Χρυσάνθη Ζιτσαία

wings · 35 · 64717

wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Χρυσάνθη Ζιτσαία, Στα κομμένα δέντρα*

Δέντρα ιερά χιλιόχρονα, στο ψήλωμα τ' Αηλιά μας.
Αδικοσκοτωμένα μου... —Φωτιά κι αστροπελέκι—
Σεισμό τη νιώθω τη στιγμή που υψώθη το πελέκι
κι έπεσε απάνω στους κορμούς, σαν μέσα στην καρδιά μας.

Σύγνεφο μαύρο του καπνού, πνεύμα του ολέθρου μαύρο.
Της καταιγίδας, της βροντής, της ερημιάς τ' ανέμου.
Ξεθεμελιώτρα επέρασες κατάρα του πολέμου.
Πού να σε ψάξω θύμηση γλυκιά να σε ξανάβρω;

Ως το γαλάζιο τ' ουρανού φτάναν τ' απάνω κλώνια.
Τις νύχτες —μάγια ολόχρυσα— τυλίγονταν τ' αστέρια
χαρούμενοι κελαδισμοί τα γλυκοχαραμέρια.
Χίλιες φωλιές, χίλιες φωνές, χίλια πουλιά κι αηδόνια.

Κάτω απ' τον ίσκιο τον πυκνό κι απ' τη δική σας χάρη
στο πανηγύρι τ' Αηλιά χορεύαν οι νυφάδες.
Στραφτοκοπούσαν φορεσιές, λάμπαν οι γι' ομορφάδες.
Γύρους διπλούς και τρίδιπλους απάνω στο χορτάρι.

Γενιές, γενιές, εδιάβηκαν. Όνειρα φεγγοβόλα.
Καλόγεροι... κι αρματωλοί... κελιά... σχολειά... κοπάδια...
Κι ύστερα η μοίρα της ζωής με χέρια εστάθηκε άδεια
και μόνο εσείς υψώνατε μια νίκη πάνω απ' όλα.

Πελώρια και περήφανα. Στης φυλλωσιάς τους ήχους
τόνιζε θρύλους μυστικούς η αύρα αντιλαλούσα.
Τραγουδισμένα αθάνατα. Σας φίλησεν η μούσα
κι ο Μπάιρον διαβαίνοντας σας έκλεισε σε στίχους.

Στη ράχη εκεί βαρδιάτορες βιγλίζατε τα μάκρη
κι έπλεκεν ύμνο θριαμβικό στη δόξα σας ο χρόνος.
... Ψηλά με παίρνει ο στοχασμός, βαριά με ρίχνει ο πόνος.
Ανθό τρυγάω κορφολογώ και καταπίνω δάκρυ.

Βαθιές οι ρίζες του καημού κάτω απ' την πρασινάδα.
Κι αυτού ψηλά στα ξέφωτα που πλήθαινεν η φτέρη
στον άδειο τόπο των κορμών, σαν ίσκιος σαν αγέρι
τώρα η ψυχή σας τριγυρνά διωγμένη Αμαδρυάδα.

* «Τα αιωνόβια δέντρα στο μοναστήρι της Ζίτσας
τάκοψαν οι κατακτηταί το 1942»

 
Από τη συλλογή Λυρικοί δρόμοι (1955)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Χρυσάνθη Ζιτσαία, Η Σάννα

«Ηπειρωτικός θρύλος»

Σάννα! παράξενος σκοπός, 'πό μέσα μου ανεβαίνεις∙
τραγούδι αλαφροφτέρουγο και μοιρολόγι αντάμα.
Με το ρυθμό, με το χορό, με το βουβό το κλάμα
κι από του μύθου τα βαθιά τα μυστικά μού κρένεις.

Τσιγγάνας γέννα απόμεινες από σπορά βουνίσια
να σελαγάς τα πρόβατα στο σκάρο αλλοπαρμένη.
Κι άλλοι σε λέγανε ξωθιά, νεραϊδογεννημένη
να σελαγάς τους πόθους σου σε βράδια φεγγαρίσια.

