Ορθή απόδοση Αγγλικών όρων για διακρίσεις και την κοινότητα LGBTQIA

Kostas M

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 182
    • Gender:Male
Έχω πολύ καιρό να ασχοληθώ με μεταφράσεις και λείπω από τον ιστότοπο, οπότε θέλω να υπενθυμίσω ότι είμαι χημικός και μοριακός βιολόγος, οπότε γλωσσολογικά υστερώ σε γνώσεις και εμπειρία από άλλα μέλη.
Ο λόγος που θέτω αυτό το θέμα είναι γιατί συνάντησα επίσημες αποδόσεις κάποιων όρων στα Ελληνικά που με βάση τις δικές μου γνώσεις είναι απαράδεκτες και θα ήθελα την συμβουλή πιο ειδικών επί της γλώσσας. Γενικά, από όσο γνωρίζω, όταν αποδίδουμε έναν όρο από μία γλώσσα σε άλλη πρέπει να μην αλλοιώνεται το νόημα του αρχικού όρου, να μην παραβιάζονται οι γλωσσοπλαστικοί κανόνες της γλώσσας στην οποία αποδίδεται και όταν πρόκειται για μια λίστα όρων να μην υπάρχουν διαφορετικοί όροι στην αρχική γλώσσα  που να αποδίδονται με τον ίδιο όρο στην άλλη-αλλιώς χάνεται η σαφήνεια του όρου. Επίσης κάποιες φορές υιοθετείται αυτούσιος ο όρος, κάποιες φορές μετατρέπεται σε μορφή της άλλης γλώσσας (π.χ. εξελληνίζεται) και κατά προτίμηση δημιουργείται ένας νέος όρος στην άλλη γλώσσα. Βλέπω ότι όλα αυτά παραβιάζονται στους τομείς που αναφέρω στον τίτλο.
Ας ξεκινήσουμε με το πιο απλό παράδειγμα.

Ρατσισμός: διάκριση με βάση το (ανθρωπολογικό-εθνολογικό) φύλο/φυλή. Στα Ελληνικά προϋπήρχε ο όρος φυλετική διάκριση και φυλετισμός αλλά δεν ξέρω γιατί δεν επικράτησε. Όταν η διάκριση γίνεται με βάση το βιολογικό φύλο τότε η λέξη και η ρίζα παραμένει η ίδια οπότε έπρεπε πάλι να λέγεται φυλετικός διαχωρισμός, απλώς για να μην μπερδεύονται οι όροι, θα μπορούσαν να υπάρχουν οι όροι βιοφυλετικός/βιοφυλετισμός ως συντομογραφία του βιολογικά φυλετικός διαχωρισμός/βιολογικός φυλετισμός.
Αντίθετα το sexism αποδίδεται ως έμφυλος διαχωρισμός. Έμφυλος σημαίνει αυτός που ανήκει στο ίδιο φύλο ή φυλή (για αυτό και ο εμφύλιος πόλεμος έχει την έννοια που έχει) οπότε θα σήμαινε διακρίσεις μόνο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, δηλαδή το αντίθετο από την έννοια του Αγγλικού όρου. Πώς προέκυψε αυτός ο λάθος όρος; Το μοναδικό παράδειγμα όπου σημαίνει συμμετοχή και των δυο φύλων είναι η εγγενής αναπαραγωγή, αλλά και εκεί νομίζω ότι πρόκειται για γλωσσολογικό σφάλμα καθώς η λέξη εγγενής σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο έχει άλλη σημασία που ταιριάζει και με την ετυμολογία της.
Επίσης αφού πλέον στην βιολογία η φυλετική και αφυλετική αναπαραγωγή λέγονται σεξουαλική και ασεξουαλική, γιατί να μην υιοθετηθεί η λέξη και ρίζα σεξ και ο όρος να εξελληνιστεί σε σεξισμό;

Τα πράγματα μπερδεύονται περισσότερο όταν μπαίνουμε στους όρους που έχουν ως μέρη τις λέξεις sex και gender. Έχω δει να αποδίδονται και τα δυο με τη λέξη φύλο και κανονικά τα transsexual και transgender, παρόλο ότι έχουν εντελώς διαφορετικό νόημα θα αποδιδόταν από κάποιους και τα δυο ως διαφυλικά, ενώ από άλλους ως διαφυλικά και διεμφυλικά αντίστοιχα. Εδώ λοιπόν έχουμε πολλά προβλήματα.

Πρώτον, στα Αγγλικά sex σημαίνει βιολογικό φύλο και συνουσία ενώ αρχικά η λέξη gender σήμαινε γένος (γραμματικό) και χρησιμοποιήθηκε για να αποδίδει το βιολογικό φύλλο έτσι ώστε να μην ακούγεται η λέξη sex που παρέπεμπε και στην πράξη. Οπότε για να αποφεύγονται ταυτίσεις όρων θα πρέπει το sex να αποδίδεται ως (βιολογικό) φύλο και το gender ως γένος.

