Νίκος Δόικος, Ήρθε η ώρα
Εντάξει.
Το είδαμε κι αυτό.
Τι άλλο θέλεις;
Αεροπλάνα γράφουν τ’ όνομά σου,
με τους κρυστάλλους πάγου
που εκτοξεύουνε ξοπίσω τους,
σαν άσπρη συννεφογραμμή
–μανούβρες του θανάτου–
ακροβατώντας επικίνδυνα για χάρη σου.
Τι άλλο θέλεις απ’ την αιθέρια διαφήμιση,
τόσες ουράνιες γνωριμίες και δεν σου φτάνουν;
Πόσοι ανδριάντες σου (αγάλματα θέλεις να πω)
πρέπει να φιλοτεχνηθούν και πόσες παρελάσεις
να σε προσπεράσουν χαιρετώντας;
Σε πόσα πούλμαν ημερήσιων εκδρομών ζητάς
ν’ ακούγεσαι ως ύμνος των Λυκείων;
Πόσες διευκολύνσεις θέλεις,
πόσα εργαλεία στη συλλογή σου αραδιασμένα,
ουρές οι θαυμαστές σου απ’ το Ελσίνκι και το Σίδνεϊ,
τζάμπο να ξεφορτώνουνε τους άλλους απ’ την Σαγκάη
κι εσύ, εκεί, να καμαρώνεις
τα άδηλα και κρύφια της αγοραίας θρησκείας σου;
Πόσα πελώρια φράγματα αντέχουν οι αντιστάσεις σου
(αν σου ’μεινε καμιά),
να μην μπορούνε τα πουλιά να φτάσουν στις πηγές τους
κι οι πέστροφες να πλέκουνε φωλιές σ’ άδεια κλωνάρια;
Πόσες γενιές πολεμοκάπηλους ακαδημαϊκούς ξαγόρασες
να μηχανεύονται θεωρίες επί πτωμάτων
και συναφείς συγκρούσεις των πολιτισμών,
κει στη Βοστόνη, στο Λονδίνο, στο Γιοχάνεσμπουργκ;
Πόσους φωστήρες δουλοπάροικους χρειάζεσαι,
πόσα μυαλά στα κάγκελα
στα θερμοκήπια εγκεφάλων Μπανγκαλόρ*,
πόσα φτηνά εργατικά να συναρμολογούν τη βουλιμία σου,
τη σιγουριά του μέλλοντός σου;
Πόσα παιδιά σου πρέπει να χαθούν στις υποδόριες Ατλαντίδες,
θυσία στους δείκτες, τους ρυθμούς και τις καμπύλες;
Και πόσα αηδόνια να εξολοθρευτούνε κελαηδώντας τη σιωπή σου,
φαρμακωμένα στα επίδοξα, εντατικά χωράφια σου;
Πόσες φορές να ταξιδέψει ο θυμός σου
σε χώρες απροστάτευτες, σ’ ανήμπορους λαούς,
λαούς για στόχους αοράτων βομβαρδιστικών
της αοράτου εξουσίας σου;
Πόση απληστία να χωρέσει στον μικρό σου κόσμο
και πόσος θάνατος για να χωνέψεις επιτέλους,
πως ήρθε η ώρα της αυτόβουλης θυσίας σου
ή αλλιώς η ώρα του χαμού σου.
Στο θυσιαστήρια αδημονούν μέρες ανθρώπινες
κι η λύτρωση του Κόσμου.
* Πόλη της Ινδίας που αποτελεί κέντρο της νέας υψηλής τεχνολογίας.
Από τη συλλογή Συναμφότερα και λίγα μόνα (2015)