Χλόη Κουτσουμπέλη, In memoriam
[Ενότητα Τα γυάλινα σπίτια]
I
Θυμάμαι τότε που ξεκινούσαμε από την Θεσσαλονίκη για να πάμε στην Κοντοβάζαινα, στην Αρκαδία, για να επισκεφτούμε τον παππού και την γιαγιά, αλλά και τον θείο, την θεία και την ξαδέλφη μου την Δώρα, όταν έπρεπε να περάσουμε τον Αχλαδόκαμπο που είχε όλο στροφές, εγώ άρχιζα να ανυπομονώ, ανακατευόμουν και γκρίνιαζα, πόσο ακόμα μπαμπά ρωτούσα, στην επόμενη στροφή απαντούσε εκείνος, όμως περνούσαμε την στροφή και δεν φαινόταν το χωριό, μα πού είναι η Κοντοβάζαινα ξαναρωτούσα, να τώρα στην επόμενη στροφή θα την αντικρίσουμε απαντούσε πάλι αυτός και χαμογελούσε. Μην στενοχωριέσαι μπαμπά, σου το υπόσχομαι εγώ τώρα, στην επόμενη στροφή θα δούμε την Κοντοβάζαινα με τα πλατάνια και τα πολλά νερά που κυλούν όπως το αίμα στις φλέβες.
II
Το σύμπαν στο νοσοκομείο είναι λευκό. Φοράει ρίγες και έχει τους δικούς του κανόνες. Ο δίσκος του φαγητού περιέχει απαραίτητα ζελέ. Το βλέπω επάνω στο τραπέζι ροζ και αραιό, όπως ο χρόνος εδώ μέσα. Ο μπαμπάς διηγείται ιστορίες γραπώνεται από τις λέξεις, ο αδελφός μου κλαίει κι εγώ σ’ αγαπώ του λέει τότε ο μπαμπάς και του χαϊδεύει το κεφάλι με το χέρι που έχει τον ορό. Μόνο σε παρακαλώ όχι κλάματα. Μιλάει για το παρελθόν ζωντανά, βλέπουμε την κονσέρβα που ανοίγει το μεγαλύτερο παιδί να γυαλίζει, το μαχαίρι να κόβει το μέταλλο, την μπομπότα να ξεπροβάλει μέσα από το σακίδιο, η κονσέρβα είναι του Ερυθρού Σταυρού, το βοδινό που περιέχει είναι λίγο, το παιδί μοιράζει σε ίσα μερίδια το ψωμί με ένα μικρό στεφάνι κρέατος επάνω του. Ποτέ, λέει ο μπαμπάς, δεν έφαγα κάτι τόσο νόστιμο όσο εκείνη η μπομπότα με το λίγο κρέας από κονσέρβα. Η νοσοκόμα πλησιάζει. Φάτε το ζελέ αν θέλετε, προτείνει. Όμως ο μπαμπάς είναι χορτάτος πια.
III
Ο μπαμπάς μου υπήρξε ένας παλιάς κοπής γιατρός, από αυτούς που ψηλαφούν το ανθρώπινο σώμα και νιώθουν κάτω από τα δάχτυλά τους το πρόβλημα, από αυτούς που τις περισσότερες φορές πληρωνόντουσαν με αυγά ή φρούτα, από αυτούς που εκτός από παθολόγοι και καρδιολόγοι ήταν ταυτόχρονα και ψυχοθεραπευτές. Από αυτούς που άγγιζαν, από αυτούς που συμπονούσαν. Δεν υπήρξε ποτέ πλούσιος ούτε διάσημος, όμως όταν έλεγα το επίθετό μου πέντε στους δέκα με ρωτούσαν αν ήμουν κόρη του και είχαν να μου αναφέρουν ένα καλό που τους είχε κάνει. Την περίοδο που είχαμε μείνει μόνοι τον θυμάμαι να μαγειρεύει μία ντοματόσουπα δικής του επινόησης. Έκοβε ντομάτες και μέσα έριχνε λαχανικά, ρύζι και ό,τι άλλο ήταν διαθέσιμο στο ψυγείο. Το μείγμα πάντα έκρυβε μία έκπληξη, τις περισσότερες φορές όχι και τόσο ευχάριστη. Έτρωγα πάντα όμως την σούπα που μου μαγείρευε. Ίσως αυτό που θα μου λείψει περισσότερο είναι η ντοματόσουπα αυτή.