Με ποια πλανεύτρα ο κύρης σου μια νύχτα νάχει σμίξει;
—Άλλης φυλής κι άλλης σειράς φλέβα ξεχειλισμένη—
Εκεί στον κακοτράχαλο τον τόπο ορφανεμένη
ποιας περιπαίχτρας η βουλή μοίρας να σ' είχε ρίξει;

Παίζανε, λεν, τα παγανά στη λαγκαδιά ένα βράδυ
κι αγκάλιασε ο τρελός βοσκός την ξωτικιά την πρώτη.
Κι άλλοι... με κάποια γύφτισσα... ποιος την κρατάει τη νιότη;
Κι ο πιστικός σε τράνεψε μαζί με το κοπάδι.

Μεγάλωσες και μέστωσες μέσα στην άγρια πλάση
με κεια τα στήθη τα στητά, τ' αστραφτερό το βλέμμα.
Λαφίνα σ' άβατο δρυμό, ζωή σ' άκρατο ρέμα∙
με τα στοιχειά, με τα νερά, με τα πουλιά στα δάση.

Πλούσια τον πόθο εβύζαξες απ' της ζωής τη ρώγα.
Σκλάβες να σέρνεις τις καρδιές, χαρά σου και παιχνίδια.
Στις ρούγες μαχαιρώματα, φωτιά στα πανηγύρια.
Ποια κόλαση στα μάτια σου και στην καρδιά ποια φλόγα;

Χίλια να τάζουν τάματα, φλουριά να δίνουν χίλια...
Κι έστειλε και σε γύρεψε του τσέλιγκα τ' αγόρι.
Νυφούλα σε στολίσανε κι εκεί στο μεσοχώρι
με τα καλοτυχίσματα και την τυφλή τη ζήλια

κουφόβραζε η καταλαλιά, μαύρο καυτό κατράμι,
ο θρύλος να τυλίγεται μυριόπλουμο ζωνάρι
... και συ να γνέφεις, να τηράς, το γύφτο το λυράρη
να βρει η πηγή το δρόμο της να σμίξει το ποτάμι.

Κι εκεί στην κοίτη την κρυφή, στου λυτρωμού την ώρα
—ω της ακράταγης οργής κι άστοχης μοίρας χέρι—
της ηπειρώτικης τιμής ν' αστράψει το μαχαίρι
κι ολάνθιστη να σωριαστείς στη μανιασμένη μπόρα.

... Στον τόπο εκεί του φονικού —βροντή κι αστροπελέκι—
φύτρωσε λένε μια ροδιά κι ανθίζει και καρπίζει
ρόδια με κόκκινα σπυριά σαν αίμα ν' αναβλύζει
κι όποιος τα φάει μαγεύεται και στην αγάπη μπλέκει.
 
Από τη συλλογή Λυρικοί δρόμοι (1955)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Χρυσάνθη Ζιτσαία, Ερημική πορεία

— 1 —

Δε συναντήσαμε τίποτε
στη μακρινή μας πορεία.
Πού να επήγαν εκείνα
που εφλογίζαν τη σκέψη μας;
Εκείνα που απαλαίναν το δέος μας
που εμεθούσαν τις προσδοκίες
των λαμπρών μας ονείρων;
Ω! μνήμη φλογερή κι ανελέητη
που σαρκάζεις την άγονη γη
και την άδεια ψυχή μας.
Ήταν εδώ θαρρώ περιβόλια
προγονικά και πανάρχαια
που οι παιδικοί μας πλανήθηκαν έρωτες
κι ανθίζανε σαν ρόδα οι ελπίδες.
... Μήπως όλες εκείνες οι στρατιές των πιστών
τα σπατάλισαν στο διάβα τους άσκοπα
και για μας τώρα δεν έμεινε
ούτε ένα πράσινο φύλλο;