Δεύτερον πως μπορούν να συνδυάζονται τα προθέματα δια- και εν- σε μια λέξη όταν έχουν αντικρουόμενη και σχεδόν αντίθετη σημασία;

Τρίτον, γιατί –φυλικός και όχι –φυλετικός;

Τέταρτον το trans όντως συχνά αποδίδεται καλά ως δια-. Όμως όταν πάμε σε άλλο όρο όπως το transphobic πώς θα το αποδώσουμε ως τρανσφοβικός εάν δεν υπάρχει πουθενά καταχωρημένο το πρόθεμα τρανς στην Ελληνική γλώσσα; Παραβιάζουμε τους γλωσσοπλαστικούς κανόνες. Από την άλλη διαφοβικός δεν θα έβγαζε νόημα. Επίσης το πρόθεμα δια- αποδίδει και το inter- οπότε το transsexual και το intersexual (άτομο που διαθέτει τμήματα των αναπαραγωγικών συστημάτων και των δυο φύλων) θα είχαν την ίδια απόδοση (π.χ. διαφυλικός), αλλά τελείως άλλο νόημα, οπότε υπάρχει πρόβλημα με την απόδοση του τρανσ- ως δια-. Κάποιοι αποδίδουν τα transsexual, transgender ως φυλομεταβατικός. Αυτό είναι μεγαλύτερο σφάλμα γιατί οι όροι trans- και cis- χρησιμοποιούνται όπως στην χημεία (στην αντίθετη και στην ίδια πλευρά αντίστοιχα) και δεν έχουν τίποτα το μεταβατικό: ο transsexual γεννήθηκε με ένα βιολογικό φύλο και με εγχείριση το άλλαξε, ενώ ο trangender γεννήθηκε σε ένα γένος αλλά νιώθει ότι ανήκει σε άλλο. Εάν με βάση αυτή την λογική κάποιος προσπαθούσε να κάνει την απόδοση transsexual→αλλοφυλικός θα έπεφτε σε παγίδα γιατί υπάρχει το allosexual (άτομο που θέλει να έχει ένα σύντροφο). Οπότε δεν είναι καλύτερα τα τρανσσέξουαλ και το τρανσγενής για τα transsexual και transgender για να είναι όλα ξεκάθαρα και να διατηρείται η σύνδεση με την τρανσφοβία;

Κάνω λάθος ως προς το παράλογο του έμφυλος και διεμφυλικός;
Ή ως προς το –φυλετικός αντί –φυλικός;
Δεν πρέπει να υπάρχει μια κοινή σύμβαση που να βγάζει νόημα, να είναι συνεπής και να την χρησιμοποιούν όλοι;
Εάν συνεχίσω να μην κοιμάμαι καλά δε θα μεταφράζω αλλά θα παραληρώ και θα αλαλάζω.


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854547
    • Gender:Male
  • point d’amour
Έχεις δίκιο, οι όροι LGBTQIA δεν έχουν αποδοθεί ικανοποιητικά και υπάρχουν αρκετά προβλήματα. Για το trans-, inter- κτλ. ακόμη και τα προθήματα παρουσιάζουν πολυσημία σε ενδογλωσσικό επίπεδο (π.χ. στα ελληνικά μόνο), πόσω μάλλον σε διαγλωσσικό (π.χ. ελληνικά προς αγγλικά).

trans-
1. Across, through, over, beyond, to or on the other side of, outside of.
2. (chemistry) A compound in which two atoms or groups are situated on opposite sides of some plane of symmetry passing through the compound. (Also used without the hyphen as an adjective; see trans.)
3. Transgender or transsexual, or pertaining to those who are transgender or transsexual.
trans- - Wiktionary


Βλέπε π.χ. Και τα pre- | pro- τι προβλήματα δημιουργούν.

Επίσης, η γλώσσα δεν χαρακτηρίζεται από τα απόλυτα αναλογικά σχήματα π.χ. των μαθηματικών, οπότε δεν μπορούμε ποτέ να έχουμε πάντα 100% ισοδυναμίες ή μονοσήμαντες διαγλωσσικές συσχετίσεις.

Ίσως θα ήταν καλύτερο να γίνει πιο εξειδικευμένη συζήτηση στο θέμα του εκάστοτε προβληματικού όρου; Υπάρχουν αρκετοί ήδη στο φόρουμ.

Κάποιοι κανόνες για τους όρους:

Μηχανισμοί σχηματισμού ελληνικών όρων
Αρχές σχηματισμού των όρων
« Last Edit: 01 Nov, 2021, 16:15:02 by spiros »



Kostas M

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 182
    • Gender:Male
Δεν ήξερα εάν έπρεπε να πάω στο καθένα ξεχωριστά γιατί υπάρχουν αλληλεπικαλύψεις μεταξύ διαφορετικών όρων οπότε υπάρχει το θέμα της επανάληψης της ίδιας συζήτησης σε διαφορετικά σημεία όπου θα συμμετέχουν διαφορετικά πρόσωπα με διαφορετικές απόψεις.

Επίσης υπάρχουν πολλά παράγωγα με τα gender και sex. Οπότε θα πρέπει να επαναλαμβάνεται το ίδιο επιχείρημα κάθε φορά. 
« Last Edit: 25 Nov, 2019, 11:05:51 by Kostas M »
Εάν συνεχίσω να μην κοιμάμαι καλά δε θα μεταφράζω αλλά θα παραληρώ και θα αλαλάζω.


