ongoing → συνεχιζόμενος, συνεχιζόμενη, συνεχιζόμενο, αδιάλειπτος, παρατεινόμενος, παρατεινόμενη, παρατεινόμενο, τρέχων, τρέχουσα, τρέχον, αδιάκοπος, αδιάκοπη, αδιάκοπο, εν εξελίξει, υπό εξέλιξη, σε εξέλιξη, αδιαλείπτως, εν ενεργεία, που βρίσκεται σε εξέλιξη, που συνεχίζεται, διεξαγόμενος, τεκταινόμενος, που ενημερώνεται συνεχώς
spiros ·
2 · 777