— 2 —

Δε συναντήσαμε τίποτε
κι ας ακολουθήσαμε το δρόμο
που εφώτιζε τ' αστέρι τους μάγους.
Δοκιμασία σκληρή.
Πορεία μακρινή
φορτωμένη από μνήμες βαριές
από νόστους και πίστες.
Είχαν κλέψει το βρέφος
κι είχαν αποθέσει εκεί ένα είδωλο.
Οι αγραυλούντες ποιμένες
μας ατένιζαν σιωπηλοί και περίλυποι.
Ψάξαμε μέσα μας και δε βρήκαμε
το χρυσό και τη σμύρνα
που κρύβαμε χρόνια, γι' ακριβή προσφορά
βαθιά στην καρδιά μας.
Όμως το λιβάνι της πίστης
καιγότανε εκεί τόσο άφθονο
στην είσοδο του σπηλαίου
που οι καπνοί είχαν πνίξει
τις διψασμένες ψυχές μας.

— 3 —

Αγωνιούσαμε σ' έναν κύκλον ατέλειωτον
ψυχές του ονείρου
απ' την ανατολή στη δύση
κι απ' τη δύση στην ανατολή.
Το μυστικό κλειδί που να τόχουν κρυμμένο
της ζωής μας οι μοίρες;
Περάσαμε τις περιοχές της παλιάς προσδοκίας μας.
Αντικρίσαμε εκεί μαρμαρωμένες μορφές
τις αγάπες μας, καθώς στων συντριμμένων ναών
τις μετόπες, τους αρχαίους θεούς.
Ήταν εκεί της μεγάλης μας πίστης
άψυχο τώρα, το υπέροχον άγαλμα
στα σκόρπια κομμάτια
του ναού κάποιας Ίσιδας.

— 4 —

Τη σκέψη γυρίσαμε ανάστροφα
στη βαθιά μας απόγνωση
ν' αντικρίσουμε τη ζωή χωρίς ιστορία.
Μα να πάλι ο Σταυρός
της θυσίας το σύμβολο
της ζωής μας η μοίρα
βαραίνει στους ώμους μας.
Και ψηλό, σκοτεινό στη ματιά μας κατάντικρυ
το κυπαρίσσι που θέριεψε
στου Αγνώστου Στρατιώτη τον τάφο
κι υψώνεται εκεί, στη γη μας ανάμεσα
ορόσημο μέγα.

— 5 —

Όλες οι πέτρες ήταν ιερές
στο χώμα εκείνο το ξερό κι ανάνθιστο.
Όλες είχα παλιές επιγραφές
και μια καρδιά, ζεστή και ζωντανή ακόμα.
Σκόρπιες, μονάχες, προδομένες.
Ποια να σηκώσεις, ποια να πάρεις
χωρίς να πεις το χέρι βέβηλο;
Στα τραγικά εκείνα ερείπια της ζωής
ποιες απ' αυτές ν' αγγίξεις
με την ψυχή σου λυτρωμένη απ' όλα;
Με ποιες να χτίσεις, ω περήφανη καρδιά
καινούριο ένα ναό καθώς τον ονειρεύτηκες
τις ορφανές αγάπες να στεγάσεις;
Με ποιες να χτίσεις τον καινούριο το βωμό
εδώ στο χώμα αυτό τ' ανάνθιστο
το στοιχειωμένο από μνήμες κι αίμα;
Κι έπειτα στεφανωμένος με το φως
να μπεις αγνός μαζί με τα πουλιά
να ψάλλεις τ' ορθρινό της νέας αυγής
και σαν νυμφίος αμόλυντος
τον άγνωστο Θεό να προσκυνήσεις.

