Αρχείο Θρακικού λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού (τούρκικες λέξεις στα ελληνικά)
https://www.he.duth.gr/erg_laog/arxeio/arxeio_thrakikou_laografikou_glossikou_thisavrou_t25.pdfΔείγμα:κατραμώνω=(Θρ.Κ.Π.), αλείψω διά πισσασφάλτου, (katranlamak).
κατραμωτής, ό=(Θρ.Κ.Π.), πισσασφαλτωτής, (katranci). κατράνι, τό=βλ. τήν λέξιν : κατράμι.
κάτσα-κάτσα=(Κρ.), κρυφίως, (kagakkagak).
κατσάκης ή κατσάκ3ς, δ=(Θρ.Κ. Π. ακΜ.), λαθρέμπορος, φυγάς, (kagak).
κατσάκικος-ικη-ικο—(Θρ .Κ. Π.), λαθρεμπορικός, (kagakli). Κουλαν- , τίζω κατσάκ3κο καπνό, κατσαμάκι ή κατσαμάκ3, τό^Θρ. Κ.Π.Η.), είδος ζυμαρικού από άλευρον αραβοσίτου και πετμέζι, (kagamak). Κατά τήν τουρκικήν έννοιαν καί : φυγή, άσυλον