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854547
    • Gender:Male
  • point d’amour
Το Λεξικό ΛΟΑΤ+ Όρων
https://www.vice.com/gr/article/gy4kpy/queer-graysexual-intersex-to-le3iko-loat-orwn

Αμφισεξουαλικός/ή (Bisexual)
Ένα άτομο το οποίο αισθάνεται συναισθηματική ή/και σεξουαλική έλξη προς δύο φύλα ή περισσότερα. Πολύ συχνά, χρησιμοποιείται ως όρος ομπρέλα για να περιγράψει διάφορες μορφές πολυσεξουαλικότητας.

Αμφιφοβία (Biphobia)
Όρος παράλληλος με αυτόν την ομοφοβίας που αναφέρεται στην ψυχολογική και κοινωνική προκατάληψη και στις διακρίσεις κατά των αμφισεξουαλικών προσώπων. Πέρα από αρνητικούς χαρακτηρισμούς, δηλώσεις όπως «Τα bi άτομα είναι αναποφάσιστα» ή «δεν υπάρχουν bi άτομα» επίσης είναι αμφιφοβικές.

Ασέξουαλ (Αsexual)
Αλλιώς και ace. Κάποιος/α που δεν βιώνει (ή βιώνει λίγη) σεξουαλική έλξη προς άλλα άτομα. Η ασεξουαλικότητα συνήθως αντιμετωπίζεται ως φάσμα (asexual/ace spectrum) στο οποίο περιλαμβάνεται το asexuality στο ένα άκρο, το gray-asexuality (ή graysexuality) στο μέσο, και το (allo)sexuality στο άλλο άκρο.

Βιολογικό Φύλο (Sex)
Ορίζεται ως το σύνολο εκείνο των βιολογικών χαρακτηριστικών όπως είναι πρωτογενώς (μεταξύ άλλων) οι γονάδες, τα φυλετικά χρωμοσώματα, οι ορμόνες, τα εσωτερικά και τα εξωτερικά γεννητικά όργανα τα οποία χρησιμοποιούνται για να αναθέσουν σε ένα άτομο το φύλο κατά τη γέννηση από την ιατρική κοινότητα. Το βιολογικό φύλο αναφέρεται και καλύπτει όλη την ποικιλία καταστάσεων, εκ των οποίων συνηθέστερες είναι η θηλυκή (π.χ. κόλπος, κλειτορίδα, ΧΧ χρωμοσώματα, ανάπτυξη στήθους κλπ) και η αρσενική (π.χ. πέος, όρχεις, ΧΥ χρωμοσώματα κλπ), αλλά και όλες τις υπόλοιπες καταστάσεις που αφορούν τα intersex* άτομα. Κάποια άτομα αποδομούν την έννοια του βιολογικού φύλου, και κάνουν λόγο μόνο για βιολογικά-ανατομικά χαρακτηριστικά.

Γκέι (Gay)
Ένα άτομο το οποίο αισθάνεται συναισθηματική ή/και σεξουαλική έλξη προς άτομα του ίδιου φύλου*. Ο όρος γκέι στην Ελλάδα χρησιμοποιείται κυρίως για άνδρες, αν και υπάρχουν περιπτώσεις όπου και γυναίκες τον χρησιμοποιούν για να περιγράψουν τον σεξουαλικό ή/και τον ρομαντικό τους προσανατολισμό* («γκέι γυναίκα», γυναίκες που ελκύονται συναισθηματικά ή/και σεξουαλικά από γυναίκες).

Διαταραχή Ταυτότητας Φύλου (Gender Identity Disorder)
Μια διαγνωστική κατηγορία στο DSM-IV και στο ICD-10 που αποδίδεται στα τρανς* άτομα που θέλουν να προβούν σε φυλομετάβαση*. Κριτήρια διάγνωσης αποτελούν μεταξύ άλλων η επίμονη και ισχυρή ταύτιση με άλλο από το αποδοθέν στη γέννα φύλο* του ατόμου, καθώς και μια έντονη δυσφορία σχετικά με το αποδοθέν στη γέννα φύλο του ατόμου.

Διεμφυλικός/ή (Transgender)
Είναι τα άτομα των οποίων το φύλο δεν συμβαδίζει με το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση*. Κάποια τρανς άτομα προβαίνουν σε διαδικασίες επαναπροσδιορισμού φύλου, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί πως -σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη- δεν προτίθενται όλα τα τρανς άτομα να προχωρήσουν σε τέτοιες διαδικασίες και αυτό δεν επηρεάζει το αν είναι τρανς ή όχι. Συχνά, ο όρος τρανς χρησιμοποιείται για να περιγράψει μόνο τους τρανς άντρες και τις τρανς γυναίκες, διαγράφοντας την τρανς ταυτότητα των non-binary ατόμων. Είναι σημαντικό να μη συμβαίνει αυτό και να γίνεται σεβαστό το βίωμα και ο αυτοπροσδιορισμός των άλλων ανθρώπων.