— 6 —

Χοηφόρες οι μέρες μας
βραδυπορούσες λυσίκομες,
γύρω συνάζονται
στης ζωής μας την άβυσσο
τις ακριβές ν' αποθέσουν χοές.
Μαζέψαμε και στοιβάξαμε
τα μοιρολόγια της Ηπείρου και της Μάνης
όλα εκεί τα δακρύβρεχτα
της καρδιάς τα διαμάντια
κι ακόμα δεν έφτασαν
της πίκρας να γιομίσουν τα βάθη.
Μαζέψαμε και στοιβάξαμε
τα κλέφτικα τραγούδια του λαού μας
πυραμίδες πανύψηλες
π' αγγίζουν τα ουράνια
κι ακόμα δεν έφτασαν
να σκεπάσουν τους ανοιχτούς
τους άσωστους τάφους.
Και νότα σε νότα
και δάκρυ σε δάκρυ
την ψυχή ν' ανεβάσουν ψηλά
ψηλά προς τον ήλιο.

— 7 —

Πήραμε τις αποσκευές και γυρίσαμε πίσω.
Ήταν ένα ξερό ψωμί κι ένα όνειρο θλιμμένο.
Τίποτε άλλο δε φύτρωνε σε κείνον τον τόπο.
Μόνο το πέρασμά μας έμεινε εκεί.
Χαραγμένη καρδιά
στους κορμούς χιλιόχρονων δέντρων.
Σ' έναν τάφο, σταυρός χωρίς όνομα.
Κύκνος λευκός
στου μεγάλου καημού μας τη Λίμνη
με κείνη τη λεία επιφάνεια
και τις ανθισμένες πικροδάφνες στις όχθες.
Κάποια νύχτα βαθιά, σιωπηλή
θα το πει το στερνό μας τραγούδι.
Παρμένο απ' τους ήχους
των γλυκών αισθημάτων μας.
Παρμένο απ' το δάκρυ που σταλάζοντας έπηξε
και βρίσκεται εκεί
ζαφειρόπετρα αθώρητη, στης Λίμνης τα βάθη.
Παρμένο απ' την άρπα της γαλάζιας ελπίδας
που βρίσκεται ακόμα εκεί
στοιχειωμένη νεράιδα
στις σπηλιές με τις νυχτερίδες και τ' άδεια κοχύλια.
Θα το πει κάποια νύχτα το στερνό μας τραγούδι
σαν κύκνειον άσμα του.
Κι ίσως, ποιος ξέρει —θλιμμένη ψυχή—
να το πάρουν τα κύματα
να το κάνουν ψυχή τους.
Να το πάρουν οι άνεμοι να τ' απλώσουν στην πλάση.
Να το πάρουν τ' αστέρια να το κάνουνε λάμψη τους.
Κι από κει να το στείλουν ξανά στη ζωή
κάποιων χαμένων, σαν κι εμάς,
οδοιπόρων στην έρημο να φωτίσουν το δρόμο.

— 8 —

Τρία βουνά περάσαμε ψηλά.
Τόνα γιομάτο καταχνιά και σύννεφα.
Τ' άλλο καημούς γιομάτο.
Το τρίτο με τα κόκαλα των αδικοχαμένων.
Κοιτάξαμε τον ήλιο κι είπαμε.
Στένεψεν η ζωή σαν φυλακή
μα της καρδιάς πλατύναμε τα σύνορα
και φτάνουν ως εκεί π' αναστενάζουν οι ανθρώποι.
Κοιτάξαμε τον ήλιο κι είπαμε.
Δεν ήταν όνειρο η ζωή
μ' ανθούς να την κεντήσουμε κι αστέρια.
Τ' αστέρια απ' τις ψυχές μας έφεγγαν
και φώτιζαν το δρόμο τον τραχύ.
Ξεκινήσαμε ν' ανταμώσουμε το χάρο∙
κι όμως περσότερο, ζωή, ποτέ δε σ' αγαπήσαμε.
Κι όμως περσότερο, ζωή, κανένας δε σ' αγάπησε.
Ξεκινήσαμε ν' ανταμώσουμε τον ήλιο.
Δεν ήσουν θάνατος, ζωή, να πούμε μοιρολόγια.
Ήσουν αγώνας κι ομορφιά κι αγάπη.
Στα μαρμαρένια αλώνια σου παλεύαν Διγενήδες.
Κι εμείς μια κούπα με γλυκό κρασί
κρατούσαμε να πιουν οι νικητάδες.
Κι ύστερα να τονίσουν το τραγούδι σου
με λόγια σαν τον ουρανό
μ' αχό σαν ωκεάνιο κύμα.
Να φτάσει ως τις κορφές της πίστης μας.
Να φτάσει ως τα βαθιά των τάφων μας.
Να λέει πως θα την πλάσουμε καινούρια τη ζωή.
Πως θα την κυβερνήσουμε τη μοίρα.

