Μήπως με όμικρον;
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναβατόριο το [anavatório] Ο42 & αναβατόρι το [anavatóri] & ανεβατόρι το [anevatóri] Ο44α : μηχάνημα για την ανύψωση υλικών, συνηθισμένο σε οικοδομικές εργασίες.
[ανεβ-: < ελεβατόρι παρετυμ. ανεβ(άζω)· αναβ-: λόγ. επίδρ. στο ανεβατόρι κατά την αντιστοιχία ανεβαίνω - αρχ. ἀναβαίνω και κατά την αντιστοιχία -ι - -ιον]