Δυαδικό Μοντέλο του Σεξουαλικού Προσανατολισμού
Ο διαχωρισμός του σεξουαλικού προσανατολισμού σε δύο, και μόνο δύο, κατηγορίες: τον ετερόφυλο και τον ομόφυλο. Η άποψη αυτή αποκλείει τα άτομα που έλκονται από περισσότερα του ενός φύλα (bi/pan) καθώς και τα άτομα που δεν βιώνουν ρομαντική ή σεξουαλική έλξη (asexual και aromantic, αντίστοιχα)

Δυαδικότητα του Φύλου (Gender binary)
Η παραδοχή ότι υπάρχουν μόνο δύο φύλα: άντρας και γυναίκα Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή δεν μπορούν να υπάρχουν άτομα που αυτοπροσδιορίζονται με ρευστά ή non-binary φύλα.
Ως μοντέλο, αποτελεί προϊόν του Δυτικού – κατά κύριο λόγο- πολιτισμού. Άλλοι πολιτισμοί χρησιμοποιούν περισσότερο ή λιγότερο διαφορετικά μοντέλα για την κατηγοριοποίηση των φύλων.

Δυσφορία Φύλου (Gender Dysphoria)
Η διαγνωστική κατηγορία που χρησιμοποιείται στο DSM-V αντί της «Διαταραχής Ταυτότητας Φύλου» σε μια προσπάθεια περιορισμού του στίγματος που υφίστανται τα τρανς άτομα. Κριτήριο διάγνωσης για τη Δυσφορία Φύλου είναι η παρουσία κλινικά σημαντικής δυσφορίας που προκύπτει από την διαφορά ανάμεσα στην ταυτότητα φύλου* που αποδίδει το άτομο στον εαυτό του και την ταυτότητα φύλου που του αποδίδουν τρίτα άτομα ή/και στα βιολογικά χαρακτηριστικά του σώματός του .

Εγωδυστονικός Σεξουαλικός Προσανατολισμός
Διαγνωστική κατηγορία του DSM-III (η οποία στην τρέχουσα έκδοση DSM-V έχει αφαιρεθεί πλήρως) και του ICD-10. Το εγχειρίδιο διευκρινίζει πως ο όποιος σεξουαλικός προσανατολισμός δεν αποτελεί καθ’ αυτόν διαταραχή και θεωρεί πως διαταραχή υπάρχει στην περίπτωση που το άτομο βιώνει κάποιας μορφής δυσφορία ή επιθυμία αλλαγής του σεξουαλικού του προσανατολισμού (εξού και ο όρος εγω-δυστονικός, δηλαδή προκαλεί δυστονία στο εγώ).

Έκφραση Φύλου (Gender Expression)
Η έκφραση φύλου αναφέρεται στους τρόπους με τους οποίους ένα άτομο εκδηλώνει αρρενωπότητα, θηλυκότητα ή άλλες έμφυλες συμπεριφορές και χαρακτηριστικά στο κοινωνικό σύστημα, και συγκεκριμένα το πώς εκφράζει σε τρίτα πρόσωπα το τρόπο με τον οποίο βιώνει την ταυτότητα φύλου του. Έκφραση φύλου αποτελούν χαρακτηριστικά όπως το χτένισμα, το ντύσιμο ή η κινησιολογία ενός ατόμου. Η κοινωνική επιταγή θέλει την έκφραση φύλου να “συνάδει” με την ταυτότητα φύλου, δηλαδή έναν άντρα να έχει αρρενωπή έκφραση φύλου και μια γυναίκα να έχει θηλυκή έκφραση φύλου.

Εσωτερικευμένη Αμφιφοβία (Internalised Biphobia)
Τα αρνητικά συναισθήματα ως προς την αμφιφυλοφιλία που μπορεί να αναπτύξουν τα αμφιφυλόφιλα άτομα προς τον εαυτό τους και προς άλλα άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως αμφιφυλόφιλα. Προκύπτουν από την εσωτερίκευση των αρνητικών πεποιθήσεων τρίτων ατόμων ή της κοινωνίας ως προς την αμφιφυλοφιλία.

Εσωτερικευμένη Ομοφοβία (Internalised Homophobia)
Τα αρνητικά συναισθήματα ως προς την ομοφυλοφιλία που μπορεί να αναπτύξουν τα ομοφυλόφιλα άτομα προς τον εαυτό τους και προς άλλα άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως ομοφυλόφιλα. Προκύπτουν από την εσωτερίκευση των αρνητικών πεποιθήσεων τρίτων ατόμων ή της κοινωνίας ως προς την ομοφυλοφιλία.

Εσωτερικευμένη Τρανσφοβία (Internalised Transphobia)
Τα αρνητικά συναισθήματα που μπορεί να βιώνουν τα τρανς άτομα προς τον εαυτό τους και προς άλλα άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως τρανς*. Προκύπτουν από την εσωτερίκευση των αρνητικών πεποιθήσεων τρίτων ατόμων ή της κοινωνίας ως προς τα τρανς άτομα.

Επαναπροσδιορισμός Φύλου (Gender Reassignment)
Είναι οι ιατρικές διαδικασίές διαμόρφωσης του σώματος στις οποίες προβαίνει ένα άτομο ώστε να εναρμονίσει την εικόνα του σώματός του με το βίωμά του. Αναφέρεται και ως «Διόρθωση/Αλλαγή Φύλου», όρος που πλέον αποφεύγεται ως κοινωνικά στιγματισμένος.