— 9 —

Ανοίξαμε πάλι την παλάμη στη μάντισσα.
— Αυτή είναι η γραμμή της ζωής
κι αυτή της αγάπης.
Βαθιές σταθερές αυλακιές, πλάι πλάι.
Θέλεις πες τες χαρά, θέλεις πόνο.
Τις άλλες, τις πλήθιες, σαν βέλη σαν τόξα
που τίναζαν πέρα κι απάνω τη σκέψη
φλόγες και μέθη των μεγάλων ονείρων,
τις έσβησε η γνώση.
Στιγμή σιωπηλή, μεγάλη κι επίσημη.
Χωρίς λόγια γριφώδη, υπονοούμενα,
σιβυλλικά σχήματα, χωρίς προμαντέματα.
— Αυτή είναι η γραμμή της ζωής κι αυτή της αγάπης.
Θέλεις πες τες χαρά, θέλεις πόνο.
Μας είπε σωπαίνοντας η μάντισσα τώρα.
— Βαθιές σταθερές αυλακιές
που σας χάραξε, καλότυχοι, η μοίρα
πλάι πλάι.

— 10 —

Γονατίσαμε να προσκυνήσουμε
τη μεγάλη Θεότητα. Τη μια την αιώνια.
Μέρες και νύχτες να της πλέξουμε εκεί
ξαγρυπνησμένοι στα πόδια της
το καινούριο της φόρεμα, λυτρωμένοι απ' όλα.
Με τις κλωστές της νέας αυγής να το πλέξουμε
με τον αφρό των πιο λευκών ανθών της.
Να κεντήσουμε στη γαλάζια ποδιά της
με του ηλιού τις αχτίδες, σαν οικόσημο,
το περιστέρι της ειρήνης.
Στην ποδιά της αγάπης, ανθρώποι να τ' αφήσουμε
να μην μπορεί ξανά να πετάξει.
Δαχτυλίδι ακριβό να της χαρίσουμε
της ζωής μας τον κρίκο.
Με διαμάντι μεγάλο, βαρύ,
των έρημων μανάδων το δάκρυ
των ορφανών παιδιών το χαμόγελο.
Στο χέρι της αγάπης, ανθρώποι, να το δώσουμε.
Να το φορεί στο δάχτυλο, να μην το λησμονήσει.
 
Από τη συλλογή Λυρικοί δρόμοι (1955)
« Last Edit: 25 Oct, 2016, 21:01:24 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Χρυσάνθη Ζιτσαία, Γαλάζια πολιτεία

Είναι σε κάποια πολιτεία παράλια
κι από το χρόνο ξεχασμένη
κάποια δρομάκια μυστικά και γύρω τους
η νοσταλγία μαρμαρωμένη.

Ρομαντική σελήνη τώρα εστοίχειωσε
ανάμεσα απ' τα χρόνια η μνήμη.
Πάνω τους σκαλισμένα παλιά βήματα
λάμπουν με σμάλτο και μ' ασήμι.

Βήματα τρυφερά, βήματα ανάλαφρα
μελένια κι απαλόηχη λύρα.
Βήματα σκοτεινά, βήματα αλύγιστα
βαριά σαν ανελέητη μοίρα.

