτσώσει στο ~ του ένα γαρίφαλο.
[ιταλ. petto (αρχική σημ.: `στήθος΄)]
Ο πληθυντικός πώς είναι; «τα πέτα»; ευχαριστώ.
« Last Edit: 03 Nov, 2011, 09:56:42 by spiros »
Communicate. Explore potentials. Find solutions.