νεοαγανακτισμένος → neo-indignant, neo-exasperated

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854561
    • Gender:Male
  • point d’amour
νεοαγανακτισμένος → neo-indignant, neo-exasperated
νεο-αγανακτισμένος
νεοαγανακτισμένη
νεοαγανακτισμένες
νεο-αγανακτισμένοι
αγανακτισμένος → indignant, infuriated, exasperated, irritated, mad, pissed, frustrated, fed up

Για τον ακαδημαϊκό, το δύσκολο διάστημα θα είναι από εδώ και στο εξής: «Ένα πράγμα που με ανησυχεί είναι η ομάδα που έχω βαφτίσει Νεοαγανακτισμένοι, η οποία θεωρώ ότι θα κάνει έντονη την παρουσία της τους επόμενους μήνες. Θα είναι άνθρωποι που θα πλήττονται από τις οικονομικές και κοινωνικές περιπλοκές που θα φέρει η ύφεση της πανδημίας.
https://www.in.gr/2020/05/12/greece/theodosis-tasios-anisyxoun-oi-neoaganaktimenoi-mas-perimenei-avevaiotita/


 

Search Tools