Ψηφιδωτά της πίστης και της άρνησης
τώρα αξεχώριστα σμιγμένα
και τα φευγάτα εκεί και τ' αταξίδευτα
αλί μου και τα προδομένα.

Κάποια ζωή τα χάραξε και τ' άφησε
—σαν ιστορία παλιά σ' ένα βιβλίο—
σε πολιτεία γαλάζια δίχως όνομα
που δεν αράζει πια κανένα πλοίο.

Ούτε το φλογερό το γοργοτάξιδο
του πόθου, για να πάει να τ' αναστήσει
ούτε της λησμονιάς μοιραίο κι αθώρητο
να κατεβεί η φθορά και να τα σβήσει.

Μονάχα στα δρομάκια που σφραγίστηκαν
απ' της αγάπης τ' άγιο χέρι
βγαίνει και σεργιανίζει τώρα η θάλασσα
με την ψυχή μας ταίρι ταίρι.
 
Από τη συλλογή Λυρικοί δρόμοι (1955)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Χρυσάνθη Ζιτσαία, Στην όχθη της λίμνης

Με γήτεψαν τα μάγια σου, Παμβώτιδα νεράιδα.
Πώς φάνταξες σαν όραμα γλυκό που δε ματάειδα.
Τούτο το μπλάβο δειλινό, την όμορφην εσπέρα
—μέρα γλυκιά του γυρισμού και της καρδιάς μου μέρα.
Κι όλο βυθίζω εκστατικά τη σκέψη μου βαθιά σου
και μέσα στη γαλήνη σου και μες στην τρικυμιά σου.
Μαζί με τις κλωνόγυρτες ιτιές στις όχθες γύρω
του θρύλου και της ομορφιάς ποτίζομαι το μύρο.
... Το θρύλο σου τον σμίλεψαν καλοτεχνίτες χρόνοι
και λάμπει κόσμημα ακριβό, χρυσό που δεν θαμπώνει.
καθώς Γιαννιώτες χρυσικοί δουλεύουνε τ' ασήμι∙
φλόγα σκαλίσαν την καρδιά κι αυγερινό τη μνήμη.
Το κάστρο σου δικέφαλος αϊτός∙ βαριά κορόνα.
... Κάποιος σκοπός ξεχάστηκε παλιός στον καλαμιώνα.
Και μου τον φέρνεις μυστικά, γλυκά κι ειρηνοφόρα
με τα φτερά της θύμησης και του ρυθμού τα δώρα.
Μακρόσυρτο, παθητικό, παλιού καιρού τραγούδι,
του πόνου και της θύμησης αμάραντο λουλούδι,
της στοιχειωμένης ξωτικιάς μού λέει το παραμύθι.
Χρόνια κοιμάται στο βυθό και δεν αλησμονήθη.
Λάμπουν εκεί τα μάτια της ζαφείρια ένα ζευγάρι
και το πικρό της μυστικό σπυρί μαργαριτάρι.
Κράτησ' το, Λίμνη, φυλαχτό στολίδι και πετράδι
και να 'ναι σου σαν όνειρο κι ανάλαφρο σαν χάδι.
Γλυκό καθώς κι η ζάχαρη που ρίξαν στα νερά σου
χρόνια να πίνουν οι ψυχές ως ήπιε κι η κυρά σου.
Δε σου γυρεύω να το πεις. Βαθιά το 'χεις σφαλίσει.
Μου φτάνει ο μαγικός σκοπός απ' της χαράς τη βρύση.
Μου φτάνει να γλυκοθωρώ της όψης σου το οπάλι
—καθρέφτης Βενετσιάνικος και διάφανο κρυστάλλι—
κι επάνω την αγάπη μου χάδι απαλό ν' απλώσω.
Το γαλαζένιο ατλάζι σου τρέμω μην τσαλακώσω.

Από τη συλλογή Λυρικοί δρόμοι (1955)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


 

Search Tools