Ετεροκανονικότητα (Heteronormativity)
Έννοια που αναπτύχθηκε εντός της Queer Θεωρίας και περιγράφει την κοινωνικά επιβαλλόμενη δυαδικότητα του φύλου, καθώς και την πίστη στην ιδέα πως η ετεροφυλοφιλία είναι ο μοναδικός φυσιολογικός και αποδεκτός σεξουαλικός προσανατολισμός.

Ετεροσεξισμός (Heterosexism)
Πεποίθηση πως η ετεροφυλοφιλία είναι ο μόνος φυσιολογικός σεξουαλικός προσανατολισμός, ανώτερη σε σχέση με τους άλλους σεξουαλικούς προσανατολισμούς, και συνοδεύεται από την πεποίθηση ότι όλοι οι άνθρωποι είναι αποκλειστικά ετεροφυλόφιλοι (Fish, 2007). O ετεροσεξισμός είναι άμεσα συνδεδεμένος με την ομοφοβία, διαφέρει όμως σημαντικά, καθώς αποτελεί ένα σύστημα καταπίεσης που είναι ενσωματωμένο στους κυρίαρχους κοινωνικούς,  πολιτισμικούς και οικονομικούς θεσμούς.

Ετεροφυλόφιλος/η (Straight)
Ένα άτομο το οποίο αισθάνεται ρομαντική ή/και σεξουαλική έλξη προς άτομα του άλλου φύλου. Ο όρος αυτός βασίζεται στην αποδοχή της δυαδικότητας του φύλου, εξού και η χρήση του συνθετικού «έτερο-».

Κοινωνικό Φύλο (Gender)
Είναι το κοινωνικό κατασκεύασμα που απαρτίζεται από ρόλους, συμπεριφορές, νόρμες, δραστηριότητες και χαρακτηριστικά που η εκάστοτε κοινωνία, κουλτούρα ή/και τάξη κάποιας δεδομένης ιστορικής περιόδου αποδίδει ως «τυπικά» της γυναίκας και του άνδρα (έχοντας ως βάση το μοντέλο της δυαδικότητας του φύλου). Το κοινωνικό φύλο είναι ως εκ τούτου άρρηκτα συνδεδεμένο με τις κοινωνικές προσδοκίες που συνδέονται με το αντιληφθέν ως βιολογικό φύλο των ατόμων. Κατ’ άλλους, το κοινωνικό φύλο είναι το μόνο φύλο ενός ατόμου.

Λεσβία (Lesbian)
Ένα άτομο το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως γυναίκα (βλέπε ταυτότητα φύλου) και αισθάνεται συναισθηματική, ρομαντική ή/και σεξουαλική έλξη προς άτομα του ίδιου  φύλου.  Μερικές γυναίκες προτιμούν να αυτοπροσδιορίζονται ως γκέι ή γκέι γυναίκες.

Λεσβιοφοβία (Lesbophobia)
Βλέπε ομοφοβία

Intersex
<div>Τα ίντερσεξ άτομα γεννιούνται με χαρακτηριστικά φύλου (όπως χρωμοσώματα, γεννητικά όργανα ή και ορμονική δομή) που δεν ανήκουν αυστηρά στην αρσενική ή θηλυκή κατηγορία ή ανήκουν και στις δύο κατηγορίες ταυτόχρονα. Ο όρος ίντερσεξ είναι ένας όρος ομπρέλα και αντιπροσωπεύει ένα φάσμα βιολογικών διαφοροποιήσεων σε σχέση με το φύλο. Τα ίντερσεξ άτομα έχουν οποιονδήποτε σεξουαλικό προσανατολισμό, ταυτότητα φύλου και έκφραση φύλου</span>. Ο όρος Μεσοφυλικός/η/ο χρησιμοποιείται πολλές φορές λανθασμένα ως συνώνυμο της λέξης ιντερσεξ, παρότι αποτελεί υποκατηγορία του ιντερσεξ φάσματος. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στον ελληνικό οδηγό της Oii και ILGA Europe.  (OII Europe, ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΙΝΤΕΡΣΕΞ ΑΤΟΜΩΝ &#8211; ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΤΕ; https://oiieurope.org/%CF%85%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B1%CF%83%CF%80%CE%B9%CE%B6%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%83-%CF%84%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%B9%CE%BD%CE%B1-%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CF%89%CE%BC

Ομοφοβία (Homophobia)
Η ψυχολογική και κοινωνική προκατάληψη, οι διακρίσεις και ο παράλογος φόβος προς τα άτομα με ομόφυλο σεξουαλικό προσανατολισμό. Βλέπε επίσης: Αμφιφοβία, Τρανσφοβία

Ομοφυλόφιλος/η (Homosexual)
Ελάχιστοι άνθρωποι θα χρησιμοποιήσουν τον όρο «ομοφυλόφιλος/η» για να περιγράψουν τον εαυτό τους στην κοινότητα των νέων, καθώς είναι ένας όρος με αρνητικές ιατρικές επιβαρύνσεις. Παρόλα αυτά, ο όρος Ομοφυλοφιλία χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγραφεί το φαινόμενο της έλξης προς άτομα του ίδιου φύλου. Βλέπε και Γκέι, Λεσβία.

