ὃ μὴ γένοιτο → God forbid, Heaven forbid, knock on wood, knock wood, touch wood, perish the thought
ο μη γένοιτο
γένοιτο [jénito] : ευχετικός τύπος: α. (λόγ.) μονολεκτικά, όταν ο ομιλητής συμφωνεί για την πραγματοποίηση μιας ευχής που προηγήθηκε· μακάρι να γίνει. β. συχνότερα στην έκφραση ο μη γένοιτο, με την οποία ο ομιλητής σε παρενθετικό λόγο εύχεται να μη συμβεί το δυσάρεστο ενδεχόμενο που αναφέρει: Aν, ο μη γένοιτο, δε μας ειδοποιήσει, θα επιδιώξουμε εμείς να τον συναντήσουμε. Aν αποτύχει στις εξετάσεις, ο μη γένοιτο, πρέπει να ξαναδώσει.
[λόγ. < αρχ. γένοιτο, φρ. ὅ μή γένοιτο]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη