Κατερίνα Σημηντήρα, Αναλώσιμα
[Ενότητα Στα χαρακώματα]
Ήταν απόγεμα βροχερό κι έφευγε δυτικά.
Η λάσπη, γλοιώδης, πιτσιλούσε κατρακυλώντας
ξωπίσω του τα μονοπάτια.
Έξω ερημιά.
Τα σύρματα της περίφραξης έσταζαν σκουριά.
Οι σιταποθήκες ήταν πάντα άδειες τον Φλεβάρη
και οι ισοβίτες του απέναντι σπιτιού
κρυφοκοιτάζοντας πίσω απ’ τις κουρτίνες
ανεξήγητα, ήλπιζαν να δουν καλύτερες μέρες
βουλιάζοντας στην αναπαυτική τους ταπείνωση
προσπαθώντας να βρουν λαιμούς ακριμάτιστους
για να κρεμάσουν τις ταμπέλες που τους περίσσευαν.
Εγώ ήμουν πολύ άρρωστη.
Μόλις είχα κάνει ολική υστερεκτομή και είχα
κρεμάσει τα γεννητικά μου όργανα στο τσιγκέλι.
Έσταζαν διαρκώς αιμοσφαίρια.
Δεν σταματούσε η αιμορραγία
και λέρωναν τα πλακάκια του λουτρού.
Τα σφουγγάριζε η γριά με τα πατσαβούρια
μα αυτά είχαν κάθε μέρα περίοδο.
Αγανακτήσαμε λοιπόν και αφήσαμε το αίμα να στάζει
στο πατοσίφωνο.
Όμως την παρθενία την φύλαξα μες στο μικρό κουτάκι
της κατάψυξης. Φρέσκια και ζουμερή.
Γυάλιζε στον πάγο, άστραφτε ολοκαίνουρια
αχρησιμοποίητη, όπως την γέννησες.
Δεν θα φοβάσαι άλλο πια τώρα μη γίνω πουτάνα.
Ο πρακτικός νοσοκόμος ήταν πάντως πάντα στην ώρα του.
Με τη χλαίνη του, τα ξεχαρβαλωμένα κουμπιά
και τις λασπωμένες μπότες.
Τις σκούπιζε καλά στην πόρτα
μετά τις έβγαζε και με τις τρύπιες κάλτσες του
έμπαινε στο δωμάτιο.
Καλησπέρα σας.
Η γριά χήρα διόρθωνε το μεσοφόρι της.
Αυτός καυτηρίαζε τη βελόνα με το τσακμάκι του
και με το λεπτό κεντρί του
προχωρούσε κατά πάνω μου σαν επιδέξιος χειρουργός.
Υποσχόταν. Μα δεν ήταν σίγουρος.
Ένας σωρός ξηλωμένα κουμπιά μύριζαν καμφορά.
Τα βουτούσαν μετά στον καφέ.
Στην υγειά σας.
Η γριά που πενθούσε ξεκαρδιζόταν.
Άναβαν τσιγάρο. Εμένα ο καπνός με ηρεμούσε.
Οι Άγιοι Πάντες όρθιοι όλη μέρα,
κρεμασμένοι στον τοίχο, κουράζονταν απ’ τα λόγια,
τα παρακάλια, τις εντριβές, τα παράπονα,
τις πολλές ασπιρίνες.
Δρασκελούσαν κρυφά το βράδυ το προσκεφάλι μου
και τραβούσαν για τα καφενεία.
Στα καφενεία οι θαμώνες
έπαιζαν όλη τη νύχτα χαρτιά.
Η κούκλα που είχα όταν ήμουν μικρή ήταν πάνινη.
Παραφουσκωμένη με σπόρους.
Είχε όμως μια μικρή τρυπούλα
ανάμεσα στα σκέλια της και άδειαζε.
Τότε την έδερνα και την έβριζα και με μια ψιλή βελόνα
της έκανα παρθενορραφή.
Πονούσε κι έκλαιγε ασταμάτητα.
Τη χάιδευα
«Πρέπει να είσαι τίμια, είναι για το καλό σου»
της έλεγα.
Δεν μιλούσε. Δεν έλεγε τίποτα. Δεν το καταλάβαινε.
Μόνο έκλαιγε σιγανά, έκλαιγε, όλο έκλαιγε
αχ Θεέ μου, έκλαιγε τόσο πολύ...
Από τη συλλογή Εξαίσιες ωδές μιας μυστικής πορείας (2013)