Πανσέξουαλ (Ρansexual)
Ένα άτομο το οποίο αισθάνεται συναισθηματική, ρομαντική ή/και σεξουαλική έλξη προς άτομα όλων των πιθανών ταυτοτήτων φύλου και βιολογικών φύλων. Τα άτομα αυτά συχνά δηλώνουν πως το βιολογικό φύλο ή/και η ταυτότητα φύλου ενός ατόμου είναι ασήμαντες παράμετροι στον καθορισμό του αν και κατά πόσο θα βιώσουν έλξη προς το άτομο αυτό. Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιήσουν τον όρο gender blind, δηλαδή ότι είναι «τυφλά» ως προς το θέμα του φύλου.

Παρενδυτικός/ή (Transvestite)
Το περιεχόμενο του όρου ταυτίζεται με αυτό του crossdresser, ωστόσο αποφεύγεται λόγω κοινωνικού και ιατρικού στίγματος, καθώς περιέχεται ως διαγνωστική κατηγορία (παρενδυσία- transvestism) στα εγχειρίδια ψυχικών διαταραχών. Επιπλέον ο ελληνικοποιημένος όρος “τραβεστί” χρησιμοποιούνταν λανθασμένα για δεκαετίες για να χαρακτηρίσει τρανς άτομα. Ο όρος “τραβεστί” είναι τόσο κοινωνικά στιγματισμένος που θα πρέπει να αποφεύγεται πάντα και είναι κακοποιητικός για τα περισσότερα τρανς άτομα, πλην αυτών που αυτοπροσδιορίζονται έτσι (συνήθως άτομα μεγάλης ηλικίας).

Πολυγαμία (Polygamy)
Παραδοσιακά χρησιμοποιείται για να περιγράψει το φαινόμενο ένα άτομο να διάγει παραπάνω από έναν έγγαμο βίο την ίδια χρονική περίοδο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άτομα που έχουν ειλικρινείς και συναινετικές σεξουαλικές σχέσεις με παραπάνω από έναν/μία σύντροφο.

Πολυσυντροφικότητα (Polyamory)
Μοντέλο σχέσης κατά το οποίο μια ρομαντική ή/και σεξουαλική σχέση είναι ανοιχτή και επιτρέπει στα μέλη της να συνάπτουν ρομαντικές ή/και σεξουαλικές σχέσεις με περισσότερα άτομα ταυτόχρονα, τα οποία μπορεί να ενσωματωθούν στο αρχικό σχήμα της σχέσης (οδηγώντας σε σχέσεις με 3 ή παραπάνω μέλη) ή να εμπλέκονται μόνο με ένα από τα μέλη της. Η πολυσυντροφικότητα βασίζεται ιδεολογικά στην αποβολή της κτητικότητας, την ειλικρίνεια, το μοίρασμα και τη συναισθηματική εγγύτητα των μελών της.

Πολυσέξουαλ (Polysexual)
Ένα άτομο το οποίο αισθάνεται συναισθηματική, ρομαντική ή/και σεξουαλική έλξη προς άτομα περισσοτέρων του ενός φύλου.

Ρομαντικός Προσανατολισμός (Romantic Orientation)
Αντίστοιχος με τον σεξουαλικό προσανατολισμό, ο όρος εστιάζει στη συναισθηματική-ρομαντική διάσταση, δηλαδή το φύλο των ατόμων από τα οποία έλκεται ρομαντικά κάποιο άτομο και είναι πιθανό να τα ερωτευτεί ή και να συνάψει ερωτική σχέση μαζί τους. Ο ρομαντικός και σεξουαλικός προσανατολισμός ενός ατόμου δεν ταυτίζονται απαραίτητα.

Σεξισμός (Sexism)
Ο σεξισμός είναι η συστημική διάκριση και καταπίεση που υφίστανται όλα τα άτομα που δεν είναι άνδρες (και κυρίως οι γυναίκες και όσα άτομα διαβάζονται ως γυναίκες) με βάση το φύλο ή το σώμα τους και μόνο. Τον σεξισμό έχει γεννήσει η πατριαρχική δομή της κοινωνίας που βασίζεται στην ανωτερότητα του άνδρα και της αρρενωπότητας. Παράγωγα του σεξισμού αποτελούν η ομοφοβία, η αμφιφοβία και η τρανσφοβία. O σεξισμός αποτελεί ένα σύστημα καταπίεσης που είναι ενσωματωμένο στους κυρίαρχους κοινωνικούς,  πολιτισμικούς και οικονομικούς θεσμούς και πολλές φορές δεν γίνεται αντιληπτός στις μικρότερες εκφάνσεις του.

Σεξουαλική Ταυτότητα (Sexual Identity)
Ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο βιώνει τη σεξουαλικότητά του, δηλαδή την σεξουαλική ή και τη ρομαντική του έλξη προς άλλα άτομα. Ο όρος μπορεί να εννοεί και τον σεξουαλικό προσανατολισμό κάποιου ατόμου.

Σεξουαλικός Προσανατολισμός (Sexual Orientation)
Ο σεξουαλικός προσανατολισµός αναφέρεται στην ικανότητα κάθε ατόµου να αισθάνεται  βαθιά συναισθηματική ή/και σεξουαλική έλξη προς άλλα άτομα όπως και η ικανότητα να διατηρεί προσωπικές και σεξουαλικές σχέσεις µε τα άτομα αυτά.