IV
Στο Γυμνάσιο φύγαμε από την Κοντοβάζαινα και πήγαμε να μείνουμε μόνοι στον Πύργο, αφηγείται ο μπαμπάς. Ο θείος Γιάννης είχε μαγειρέψει φασολάδα και την είχε βγάλει στο περβάζι να κρυώσει. Όταν ήρθε η ώρα του φαγητού, είδαμε μια παχιά στρώση μυρμηγκιών επάνω στην επιφάνεια της σούπας. Πεινούσαμε πολύ και το φαγητό ήταν πάντα λιγοστό. Με ένα κουτάλι αφαίρεσα τα μυρμήγκια και καθίσαμε στο τραπέζι. Ο γιατρός κοντοστέκεται στην πόρτα και ακούει. Αύριο κύριε Κουτσουμπέλη, του λέει. Όλα θα παν καλά. Εσύ τι θα έκανες στην θέση μου, τον ρωτάει ο μπαμπάς. Θα έτρωγα τη φασολάδα, απαντάει ο γιατρός. Με ή χωρίς τα μυρμήγκια.
V
Ο μπαμπάς μου ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός, ο θείος Χρήστος ο μικρότερος με δεκατέσσερα χρόνια διαφορά. Αυτοί οι δύο έγιναν γιατροί. Ενδιάμεσα, ο θείος Γιάννης γεννημένος δάσκαλος και γεωπόνος με μάτια γαλανά και γέλιο που αντηχεί στο δάσος, ο θείος μου ο Ντίνος ή Gus που έφυγε στην Αμερική και άνοιξε ένα εργοστάσιο γουναρικών (από μικρός ήθελε πάντα να φοράει ρούχα σιδερωμένα και καθαρά και η αγκαλιά του μύριζε κολόνια) και η αδελφή τους που την λάτρευαν όλοι ανεξαιρέτως και την πρόσεχαν σαν τα μάτια τους, η θεία Πίτσα. Όταν ήταν παιδιά ο μπαμπάς και τα αδέλφια του, ξεκινούσαν από την Κοντοβάζαινα και περπατούσαν ως τον Πύργο για να παν σχολείο. Μία μέρα χιόνιζε, διηγείται ο μπαμπάς, και κάποιος από το γειτονικό χωριό τούς σταμάτησε, πού πάτε τους προειδοποίησε, θα σας φαν οι λύκοι, και τους κοίμισε πάνω σε μία κουβέρτα από μαλλί κατσίκας στο πάτωμα του μαγαζιού του. Όλα αυτά τα χρόνια όταν συνέβαινε κάτι σε κάποιο από τα αδέλφια Κουτσουμπέλη, παρατηρούνταν μία μαζική μετακίνηση των υπολοίπων αδελφών για να συντρέξουν στην χαρά ή στην λύπη του. Αυτά τα αδέλφια, άλλος από την Κοντοβάζαινα άλλη από το Λάλα άλλοι από την Αθήνα, μαζί με γιους και κόρες κατέφθασαν σήμερα ενώ ο θείος μου ο Gus, που έφυγε πρώτος, θα συναντηθεί με τον μπαμπά μου εκεί ψηλά.
VI
Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει σημαίνει ότι υπάρχουν πράγματα που καλύτερα να παραμένουν ανείπωτα, το πρόσωπο καλύτερα να σκεπάζεται, ο αδελφός μου το προηγούμενο βράδυ είναι ένα μαύρο σκυλί. Το άλλο πρωί μας δάγκωσε.
Από τη συλλογή Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης (2016)