Από επιφυλλίδα του Παντελή Μπουκάλα στην Καθημερινή της 28 Απριλίου 1991 που αλίευσα στο Ορόγραμμα:
Ανάλογο έχει υποστεί εκείνο το ταλαίπωρο επίθετο "ευάριθμος", που κυκλοφορεί με οριστικώς απολεσθείσα την τιμή του ετύμου του. Οχτώ στις δέκα περιπτώσεις το βιάζουν να κομίσει σημασία εντελώς αντίθετη από αυτή που ορίζει η σύνθεσή του. Φταίει μάλλον εκείνο το "ευ" στην αρχή. Μας μπερδεύει. Γιατί βλέπετε στον καιρό μας και στον πολιτισμό μας το "καλό" ταυτίζεται υποχρεωτικώς με το "πολύ". Κι ας ισχυρίζονται τα πείσμονα λεξικά ότι ευάριθμος είναι ο "ευαρίθμητος, ο ευκόλως αριθμούμενος, ο ολιγάριθμος"...
Όπως σε κάθε τεχνικό όρο, η σημασία δεν προκύπτει αποκλειστικά από την ετυμολογία. Η ετυμολογία των όρων είναι κατασκευαστικό εργαλείο, δεν είναι οι αρχιτεκτονικές απαιτήσεις. Αυτές προκύπτουν από την ειδική γλώσσα που ανήκει ο όρος. Σ' αυτήν την περίπτωση ειδική γλώσσα είναι η Μετρολογία. Υπάρχουν τα γνωστά "ολιγάριθμος" και "πολυάριθμος".
Δεν καλύπτουν όλες τις περιπτώσεις. Υπάρχει και ενδιάμεση κατάσταση, ούτε λίγοι ούτε πολλοί, αλλά αρκετοί. Αυτή είναι η αρχιτεκτονική απαίτηση. Η γλώσσα μας έχει δώσει το "ευάριθμος". Γιατί το "ευ" να σημαίνει μόνο "καλός" και όχι και "εύκολος" δηλαδή σύμφωνα με ό,τι γράφουν τα λεξικά, "ευκολοαρίθμητος". Δε χρειάζεται να υποδη-λώ-σου-με τους λίγους ότι είναι ευκολοαρίθμητοι (ευάριθμοι) είναι προφανές. Ευάριθμοι, δηλαδή αρκετοί, είναι όταν δεν είναι ολιγάριθμοι αλλά ούτε πολυάριθμοι, όπου πάλι προφανώς είναι δύσκολο να αριθμηθούν.