Ταυτότητα Φύλου / Έμφυλη Ταυτότητα (Gender Identity)
Η ταυτότητα φύλου αναφέρεται στον ατοµικό και εσωτερικό τρόπο που βιώνεται το κοινωνικό φύλο (gender) από κάθε άτοµο και που µπορεί να συµπίπτει ή όχι µε το αποδοθέν κατά τη γέννησή του φύλο.

Τρανς (Trans)
Είναι τα άτομα των οποίων το φύλο δεν συμβαδίζει με το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση*. Κάποια τρανς άτομα προβαίνουν σε διαδικασίες επαναπροσδιορισμού φύλου, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί πως -σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη- δεν προτίθενται όλα τα τρανς άτομα να προχωρήσουν σε τέτοιες διαδικασίες και αυτό δεν επηρεάζει το αν είναι τρανς ή όχι. Συχνά, ο όρος τρανς χρησιμοποιείται για να περιγράψει μόνο τους τρανς άντρες και τις τρανς γυναίκες, διαγράφοντας την τρανς ταυτότητα των non-binary ατόμων. Είναι σημαντικό να μη συμβαίνει αυτό και να γίνεται σεβαστό το βίωμα και ο αυτοπροσδιορισμός των άλλων ανθρώπων.

Τρανσφοβία (Transphobia)
Είναι ο παράλογος φόβος και το μίσος για τα τρανς άτομα και όσα άτομα φαίνεται να παραβαίνουν τις παραδοσιακές αντιλήψεις για την ταυτότητα φύλου, το κοινωνικό φύλο ή/και την έκφραση φύλου. Συχνά οι γκέι, οι λεσβίες και οι αμφισεξουαλικοί/ές εμπίπτουν στην δεύτερη κατηγορία με αποτέλεσμα η τρανσφοβία να συνδέεται έντονα με την ομοφοβία.

Τρανσέξουαλ (Τransexual)
Όρος που αναφέρεται στα διαφυλικά άτομα, δηλαδή τα τρανς άτομα που προβαίνουν σε διαδικασίες επαναπροσδιορισμού φύλου. Ωστόσο είναι όρος που δεν χρησιμοποιείται πλέον λόγω αρνητικού στιγματισμού, και θα πρέπει να χρησιμοποιείται ο όρος τρανς. Υπάρχουν τρανς άτομα, συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας, που χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο. Σημαντικό είναι να γίνεται σεβαστή η επιθυμία ενός ατόμου να αυτοπροσδιορίζεται όπως θέλει.

Φύλο που αποδίδεται στη γέννα (Gender Assigned At Birth)
Το φύλο, τόσο κοινωνικά όσο και νομικά, που προσδίδεται κατά την γέννηση του ατόμου με βάση τα βιολογικά χαρακτηριστικά που εκλαμβάνονται ως κυρίαρχα.

Φυλομετάβαση (Transition)
Είναι η διαδικασία που ακολουθεί ένα άτομο έτσι ώστε να αλλάξει τον τρόπο που το φύλο του παρουσιάζεται κοινωνικά ή/και ιατρικά ή/και νομικά. Κοινωνικά ακολουθώντας τις νόρμες και συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν το επιθυμητό κοινωνικό φύλο, ιατρικά μέσω ορμονοθεραπείας, επεμβάσεων επαναπροσδιορισμού φύλου* κλπ, και νομικά αλλάζοντας το φύλο στα αντίστοιχα επίσημα έγγραφα. Αυτή η διαδικασία μπορεί να διαφέρει σημαντικά από άτομο σε άτομο.

Agender
Ταυτότητα φύλου κατά την οποία το άτομο αισθάνεται ότι δεν έχει φύλο ή η απουσία ταυτότητας φύλου*.

Androgynous
Όρος που χρησιμοποείται για άτομα, η έκφραση φύλου των οποίων έχει έντονα τόσο τυπικά αρρενωπά όσο και τυπικά θηλυκά χαρακτηριστικά.

Aromantic
Κάποιος/α που δεν βιώνει ρομαντική-συναισθηματική έλξη προς άλλα άτομα και έχει χαμηλό ή μηδαμινό ενδιαφέρον για οποιαδήποτε ερωτική σχέση και το να ερωτευτεί.

Cisgender/ Cis
Άτομο του οποίου η ταυτότητα φύλου* δεν διαφέρει από το φύλο που του αποδόθηκε κατά τη γέννησή* του. Ο όρος χρησιμοποιείται ως αντίθετος του όρου τρανς.

Cis-σεξισμός (Cissexism)
Είναι η αντίληψη ότι τα cis* άτομα είναι ανώτερα από τα τρανς* άτομα, με αποτέλεσμα τα τρανς* άτομα να υφίστανται διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων και των διακρίσεων που απαξιώνουν το σώμα ή και την έκφραση φύλυ τρανς ατόμων που δεν συμμορφώνονται με τη cis νόρμα. Ο cisσεξισμός αποτελεί ένα σύστημα καταπίεσης που είναι ενσωματωμένο στους κυρίαρχους κοινωνικούς,  πολιτισμικούς και οικονομικούς θεσμούς. Φράσεις όπως “Οι σερβιέτες είναι γυναικείο προϊόν” ή “Οι άντρες πρέπει να εξετάζουν τον προστάτη τους μετά από κάποια ηλικία” είναι cis-σεξιστικές καθώ υπάρχουν άντρες με περίοδο και γυναίκες με προστάτη.

Crossdresser
Το άτομο που φοράει ρούχα που συνήθως σχετίζονται με το «αντίθετο» (με βάση το μοντέλο δυαδικότητας του φύλου) κοινωνικό φύλο του ατόμου, στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης κοινωνίας. Τα άτομα αυτά δεν είναι απαραίτητα τρανς.

Drag King/ Drag Queen
Τα άτομα που ντύνονται με τα ρούχα κάποιου από τα δύο κυρίαρχα φύλα με σκοπό την παρωδία της νόρμας των φύλων και της αμφισβήτησης της δυαδικότηταςτων φύλων, ή/και ως μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης.

Genderfluid
Άτομο το οποίο βιώνει την ταυτότητα φύλου* του ως ρευστή ή εναλλασσόμενη.

Genderneutral
Είναι η ουδέτερη έκφραση φύλου*, που δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί ούτε ως στερεοτυπικά «αρρενωπή» ή στερεοτυπικά «θηλυκή».

Genderqueer
Ταυτότητες φύλου* οι οποίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως τυπικά «αντρικές» ή τυπικά «γυναικείες» και δεν εμπίπτουν στη δυαδικότητα του φύλου* και την ετεροκανονικότητα*.

Τwo-spirit
Ταυτότητα φύλου, κατά την οποία το άτομο νιώθει και άντρας και γυναίκα ταυτόχρονα. Ο όρος «two-spirit» (δύο πνεύματα) πρωτοχρησιμοποιήθηκε από ιθαγενείς της Βόρειας Αμερικής για άτομα που πίστευαν ότι μέσα τους ζούσαν και το ανδρικό και το γυναικείο πνεύμα ταυτόχρονα.

Queer
Ένας πολύπλοκος όρος με πολλαπλές ερμηνείες. Χρησιμοποιείτο στο παρελθόν ως υποτιμητικός όρος προς τα άτομα με ομόφυλο σεξουαλικό προσανατολισμό*, αλλά στη δεκαετία του 1980 υιοθετήθηκε από ακτιβιστές και θεωρητικούς ως θετικός και συγκρουσιακός αυτό-χαρακτηρισμός σε μια προσπάθεια να προκαλέσουν τις κοινωνικές νόρμες σχετικά με την σεξουαλικότητα, τον σεξουαλικό προσανατολισμό*, την ταυτότητα φύλου* ή/και άλλες μορφές κανονικότητας. Χρησιμοποιείται συχνά από άτομα που δεν αποδέχονται τις παραδοσιακές έννοιες φύλων και σεξουαλικότητας και δεν ταυτίζονται/ καλύπτονται με κάποιο από τους υπόλοιπους όρους του ακρωνυμίου ΛΟΑΤΙ+ αλλά και ως όρος-ομπρέλα για όλα τα LGBTQI+ άτομα. Ως όρος ταυτίζεται και με συγκεκριμένα κομμάτια της Queer Theory (Queer Θεωρίας).
https://www.colouryouth.gr/terms/
« Last Edit: 06 Jul, 2020, 21:08:02 by spiros »



Kostas M

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 182
    • Gender:Male
Σβήνουμε την επιστημονική οδό και βασιζόμαστε σε κοινωνικές ομάδες να προσδιορίζουν μέσω αμφίβολης καταλληλότητας ιδρύματα την ορολογία...

Το αμφιφυλόφιλος, ενώ το αμφί- σημαίνει αποκλειστικά μεταξύ δύο, έγινε αυτός που επιλέγει άτομα από δύο ή περισσότερα φύλα.
Την ορθότητα για το βιολογικό φύλο ούτε καν θα την σχολιάσω.
Τουλάχιστον αποδίδουν σωστά την φυλομετάβαση.
Για την παραβίαση των όρων ορθής απόδοσης και την κατά κύριο λόγο υιοθέτηση αυτούσιων ξένων όρων τι να πω;

Πάει και η ετυμολογία, πάνε και οι κανόνες απόδοσης και ποιος δίνει σημασία στο επιστημονικό λεξικό του οίκου Elsevier όταν την απάντηση μπορούμε να την πάρουμε από μη ειδικούς που αυτοπροσδιορίζονται. Πάει και η επιστήμη περίπατο. Προσωπικά με ενδιέφερε ως επιστήμονα η συνεπής, σαφής, γλωσσολογικά και επιστημονικά ορθή απόδοση. Αφού δεν ενδιαφέρει ούτε τους ίδιους, παρακάπτονται τα πάντα και επιβάλλουν αυτό που θέλουν δεν θα ασχοληθώ παραπάνω.
Εάν συνεχίσω να μην κοιμάμαι καλά δε θα μεταφράζω αλλά θα παραληρώ και θα αλαλάζω.


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854547
    • Gender:Male
  • point d’amour
Και μια ΛΟΑΤΚΙ απόδοση από την ΙΑΤΕ που τα σπάει (μιας και μίλησες για «αμφίβολης καταλληλότητας ιδρύματα»): τρανς άνδρας → trans man, transgender female-to-male


 

Search Tools